«Έβλεπα στις σελίδες περίτεχνα μπαλκόνια, χρωματιστά αστικά σπίτια της εποχής του Μεσοπολέμου κι αναρωτιόμουν πού να βρίσκονται και πώς να είναι σήμερα.
Οι διευθύνσεις τους ήταν γνωστές, δρόμοι που συχνά-πυκνά περπατούσα, αλλά ποτέ δεν τα είχα προσέξει»
Γεννήθηκα και έζησα στην Κυψέλη από τα χρόνια που δεν θυμάται ο νους μέχρι τα χρόνια της ωρίμανσης.
Η Κυψέλη έντυσε με τις εικόνες της τις παιδικές και εφηβικές μου αναμνήσεις, τις πρώτες συνειδητές φιλίες, το πρώτο φιλί, την πρώτη μου δουλειά, αγωνίες και διαφωνίες της νιότης. Τόσα χρόνια και δεν είχα περπατήσει με το κεφάλι ψηλά…
Αφορμή ήταν όταν έπεσε στα χέρια μου η μελέτη της εκπαιδευτικού Μαριάνθης Μπέλλα «Η ζωντανή αστική αρχιτεκτονική της Κυψέλης» (την οποία μπορείτε να δείτε εδώ). Έβλεπα στις σελίδες περίτεχνα μπαλκόνια, χρωματιστά αστικά σπίτια της εποχής του Μεσοπολέμου κι αναρωτιόμουν πού να βρίσκονται και πώς να είναι σήμερα. Οι διευθύνσεις τους ήταν γνωστές, δρόμοι που συχνά-πυκνά περπατούσα, αλλά ποτέ δεν τα είχα προσέξει.
Η βόλτα το φθινοπωρινό απόγευμα ήταν μια απόλαυση. Τα σχολεία δεν είχαν ανοίξει ακόμα και πολλοί εκδρομείς δεν είχαν επιστρέψει στο κλεινόν άστυ. Οι κενές θέσεις στάθμευσης και οι άδειοι δρόμοι μου έκαναν χώρο να θαυμάσω ολόκληρα τα σπίτια και να περπατήσω κοιτώντας ψηλά, χωρίς να αγχώνομαι για τα διερχόμενα οχήματα. Νεοκλασικές και εκλεκτιστικές επαύλεις με κομψά μπαλκόνια, κεραμοσκεπές με ακροκέραμα και έρκερ («τζούμπαλι» ήξερα ότι λέγονταν οι εξώστες στα ρωμέικα σπίτια στην Πόλη και τη Σμύρνη)… Μπλεκόταν ο φωτογραφικός φακός στο πράσινο, θέαμα απρόσμενο! Μύριζε έντονα το γιασεμί… [Φαίνεται, πέραν του λιγότερου καυσαερίου, η όσφρηση βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με την όραση. Όταν βλέπει το μάτι συνειδητά, είναι σε θέση το μυαλό να αντιληφθεί το υπαρκτό με όλες του τις αισθήσεις. Σάμπως τα γιασεμιά δεν υπήρχαν τόσα χρόνια…]
Το ίδιο και οι επαύλεις. Το σίγουρο είναι ότι έστεκαν εδώ πολύ πριν γεννηθώ εγώ και η γενιά μου. Χτίστηκαν -διαβάζω- στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ως κατοικίες της εύπορης μεσαίας και ανώτερης τάξης, καθιστώντας την Κυψέλη (από την πλατεία Αμερικής-που τότε ονομαζόταν πλατεία Αγάμων- μέχρι και τις παρυφές της Φωκίωνος Νέγρη που τότε μετατράπηκε από ρέμα σε πεζόδρομο) ανερχόμενη συνοικία της μπουρζουαζίας και κέντρο της νυχτερινής ζωής. Στα βόρεια της συνοικίας ήταν εγκατεστημένα χαμηλότερου εισοδήματος κοινωνικά στρώματα και είχαν λαχανόκηπους και περιβόλια. Μέχρι και το 1980 η Κυψέλη αποτελούσε κέντρο της αστικής τάξης και της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας. Μετά άρχισε να αλλάζει παράλληλα με την αλλαγή που συντελούταν στο πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο στην Ελλάδα. Οι αστοί μετακινήθηκαν στα προάστια, η αξία των ακινήτων έπεσε και άρχισαν να εγκαθίστανται μετανάστες από τις νέες χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, που προέκυψαν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ιδιαίτερα μετά το 2000, η Πατησίων από την «καλύτερη αγορά της Αθήνας» έγινε ένας δρόμος σκοτεινός, με ερειπωμένα μαγαζιά και με απλωμένες πραμάτειες στα πεζοδρόμια.
Από την Τροίας στην Ιθάκης: σαν το ταξίδι του Οδυσσέα
Κατέβηκα από το τρόλεϊ στη στάση Αγγελοπούλου, Πιπίνου και Πατησίων γωνία, εκεί που περίμενα κάθε πρωί το σχολικό λεωφορείο για 14 χρόνια. Θυμήθηκα τα χειμωνιάτικα πρωινά με τα ωραία χρώματα, που μοιραζόμουν τη νύστα και τη γκρίνια με τη Μαριάντζελα. Είχε στην οδό Πιπίνου ένα ψιλικατζίδικο και μπορεί να παίρναμε κάτι. Ενίοτε μας έμπαινε η «πονηρή σκέψη» της κοπάνας, η οποία σβηνόταν μόλις πλησίαζε το σχολικό.
Στη γωνία Τροίας και Πατησίων, σε ένα όμορφο νεοκλασικό, ήταν ένα πολυκατάστημα καλλυντικών. Το πρώτο που είχα μπει στη ζωή μου. Περπάτησα στην Τροίας για λίγο: στο νούμερο 30, βρίσκεται μια πολυκατοικία του μεσοπολέμου. Οικοδομήθηκε -διαβάζω- από τον αρχιτέκτονα (Λαζαρίδη) που σχεδίασε το Άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Φτάνοντας στη Δροσοπούλου, το βλέμμα μου τραβάει ένα ρημάδι νεοκλασικό που περιμένει να αγοραστεί, να βρεθούν οι κληρονόμοι, να γίνει κάτι, τέλος πάντων, για να ομορφύνει κι αυτό.
