Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

June Almeida: Η ιστορία της πρωτοπόρου που ανακάλυψε τον κορωνοϊό

H αναγνώριση άργησε μερικές δεκαετίες για την επιστήμονα που όταν εντόπισε τον κορωνοϊό, σχεδόν κανείς δεν της έδωσε σημασία. Όταν η June Almeida κοίταξε το
μικροσκόπιό της το 1964, είδε μια στρογγυλή, γκρι κουκκίδα καλυμμένη με μικροσκοπικές ακτίνες. Αυτή και οι συνάδελφοί της παρατήρησαν ότι γύρω από τον ιό σχηματιζόταν κάτι σα φωτοστέφανο – σαν την κορώνα του ήλιου. Αυτό που τότε είδε θα γινόταν αργότερα γνωστό ως κορωνοϊός και εκείνη ουσιαστικά είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στον εντοπισμό του. Αυτό το επίτευγμα ήταν ακόμη πιο αξιοσημείωτο επειδή η 34χρονη επιστήμονας δεν είχε καταφέρει ποτέ να ολοκληρώσει τις επίσημες σπουδές της.

Η Almeida της οποίας το κανονικό όνομα ήταν June Hart, ζούσε με την οικογένειά της σε ένα συγκρότημα κατοικιών στη Γλασκώβη της Σκωτίας, όπου ο πατέρας της εργαζόταν ως οδηγός λεωφορείου. Εκείνη ήταν άριστη μαθήτρια με φιλοδοξίες να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, αλλά τα χρήματα ήταν λιγοστά. Στα 16 της, εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται ως τεχνικός εργαστηρίου στο Royal Infirmary της Γλασκώβης, όπου χρησιμοποιούσε μικροσκόπια για να βοηθάει στην ανάλυση δειγμάτων ιστών.

Αφού μετακόμισε σε μια παρόμοια δουλειά στο Νοσοκομείο St Bartholomew στο Λονδίνο, συνάντησε τον άντρα που μετέπειτα θα γινόταν ο σύζυγός της, τον καλλιτέχνη από τη Βενεζουέλα, Enriques Almeida. Το ζευγάρι μετανάστευσε στον Καναδά και η June ξεκίνησε να δουλεύει με ηλεκτρονικά μικροσκόπια στο Ontario Cancer Institure στο Τορόντο. Εκεί ανέπτυξε νέες τεχνικές και δημοσίευσε αρκετές μελέτες που περιγράφουν τις δομές των ιών που μέχρι πρότινος παρέμεναν άγνωστες.

Η τεχνική μικροσκοπίας που ανέπτυξε η Almeida ήταν απλή, αλλά πολύ επαναστατική για τον τομέα της ιολογίας. Συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει αντισώματα από άτομα που είχαν μολυνθεί προηγουμένως για να εντοπίσει τον ιό. Τα αντισώματα έλκονται από τα αντίστοιχα αντιγόνα τους – οπότε όταν η Almeida εισήγαγε μικροσκοπικά σωματίδια επικαλυμμένα με αντισώματα, αυτά συγκεντρώνονταν γύρω από τον ιό, προειδοποιώντας την για την παρουσία του. Αυτή η τεχνική επέτρεψε στους κλινικούς ιατρούς να χρησιμοποιούν ηλεκτρονική μικροσκοπία ως τρόπο διάγνωσης ιογενών λοιμώξεων σε ασθενείς. Η Almeida συνέχισε να εντοπίζει έναν αριθμό ιών, συμπεριλαμβανομένης της ερυθράς, η οποία μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι επιστήμονες μελετούσαν την ερυθρά επί δεκαετίες, αλλά η Almeida ήταν η πρώτη που τα κατάφερε.