Στη συμβολή Επτανήσου και Άνδρου, βρίσκονται άλλα δύο εγκαταλειμμένα κομψοτεχνήματα της αρχιτεκτονικής: Στο νούμερο 18, το αριστοκρατικό ερείπιο ήταν το πρώτο κτίριο του Κολλεγίου Αθηνών, ενώ ακριβώς δίπλα βρίσκεται η γνωστή ως οικία Ζαρίφη, που οι πρώτες της ιδιοκτήτες ανήκαν κατά πάσα πιθανότητα στο γνωστό σόι των Ζαρίφηδων εμπόρων από την Κωνσταντινούπολη. Διαβάζω ότι η οικία χρησιμοποιήθηκε ως το Παλλάδιο Λύκειο-Φιλίππου Δούκα, ότι τη δεκαετία του ’80 φιλοξένησε ρεμπετάδικο και ότι φέτος, μετά από 40 χρόνια ερημιάς, θα φιλοξενηθεί η έκθεση «Άγνωστοι προορισμοί» του Κώστα Πράπογλου.
Βγαίνω ξανά στη Δροσοπούλου. Στο 29 βρίσκεται ένα υπέροχο μεσοπολεμικό κτίριο με πιο μοντέρνα έρκερ. Λίγο πιο κάτω, Δροσοπούλου και Ιθάκης ένα πιο περίτεχνο νεοκλασικό. Η Δροσοπούλου έχει εξελιχθεί σε δρόμο με πολλές αντιθέσεις. Καπνισμένες από το καυσαέριο πολυκατοικίες στέκουν δίπλα σε νεοκλασικά. Διαμερίσματα με απλωμένη μπουγάδα γειτονεύουν με μπαλκόνια και εξώστες με φροντισμένες κεραμικές γλάστρες. Παραδοσιακά καφενεία δίπλα-δίπλα με καφενεία μεταναστών. Καφέ Ethiopia λέει η ταμπέλα. Λίγο πιο κάτω, γωνία με Κεφαλληνίας, μου αγόραζαν παιδικά παπούτσια και από τη Cinderella, τις σχολικές ποδιές και τις φόρμες για το σχολείο.
Από την Ιθάκης στην Κεφαλληνίας: στην καρδιά της γειτονιάς μου
Στην Ιθάκης μεγάλωσα. Καταιγισμός χρονικά ασυνάρτητων εικόνων σε κάθε μου βήμα. Απέναντι από το πατρικό μου, υπάρχει ακόμα ένα ροζ παλ νεοκλασικό με εσωτερική ταράτσα! Ώρες περνούσα στο μπαλκόνι μου να φαντάζομαι πώς μπορεί να είναι το εσωτερικό του. Μια φορά, η φαντασία μου είχε οργιάσει τόσο, που νόμιζα πως άκουσα πλατσουρίσματα, ότι έχει δηλαδή πισίνα. Από το νούμερο 31 της Ιθάκης, όπου έμενε ο Οδυσσέας Ελύτης τα χρόνια της Κατοχής, έβγαινε κάθε πρωί ένα κοριτσάκι που πήγαινε στο σχολείο μου, αλλά ποτέ δε γίναμε φίλες. Κοντά στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στον τελευταίο όροφο ενός νεοκλασικού έκανα μαθήματα αργεντίνικου τάνγκο. Στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, τρώγαμε με τους γονείς μου στις «Νοστιμιές της Μαίρης» ή στο «Διόνυσο» σουβλάκια (εγώ έπαιρνα το «μεξικάνικο» με το μπόλικο κόκκινο πιπέρι), εξοχικό και φριγαδέλι σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Και μετά παγωτό Δωδώνη δίπλα, όπου έφαγα την πρώτη μου βάφλα! Όταν μεγάλωσα, έδινα ραντεβουδάκια στο «Αλλοτινό» για να μην αργήσω να γυρίσω σπίτι.
Άλλαξε πολύ η γειτονιά μου. Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, γύρω στο ’90, ήρθαν πολλοί μετανάστες από τα Βαλκάνια και τις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Πρώτοι-πρώτοι οι πολύ καλοστεκούμενοι από την Αλβανία. Καθόμουν μια μέρα στην πλατεία με ένα φίλο χορευτή που είχε έρθει μικρό παιδί από την Αλβανία και μας πλησίασε ένα Αφρικανός για να μας πουλήσει CD. Θυμάμαι το σχόλιό του καθώς απομακρυνόταν: «Δεν μπορώ πια αυτούς τους ξένους». Τέτοιες τοποθετήσεις μου κέντριζαν πάντα το ενδιαφέρον.
Εκτός από την Πολιτική, το ενδιαφέρον μου κέντριζε πάντα και η Φωτογραφία, ως τέχνη, ως μνήμη, ως συλλεκτικό αντικείμενο. Ο συνειρμός αυτός ήταν αναμενόμενος, καθώς πλησίαζα στην Τήνου, στο πανέμορφο νεοκλασικό που έδρευε η ιστορική Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία (ΕΦΕ) μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Δεν είχα προσέξει ποτέ όμως στο νούμερο 43, Τήνου και Κυκλάδων, την έπαυλη με την καμπυλωτή γωνία και στο 57, το κατακόκκινο και καλοδιατηρημένο νεοκλασικό του μεσοπολέμου.
Φτάνοντας στην Κεφαλληνίας, ξύπνησαν πολλές μνήμες -κυρίως του ουρανίσκου. Θυμάμαι την ταβέρνα του Καρακατσάνη με τα υπέροχα ντολμαδάκια. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, βρήκα αναφορές για το μουσακά της στη «Νέα Ελληνική Κουζίνα» και στη «Γεύση της Μνήμης». Από την κάτω μεριά της Πατησίων, υπήρχε το “Croissant” -νομίζω λεγόταν- από όπου κάθε πρωί μύριζαν τα κρουασάν με κακάο. Από τη γωνία, που ήταν το ανθοπωλείο «Μαμάης», αγοράζαμε ανθοδέσμες για τις επισκέψεις και τα καλέσματα και γενικώς από εκεί γύρω αγοράζαμε ό,τι χρειαζόμασταν, μιας και τα είχε όλα η γειτονιά μας. Πηγαίναμε στα θέατρα και τα σινεμά κάθε Σαββατοκύριακο: Μπρόντγουαιη, Αελλώ στην Πατησιών και Κεφαλληνίας… Πιο μετά άνοιξε και το Zara και γινόταν πανζουρλισμός κάθε μέρα. Πιο μεγάλη, είχα κάνει μια Πρωτοχρονιά στο “Au Revoir”. Η Κεφαλληνίας εκτός από επίκεντρο όλων των αγορών και της νυχτερινής μας ζωής, ήταν ο δρόμος που μας γύριζε σπίτι από κάποια μακρινή βόλτα μας με το αυτοκίνητο. Σηματοδοτούσε λοιπόν, πάντα το τέλος της βόλτας. Στη συμβολή των οδών Κεφαλληνίας και Κόμνα Τράκα τελείωσε και μια σχέση -τώρα που το σκέφτομαι.
Από την Κεφαλληνίας στη Φωκίωνος Νέγρη: τα πρώτα χρόνια της νιότης
Ανεβαίνοντας την Κεφαλληνίας, στη συμβολή με την Κυκλάδων στεγάζεται η «θεατρική Εταιρεία Πράξη» και η «Νέα Σκηνή», που ήταν η καπνοβιομηχανία Καπερνάρου. Απέναντι, βρίσκεται το θέατρο Τόπος Αλλού – Αερόπλοιο, που το επισκέφτηκα πρόσφατα με αφορμή ένα παιδικό πάρτι. Το οίκημα αυτό στέγασε στο παρελθόν ταβέρνα, ζαχαροπλαστείο, τσαγκαράδικο και σχολείο. Στη γωνία Κεφαλληνίας και Κυψέλης βρίσκεται το Λύκειο που ονειρευόμουν να πάω. Το όμορφο κτίριό του, στέγασε την Ιταλική Σχολή Καλογραιών, στην Κατοχή ήταν νοσοκομείο των κατοχικών δυνάμεων και το 1945 έγινε Νοσοκομείο της «Βασιλικής Αεροπορίας». Μπορεί να μη φοίτησα ποτέ σε αυτό το σχολείο, αλλά έκανα φίλους από εκεί κι έζησα λίγο τις ιστορίες του.
Περπάτησα την Κυκλάδων. Στο 28, ένα πανέμορφο νεοκλασικό. Μετά πήρα την Σποράδων. Στο νούμερο 41, ακόμα μια όμορφη έπαυλη με επιρροές art nouveau. Κι έτσι έφτασα στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης. Το κτίριο χτίστηκε το 1935 και είχε πολλή ζωή μέχρι τη δεκαετία του 1980 που ξεφύτρωσαν τα σούπερ μάρκετ. Το 2005 συζητήθηκε η κατεδάφισή της αλλά τελικά κηρύχτηκε διατηρητέο, που περιμένει την αναβίωσή του! Στη μπυραρία που στεγαζόταν στη γωνία του κτιρίου, δούλεψα σερβιτόρα ως φοιτήτρια. Θυμήθηκα εκείνο το βράδυ, που αναμεταδιδόταν ένας σημαντικός αγώνας του Παναθηναϊκού και δεν είχαμε κόσμο. Πίναμε μαύρες μπίρες με τον ιδιοκτήτη από το βαρέλι, περιμένοντας να περάσει η ώρα και να κλείσουμε. Όταν τέλειωσε ο αγώνας, ήρθε μια παρέα. Παραπάτησα από το πολύ αλκοόλ και τους έφερα όλο το δίσκο στο κεφάλι!
Περπάτησα για ώρα στη Φωκίωνος Νέγρη. Μπορώ να πω με ασφάλεια ότι εκεί γνώρισα τον κόσμο όλο! Τα παιδικά μου χρόνια, ο κόσμος τελείωνε στην «αράχνη» -που λέγαμε μικροί. Αυτό σήμαινε φαγητό στον Παεζάνο με τη μαϊμού ή στη «Θράκα», ή λίγο μεγαλύτερη κι αν άφηναν οι γονείς στα Goody’s, μετά καφέ για τους γονείς και πάστα σοκολατίνα για εμάς, στου «Φλόκα» ακριβώς απέναντι, και μια περατζάδα μέχρι την «αράχνη», όπου παίζαμε για λίγο σκαρφαλώνοντας στα σίδερα. Θυμάμαι από μικρή να θαυμάζω τις δύο μακρόστενες και «διαγώνιες» πολυκατοικίες στη Φωκίωνος Νέγρη και Επτανήσου (η πολυκατοικία «Κανάκη» στο νούμερο 21 και η πολυκατοικία «Λαναρά» -μάλλον από τη γνωστή οικογένεια επιχειρηματιών της κλωστοϋφαντουργίας- στο νούμερο 23).
Αργότερα, ο «Φλόκας» έγινε Flocafe κι άρχισε να σερβίρει παγωτό σε πιάτο όλο το χρόνο. Η πάστα σοκολατίνα αντικαταστάθηκε από τις πιο «μοντέρνες» Black Venus και Black Forest (το ότι μας δινόταν η δυνατότητα να τρώμε παγωτό όλο το χρόνο δεν μπορώ να το ξεχάσω). Μετακόμισαν και οι μεγάλες αλυσίδες στη γειτονιά μας: KFC, Haagen Dazs, Pizza Hut… Έγιναν πολλές οι επιλογές, και σήμερα η Φωκίωνος Νέγρη σε πείσμα των καιρών, της «προαστιοποίησης των Αθηναίων» και της μετανάστευσης διατηρεί ένα πολύ καλό επίπεδο κόσμου, αλλά και μεγάλη ποικιλία εστιατορίων, καφέ και ζαχαροπλαστείων με προσωπικότητα για όλα τα γούστα. Έχουν εμφανιστεί πολλά καφέ με ναργιλέ, αυθεντικά ή μη, μαζί με αυτά και η καινούρια μυρωδιά του καπνού με άρωμα συνήθως μήλο.
Η «άνω» Φωκίωνος και η Κυψέλη «πέρα» από την Φωκίωνος σήμαινε τα πάντα για την εφηβεία και την ενηλικίωσή μου. Το ροκάδικο «Όναρ», το «Σπιτικό», η μπυραρία της Δημοτικής Αγοράς, το σουβλατζίδικο «Κάτι Άλλο» με τα υπέροχα καλαμάκια κοτόπουλο στη Σποράδων, η πλατεία με τα αγάλματα-σκύλους όπου ξενυχτούσαμε….
Κατέβηκα την Τενέδου. Είχα ένα φίλο που έμενε εκεί, δίπλα από τον κινηματογράφο «Στέλλα». Το όνομά του σινεμά -διαβάζω- είναι εμπνευσμένο από την ταινία με τη γνωστή ατάκα «Στέλλα κρατάω μαχαίρι». Εγώ πάντα κλειστό τον θυμάμαι. Στη συμβολή με την Επτανήσου, στο νούμερο 26 και πιο κάτω στο 21Β και το 9 τρία κομψά κτίρια. Το τελευταίο στέγασε για πολλά χρόνια το παράρτημα Πατησίων του Γαλλικού Ινστιτούτου. Κάνω μια παράκαμψη να δω και ένα ακόμα του 1920 -με επιρροές από το γαλλικό εκλεκτικισμό- στο 54 της Επτανήσου και Μηθύμνης.
Από την Ίμβρου στην Κύπρου και την Αγίας Ζώνης: τα όρια της δικής μου Κυψέλης
Κάθε φορά που περπατώ στην Ίμβρου, θυμάμαι την Ίμβρο την ίδια ελλείψει άλλης εικόνας από την ομώνυμη οδό! Αυτή τη φορά όμως, παρατήρησα ότι η Ίμβρου είναι ένας από τους πιο ωραίους δρόμους της Κυψέλης! Εντυπωσιακά νεοκλασικά στη σειρά που πνίγονται στα δέντρα και στο βάθος, πέρα από την Πατησίων, να δύει ο ήλιος. «Κλείνουμε» λέει το χαρτί στην πόρτα της αντικερί στη γωνία.
Άρχισα να κατεβαίνω από τη Λέλας Καραγιάννη και θυμήθηκα τα όμορφα χειμωνιάτικα πρωινά που, ως φοιτήτρια, έκανα ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών σε μια συμπαθέστατη καθηγήτρια στη Μεγίστης και συγκινήθηκα. Κατεβαίνοντας προς την Πατησίων, ακόμα μια όμορφη σειρά από επιβλητικά νεοκλασικά και μετά η κατάληψη-θρύλος της Λέλας Καραγιάννη στο νούμερο 37 και Δροσοπούλου γωνία. Η έπαυλη κατοικήθηκε -διαβάζω- μέχρι το 1960 από τη Μαρία Μεταξάτου, η οποία κληροδότησε το οίκημα στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Μετσόβιο και την Ανωτάτη Σχολή καλών Τεχνών με σκοπό να λειτουργήσει ως φοιτητική εστία άπορων φοιτητών από τα Ιόνια νησιά και κυρίως από τον τόπο καταγωγής της, την Κεφαλλονιά. Το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε και μια ομάδα φοιτητών το 1988 προχώρησε στην κατάληψή του, η οποία θεωρείται η μακροβιότερη κατάληψη στην Αθήνα. Ο φίκος, δε που έχει στην αυλή του είναι ο μεγαλύτερος στην Ελλάδα. Μου φάνηκε άδειο και παρατημένο ακόμα και από τους καταληψίες.
Το πιο απόκρυφο μυστικό της Κυψέλης είναι -νομίζω- η πλατεία Π.Ε.Α.Ν. (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων-αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στην Κατοχή). Γύρω από τη μικρή πλατεία, στη Θάσου 3 βρίσκεται ένα αρχιτεκτονικά ενδιαφέρον σπίτι με τετραγωνισμένα έρκερ και στο 16 μια όμορφη εκλεκτιστική κατοικία. Στη γωνία βρισκόταν παλιά το jazz μπαράκι, Verve (που μετακόμισε στου Ψυρρή). Εκεί κάπου στην Κελαινούς, κρύβεται κι ένα δικό μου μυστικό.
Σε αυτή τη βόλτα ανακάλυψα την οδό Πόρου. Ποτέ δεν την είχα περπατήσει. Πανέμορφος δρόμος. Και τι όμορφο σπίτι στο 17! Λίγο παρακάτω, ένας καλλιτέχνης έχει το εργαστήριό του μέσα σε ένα «ροζ-θα-το-έλεγα» νεοκλασικό και παραδίδει μαθήματα για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Αρχίζει να νυχτώνει και κάνω μεταβολή. Στη Νάξου, περνώ μπροστά από το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Άννας και βγαίνω στην Αγία Ζώνη και το Άσυλο Ανιάτων, την πάλαι ποτέ Έπαυλη Μάλκολμ. Η Έπαυλη είναι έργο του Κλεάνθη και του Σάουμπερτ και κτίστηκε το 1831-2 για λογαριασμό του Βρετανού Ναυάρχου Μάλκολμ, ο οποίος -παρεμπιπτόντως- ήταν ο πρώτος που έφερε αυτοκίνητο «στας Αθήνας». Μετά από αυτόν, κατοικήθηκε κυρίως από πρέσβεις και από τη Δούκισσα της Πλακεντίας, αλλά και από τον ιστορικό Σπύρο Τρικούπη. Ο γιός του, Χαρίλαος Τρικούπης, την πούλησε σε ένα λογοτέχνη με το όνομα Ροδοκανάκης. Το 1902 νοικιάστηκε από το Σύλλογο Κυριών «Η καλή προαίρεσις» για να στεγάσει το Άσυλο Ανιάτων και το 1905 αγοράστηκε από τον εν λόγω σύλλογο με φιλανθρωπίες.
Δεν μου έχει δοθεί η ευκαιρία να δω το εσωτερικό του και πρόσφατα, διαβάζοντας το βιβλίο της Ευτυχίας Γιαννάκη «Στο πίσω κάθισμα» θυμήθηκα αυτή μου την παράλειψη. Η πόρτα ήταν κλειστή. Πάντως κι απ’ έξω καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για μια πραγματική όαση στην Κυψέλη. Θυμήθηκα το Σταύρο, που συναντούσαμε στο αναπηρικό του καροτσάκι έξω από το Άσυλο και του πηγαίναμε σοκολάτες. Θυμήθηκα τα βράδια στην πλατεία της Αγίας Ζώνης και στους Μερακλήδες. Θυμήθηκα τη Λέρου, το μικρό στενό που μου άλλαξε τη ζωή (και ως στενό και ως νησί).
Μέχρι εδώ ήταν τα όρια της δικής μου Κυψέλης. Ήθελα να πάω κάπου οικεία να ξαποστάσω και να τσιμπήσω κάτι. Στο δρόμο συνάντησα το αγαπημένο μαγαζί της μητέρας μου, το Liasso. Στη βόλτα μας, πάντα κάναμε μια στάση για να περιεργαστεί τη βιτρίνα και να υπολογίσει πώς θα καταφέρει να αγοράσει εκείνο το σεκρετέρ με το φωτιστικό. Κι έτσι έφτασα στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, γιατί μόνο με τα ωραία μπιφτέκια της Μαίρης και με μια κρύα μπύρα μπορούσε να τελειώσει ένα τέτοιο βράδυ!
Κι ένα ερώτημα που θα μείνει αναπάντητο: Γιατί όλες οι οδοί της Κυψέλης έχουν ονόματα από νησιά;
Κείμενο / φωτογραφίες: Ελένη Φωτίου
Οι διευθύνσεις τους ήταν γνωστές, δρόμοι που συχνά-πυκνά περπατούσα, αλλά ποτέ δεν τα είχα προσέξει»
Γεννήθηκα και έζησα στην Κυψέλη από τα χρόνια που δεν θυμάται ο νους μέχρι τα χρόνια της ωρίμανσης.
Η Κυψέλη έντυσε με τις εικόνες της τις παιδικές και εφηβικές μου αναμνήσεις, τις πρώτες συνειδητές φιλίες, το πρώτο φιλί, την πρώτη μου δουλειά, αγωνίες και διαφωνίες της νιότης. Τόσα χρόνια και δεν είχα περπατήσει με το κεφάλι ψηλά…
Αφορμή ήταν όταν έπεσε στα χέρια μου η μελέτη της εκπαιδευτικού Μαριάνθης Μπέλλα «Η ζωντανή αστική αρχιτεκτονική της Κυψέλης» (την οποία μπορείτε να δείτε εδώ). Έβλεπα στις σελίδες περίτεχνα μπαλκόνια, χρωματιστά αστικά σπίτια της εποχής του Μεσοπολέμου κι αναρωτιόμουν πού να βρίσκονται και πώς να είναι σήμερα. Οι διευθύνσεις τους ήταν γνωστές, δρόμοι που συχνά-πυκνά περπατούσα, αλλά ποτέ δεν τα είχα προσέξει.
Η βόλτα το φθινοπωρινό απόγευμα ήταν μια απόλαυση. Τα σχολεία δεν είχαν ανοίξει ακόμα και πολλοί εκδρομείς δεν είχαν επιστρέψει στο κλεινόν άστυ. Οι κενές θέσεις στάθμευσης και οι άδειοι δρόμοι μου έκαναν χώρο να θαυμάσω ολόκληρα τα σπίτια και να περπατήσω κοιτώντας ψηλά, χωρίς να αγχώνομαι για τα διερχόμενα οχήματα. Νεοκλασικές και εκλεκτιστικές επαύλεις με κομψά μπαλκόνια, κεραμοσκεπές με ακροκέραμα και έρκερ («τζούμπαλι» ήξερα ότι λέγονταν οι εξώστες στα ρωμέικα σπίτια στην Πόλη και τη Σμύρνη)… Μπλεκόταν ο φωτογραφικός φακός στο πράσινο, θέαμα απρόσμενο! Μύριζε έντονα το γιασεμί… [Φαίνεται, πέραν του λιγότερου καυσαερίου, η όσφρηση βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με την όραση. Όταν βλέπει το μάτι συνειδητά, είναι σε θέση το μυαλό να αντιληφθεί το υπαρκτό με όλες του τις αισθήσεις. Σάμπως τα γιασεμιά δεν υπήρχαν τόσα χρόνια…]
Το ίδιο και οι επαύλεις. Το σίγουρο είναι ότι έστεκαν εδώ πολύ πριν γεννηθώ εγώ και η γενιά μου. Χτίστηκαν -διαβάζω- στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ως κατοικίες της εύπορης μεσαίας και ανώτερης τάξης, καθιστώντας την Κυψέλη (από την πλατεία Αμερικής-που τότε ονομαζόταν πλατεία Αγάμων- μέχρι και τις παρυφές της Φωκίωνος Νέγρη που τότε μετατράπηκε από ρέμα σε πεζόδρομο) ανερχόμενη συνοικία της μπουρζουαζίας και κέντρο της νυχτερινής ζωής. Στα βόρεια της συνοικίας ήταν εγκατεστημένα χαμηλότερου εισοδήματος κοινωνικά στρώματα και είχαν λαχανόκηπους και περιβόλια. Μέχρι και το 1980 η Κυψέλη αποτελούσε κέντρο της αστικής τάξης και της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας. Μετά άρχισε να αλλάζει παράλληλα με την αλλαγή που συντελούταν στο πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο στην Ελλάδα. Οι αστοί μετακινήθηκαν στα προάστια, η αξία των ακινήτων έπεσε και άρχισαν να εγκαθίστανται μετανάστες από τις νέες χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, που προέκυψαν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ιδιαίτερα μετά το 2000, η Πατησίων από την «καλύτερη αγορά της Αθήνας» έγινε ένας δρόμος σκοτεινός, με ερειπωμένα μαγαζιά και με απλωμένες πραμάτειες στα πεζοδρόμια.
Από την Τροίας στην Ιθάκης: σαν το ταξίδι του Οδυσσέα
Κατέβηκα από το τρόλεϊ στη στάση Αγγελοπούλου, Πιπίνου και Πατησίων γωνία, εκεί που περίμενα κάθε πρωί το σχολικό λεωφορείο για 14 χρόνια. Θυμήθηκα τα χειμωνιάτικα πρωινά με τα ωραία χρώματα, που μοιραζόμουν τη νύστα και τη γκρίνια με τη Μαριάντζελα. Είχε στην οδό Πιπίνου ένα ψιλικατζίδικο και μπορεί να παίρναμε κάτι. Ενίοτε μας έμπαινε η «πονηρή σκέψη» της κοπάνας, η οποία σβηνόταν μόλις πλησίαζε το σχολικό.
Στη γωνία Τροίας και Πατησίων, σε ένα όμορφο νεοκλασικό, ήταν ένα πολυκατάστημα καλλυντικών. Το πρώτο που είχα μπει στη ζωή μου. Περπάτησα στην Τροίας για λίγο: στο νούμερο 30, βρίσκεται μια πολυκατοικία του μεσοπολέμου. Οικοδομήθηκε -διαβάζω- από τον αρχιτέκτονα (Λαζαρίδη) που σχεδίασε το Άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Φτάνοντας στη Δροσοπούλου, το βλέμμα μου τραβάει ένα ρημάδι νεοκλασικό που περιμένει να αγοραστεί, να βρεθούν οι κληρονόμοι, να γίνει κάτι, τέλος πάντων, για να ομορφύνει κι αυτό.
Στη συμβολή Επτανήσου και Άνδρου, βρίσκονται άλλα δύο εγκαταλειμμένα κομψοτεχνήματα της αρχιτεκτονικής: Στο νούμερο 18, το αριστοκρατικό ερείπιο ήταν το πρώτο κτίριο του Κολλεγίου Αθηνών, ενώ ακριβώς δίπλα βρίσκεται η γνωστή ως οικία Ζαρίφη, που οι πρώτες της ιδιοκτήτες ανήκαν κατά πάσα πιθανότητα στο γνωστό σόι των Ζαρίφηδων εμπόρων από την Κωνσταντινούπολη. Διαβάζω ότι η οικία χρησιμοποιήθηκε ως το Παλλάδιο Λύκειο-Φιλίππου Δούκα, ότι τη δεκαετία του ’80 φιλοξένησε ρεμπετάδικο και ότι φέτος, μετά από 40 χρόνια ερημιάς, θα φιλοξενηθεί η έκθεση «Άγνωστοι προορισμοί» του Κώστα Πράπογλου.
Βγαίνω ξανά στη Δροσοπούλου. Στο 29 βρίσκεται ένα υπέροχο μεσοπολεμικό κτίριο με πιο μοντέρνα έρκερ. Λίγο πιο κάτω, Δροσοπούλου και Ιθάκης ένα πιο περίτεχνο νεοκλασικό. Η Δροσοπούλου έχει εξελιχθεί σε δρόμο με πολλές αντιθέσεις. Καπνισμένες από το καυσαέριο πολυκατοικίες στέκουν δίπλα σε νεοκλασικά. Διαμερίσματα με απλωμένη μπουγάδα γειτονεύουν με μπαλκόνια και εξώστες με φροντισμένες κεραμικές γλάστρες. Παραδοσιακά καφενεία δίπλα-δίπλα με καφενεία μεταναστών. Καφέ Ethiopia λέει η ταμπέλα. Λίγο πιο κάτω, γωνία με Κεφαλληνίας, μου αγόραζαν παιδικά παπούτσια και από τη Cinderella, τις σχολικές ποδιές και τις φόρμες για το σχολείο.
Από την Ιθάκης στην Κεφαλληνίας: στην καρδιά της γειτονιάς μου
Στην Ιθάκης μεγάλωσα. Καταιγισμός χρονικά ασυνάρτητων εικόνων σε κάθε μου βήμα. Απέναντι από το πατρικό μου, υπάρχει ακόμα ένα ροζ παλ νεοκλασικό με εσωτερική ταράτσα! Ώρες περνούσα στο μπαλκόνι μου να φαντάζομαι πώς μπορεί να είναι το εσωτερικό του. Μια φορά, η φαντασία μου είχε οργιάσει τόσο, που νόμιζα πως άκουσα πλατσουρίσματα, ότι έχει δηλαδή πισίνα. Από το νούμερο 31 της Ιθάκης, όπου έμενε ο Οδυσσέας Ελύτης τα χρόνια της Κατοχής, έβγαινε κάθε πρωί ένα κοριτσάκι που πήγαινε στο σχολείο μου, αλλά ποτέ δε γίναμε φίλες. Κοντά στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στον τελευταίο όροφο ενός νεοκλασικού έκανα μαθήματα αργεντίνικου τάνγκο. Στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, τρώγαμε με τους γονείς μου στις «Νοστιμιές της Μαίρης» ή στο «Διόνυσο» σουβλάκια (εγώ έπαιρνα το «μεξικάνικο» με το μπόλικο κόκκινο πιπέρι), εξοχικό και φριγαδέλι σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Και μετά παγωτό Δωδώνη δίπλα, όπου έφαγα την πρώτη μου βάφλα! Όταν μεγάλωσα, έδινα ραντεβουδάκια στο «Αλλοτινό» για να μην αργήσω να γυρίσω σπίτι.
Άλλαξε πολύ η γειτονιά μου. Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, γύρω στο ’90, ήρθαν πολλοί μετανάστες από τα Βαλκάνια και τις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Πρώτοι-πρώτοι οι πολύ καλοστεκούμενοι από την Αλβανία. Καθόμουν μια μέρα στην πλατεία με ένα φίλο χορευτή που είχε έρθει μικρό παιδί από την Αλβανία και μας πλησίασε ένα Αφρικανός για να μας πουλήσει CD. Θυμάμαι το σχόλιό του καθώς απομακρυνόταν: «Δεν μπορώ πια αυτούς τους ξένους». Τέτοιες τοποθετήσεις μου κέντριζαν πάντα το ενδιαφέρον.
Εκτός από την Πολιτική, το ενδιαφέρον μου κέντριζε πάντα και η Φωτογραφία, ως τέχνη, ως μνήμη, ως συλλεκτικό αντικείμενο. Ο συνειρμός αυτός ήταν αναμενόμενος, καθώς πλησίαζα στην Τήνου, στο πανέμορφο νεοκλασικό που έδρευε η ιστορική Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία (ΕΦΕ) μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Δεν είχα προσέξει ποτέ όμως στο νούμερο 43, Τήνου και Κυκλάδων, την έπαυλη με την καμπυλωτή γωνία και στο 57, το κατακόκκινο και καλοδιατηρημένο νεοκλασικό του μεσοπολέμου.
Φτάνοντας στην Κεφαλληνίας, ξύπνησαν πολλές μνήμες -κυρίως του ουρανίσκου. Θυμάμαι την ταβέρνα του Καρακατσάνη με τα υπέροχα ντολμαδάκια. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, βρήκα αναφορές για το μουσακά της στη «Νέα Ελληνική Κουζίνα» και στη «Γεύση της Μνήμης». Από την κάτω μεριά της Πατησίων, υπήρχε το “Croissant” -νομίζω λεγόταν- από όπου κάθε πρωί μύριζαν τα κρουασάν με κακάο. Από τη γωνία, που ήταν το ανθοπωλείο «Μαμάης», αγοράζαμε ανθοδέσμες για τις επισκέψεις και τα καλέσματα και γενικώς από εκεί γύρω αγοράζαμε ό,τι χρειαζόμασταν, μιας και τα είχε όλα η γειτονιά μας. Πηγαίναμε στα θέατρα και τα σινεμά κάθε Σαββατοκύριακο: Μπρόντγουαιη, Αελλώ στην Πατησιών και Κεφαλληνίας… Πιο μετά άνοιξε και το Zara και γινόταν πανζουρλισμός κάθε μέρα. Πιο μεγάλη, είχα κάνει μια Πρωτοχρονιά στο “Au Revoir”. Η Κεφαλληνίας εκτός από επίκεντρο όλων των αγορών και της νυχτερινής μας ζωής, ήταν ο δρόμος που μας γύριζε σπίτι από κάποια μακρινή βόλτα μας με το αυτοκίνητο. Σηματοδοτούσε λοιπόν, πάντα το τέλος της βόλτας. Στη συμβολή των οδών Κεφαλληνίας και Κόμνα Τράκα τελείωσε και μια σχέση -τώρα που το σκέφτομαι.
Από την Κεφαλληνίας στη Φωκίωνος Νέγρη: τα πρώτα χρόνια της νιότης
Ανεβαίνοντας την Κεφαλληνίας, στη συμβολή με την Κυκλάδων στεγάζεται η «θεατρική Εταιρεία Πράξη» και η «Νέα Σκηνή», που ήταν η καπνοβιομηχανία Καπερνάρου. Απέναντι, βρίσκεται το θέατρο Τόπος Αλλού – Αερόπλοιο, που το επισκέφτηκα πρόσφατα με αφορμή ένα παιδικό πάρτι. Το οίκημα αυτό στέγασε στο παρελθόν ταβέρνα, ζαχαροπλαστείο, τσαγκαράδικο και σχολείο. Στη γωνία Κεφαλληνίας και Κυψέλης βρίσκεται το Λύκειο που ονειρευόμουν να πάω. Το όμορφο κτίριό του, στέγασε την Ιταλική Σχολή Καλογραιών, στην Κατοχή ήταν νοσοκομείο των κατοχικών δυνάμεων και το 1945 έγινε Νοσοκομείο της «Βασιλικής Αεροπορίας». Μπορεί να μη φοίτησα ποτέ σε αυτό το σχολείο, αλλά έκανα φίλους από εκεί κι έζησα λίγο τις ιστορίες του.
Περπάτησα την Κυκλάδων. Στο 28, ένα πανέμορφο νεοκλασικό. Μετά πήρα την Σποράδων. Στο νούμερο 41, ακόμα μια όμορφη έπαυλη με επιρροές art nouveau. Κι έτσι έφτασα στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης. Το κτίριο χτίστηκε το 1935 και είχε πολλή ζωή μέχρι τη δεκαετία του 1980 που ξεφύτρωσαν τα σούπερ μάρκετ. Το 2005 συζητήθηκε η κατεδάφισή της αλλά τελικά κηρύχτηκε διατηρητέο, που περιμένει την αναβίωσή του! Στη μπυραρία που στεγαζόταν στη γωνία του κτιρίου, δούλεψα σερβιτόρα ως φοιτήτρια. Θυμήθηκα εκείνο το βράδυ, που αναμεταδιδόταν ένας σημαντικός αγώνας του Παναθηναϊκού και δεν είχαμε κόσμο. Πίναμε μαύρες μπίρες με τον ιδιοκτήτη από το βαρέλι, περιμένοντας να περάσει η ώρα και να κλείσουμε. Όταν τέλειωσε ο αγώνας, ήρθε μια παρέα. Παραπάτησα από το πολύ αλκοόλ και τους έφερα όλο το δίσκο στο κεφάλι!
Περπάτησα για ώρα στη Φωκίωνος Νέγρη. Μπορώ να πω με ασφάλεια ότι εκεί γνώρισα τον κόσμο όλο! Τα παιδικά μου χρόνια, ο κόσμος τελείωνε στην «αράχνη» -που λέγαμε μικροί. Αυτό σήμαινε φαγητό στον Παεζάνο με τη μαϊμού ή στη «Θράκα», ή λίγο μεγαλύτερη κι αν άφηναν οι γονείς στα Goody’s, μετά καφέ για τους γονείς και πάστα σοκολατίνα για εμάς, στου «Φλόκα» ακριβώς απέναντι, και μια περατζάδα μέχρι την «αράχνη», όπου παίζαμε για λίγο σκαρφαλώνοντας στα σίδερα. Θυμάμαι από μικρή να θαυμάζω τις δύο μακρόστενες και «διαγώνιες» πολυκατοικίες στη Φωκίωνος Νέγρη και Επτανήσου (η πολυκατοικία «Κανάκη» στο νούμερο 21 και η πολυκατοικία «Λαναρά» -μάλλον από τη γνωστή οικογένεια επιχειρηματιών της κλωστοϋφαντουργίας- στο νούμερο 23).
Αργότερα, ο «Φλόκας» έγινε Flocafe κι άρχισε να σερβίρει παγωτό σε πιάτο όλο το χρόνο. Η πάστα σοκολατίνα αντικαταστάθηκε από τις πιο «μοντέρνες» Black Venus και Black Forest (το ότι μας δινόταν η δυνατότητα να τρώμε παγωτό όλο το χρόνο δεν μπορώ να το ξεχάσω). Μετακόμισαν και οι μεγάλες αλυσίδες στη γειτονιά μας: KFC, Haagen Dazs, Pizza Hut… Έγιναν πολλές οι επιλογές, και σήμερα η Φωκίωνος Νέγρη σε πείσμα των καιρών, της «προαστιοποίησης των Αθηναίων» και της μετανάστευσης διατηρεί ένα πολύ καλό επίπεδο κόσμου, αλλά και μεγάλη ποικιλία εστιατορίων, καφέ και ζαχαροπλαστείων με προσωπικότητα για όλα τα γούστα. Έχουν εμφανιστεί πολλά καφέ με ναργιλέ, αυθεντικά ή μη, μαζί με αυτά και η καινούρια μυρωδιά του καπνού με άρωμα συνήθως μήλο.
Η «άνω» Φωκίωνος και η Κυψέλη «πέρα» από την Φωκίωνος σήμαινε τα πάντα για την εφηβεία και την ενηλικίωσή μου. Το ροκάδικο «Όναρ», το «Σπιτικό», η μπυραρία της Δημοτικής Αγοράς, το σουβλατζίδικο «Κάτι Άλλο» με τα υπέροχα καλαμάκια κοτόπουλο στη Σποράδων, η πλατεία με τα αγάλματα-σκύλους όπου ξενυχτούσαμε….
Κατέβηκα την Τενέδου. Είχα ένα φίλο που έμενε εκεί, δίπλα από τον κινηματογράφο «Στέλλα». Το όνομά του σινεμά -διαβάζω- είναι εμπνευσμένο από την ταινία με τη γνωστή ατάκα «Στέλλα κρατάω μαχαίρι». Εγώ πάντα κλειστό τον θυμάμαι. Στη συμβολή με την Επτανήσου, στο νούμερο 26 και πιο κάτω στο 21Β και το 9 τρία κομψά κτίρια. Το τελευταίο στέγασε για πολλά χρόνια το παράρτημα Πατησίων του Γαλλικού Ινστιτούτου. Κάνω μια παράκαμψη να δω και ένα ακόμα του 1920 -με επιρροές από το γαλλικό εκλεκτικισμό- στο 54 της Επτανήσου και Μηθύμνης.
Από την Ίμβρου στην Κύπρου και την Αγίας Ζώνης: τα όρια της δικής μου Κυψέλης
Κάθε φορά που περπατώ στην Ίμβρου, θυμάμαι την Ίμβρο την ίδια ελλείψει άλλης εικόνας από την ομώνυμη οδό! Αυτή τη φορά όμως, παρατήρησα ότι η Ίμβρου είναι ένας από τους πιο ωραίους δρόμους της Κυψέλης! Εντυπωσιακά νεοκλασικά στη σειρά που πνίγονται στα δέντρα και στο βάθος, πέρα από την Πατησίων, να δύει ο ήλιος. «Κλείνουμε» λέει το χαρτί στην πόρτα της αντικερί στη γωνία.
Άρχισα να κατεβαίνω από τη Λέλας Καραγιάννη και θυμήθηκα τα όμορφα χειμωνιάτικα πρωινά που, ως φοιτήτρια, έκανα ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών σε μια συμπαθέστατη καθηγήτρια στη Μεγίστης και συγκινήθηκα. Κατεβαίνοντας προς την Πατησίων, ακόμα μια όμορφη σειρά από επιβλητικά νεοκλασικά και μετά η κατάληψη-θρύλος της Λέλας Καραγιάννη στο νούμερο 37 και Δροσοπούλου γωνία. Η έπαυλη κατοικήθηκε -διαβάζω- μέχρι το 1960 από τη Μαρία Μεταξάτου, η οποία κληροδότησε το οίκημα στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Μετσόβιο και την Ανωτάτη Σχολή καλών Τεχνών με σκοπό να λειτουργήσει ως φοιτητική εστία άπορων φοιτητών από τα Ιόνια νησιά και κυρίως από τον τόπο καταγωγής της, την Κεφαλλονιά. Το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε και μια ομάδα φοιτητών το 1988 προχώρησε στην κατάληψή του, η οποία θεωρείται η μακροβιότερη κατάληψη στην Αθήνα. Ο φίκος, δε που έχει στην αυλή του είναι ο μεγαλύτερος στην Ελλάδα. Μου φάνηκε άδειο και παρατημένο ακόμα και από τους καταληψίες.
Το πιο απόκρυφο μυστικό