Καθώς οι ικανότητές της απέκτησαν αναγνώριση, η Almeida επέστρεψε στο Λονδίνο για μία θέση στην Ιατρική Σχολή του Νοσοκομείου St. Thomas. Εκεί, το 1964, συνεργάστηκε με τον Δρ David Tyrrell, ο οποίος επέβλεπε την έρευνα στη μονάδα Common Cold στο Salisbury του Wiltshire. Η ομάδα του είχε συλλέξει δείγματα από έναν ιό που έμοιαζε με γρίπη, τον οποίο «βάφτισαν» B814 από έναν άρρωστο μαθητή στο Surrey, αλλά αντιμετώπιζε μεγάλη δυσκολία στο να τον καλλιεργήσει στο εργαστήριο. Καθώς οι παραδοσιακές μέθοδοι απέτυχαν, οι ερευνητές άρχισαν να υποψιάζονται ότι ο Β814 μπορεί να είναι ένας εντελώς νέος τύπος ιού. Αποκλείοντας μία μία τις εναλλακτικές που είχε, ο Tyrrell έστειλε δείγματα στην Almeida, ελπίζοντας ότι η «διάσημη» τεχνική της με το μικροσκόπιο θα μπορούσε να εντοπίσει και να αναγνωρίσει τον ιό. «Δεν ήμασταν πολύ αισιόδοξοι, αλλά ένιωθα ότι άξιζε μία προσπάθεια», έγραψε ο Tyrrell στο βιβλίο του “Cold Wars: The Fight Against the Common Cold”.


Αν και η Almeida είχε περιορισμένο υλικό για να εργαστεί, τα ευρήματά της υπερέβησαν κάθε πιθανή προσδοκία του Tyrrell. Όχι μόνο βρήκε και δημιούργησε σαφείς εικόνες του ιού, αλλά θυμήθηκε ότι είχε διακρίνει δύο παρόμοιους ιούς νωρίτερα στην έρευνά της: τον πρώτο εξετάζοντας τη βρογχίτιδα στα κοτόπουλα και το δεύτερο μελετώντας τη φλεγμονή του ήπατος σε ποντίκια με ηπατίτιδα. Μάλιστα, είχε γράψει μία μελέτη και για τους δύο, αλλά είχε απορριφθεί. Οι εξεταστές τότε είχαν θεωρήσει ότι οι εικόνες ήταν απλώς κακής ποιότητας εικόνες σωματιδίων του ιού της γρίπης. Με το δείγμα από τον Tyrrell, η Almeida ήταν σίγουρη ότι βρισκόταν μπροστά από μια νέα ομάδα ιών. Όταν η Almeida, ο Tyrrell και ο επόπτης της Almeida συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί για να συζητήσουν τα ευρήματά τους, αναρωτήθηκαν πώς να ονομάσουν τη νέα ομάδα ιών. Αφού εξέτασαν τις εικόνες, εμπνεύστηκαν από τη δομή του ιού που μοιάζει με φωτοστέφανο και κατέληξαν στη λατινική λέξη για την κορώνα, corona. Ο κορωνοϊός είχε γεννηθεί.

Η Almeida αποσύρθηκε από την ιολογία το 1985 αλλά παρέμεινε δραστήρια και περίεργη. Έγινε εκπαιδεύτρια γιόγκα, διδάχτηκε πώς να κάνει αποκατάσταση σε πορσελάνες και εξειδικεύτηκε στις αντίκες, τις οποίες αναζητούσε συχνά με τον δεύτερο σύζυγό της Phillip Gardner -επίσης συνταξιούχο ιολόγο- για τη συλλογή τους. Πριν από το θάνατό της το 2007 σε ηλικία 77 ετών, η Almeida επέστρεψε στο νοσοκομείο St. Thomas ως σύμβουλος, όπου βοήθησε στη δημοσίευση μερικών από τις πρώτες υψηλής ποιότητας εικόνες του HIV, του ιού που προκαλεί το AIDS.Ο ομότιμος καθηγητής βακτηριολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν, Hugh Pennington συνεργάστηκε με την Almeida στο St. Thomas και τη θεωρεί μέντορά του. «Χωρίς αμφιβολία είναι μια από τις εξέχουσες Σκωτσέζες επιστήμονες της γενιάς της, αλλά δυστυχώς είναι σε μεγάλο βαθμό “ξεχασμένη” από τα μίντια», ανέφερε ο Pennington σε συνέντευξή του στη Herald. «Παρόλο που παραδόξως αυτό το ξέσπασμα του Covid-19 έχει ρίξει φως ξανά στο έργο της», συμπλήρωσε. Σήμερα, οι ερευνητές εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τις τεχνικές της για να εντοπίσουν γρήγορα και με ακρίβεια τους ιούς. Πενήντα έξι χρόνια αφότου διέκρινε για πρώτη φορά έναν κορωνοϊό μέσω μικροσκοπίου, το έργο της Almeida είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου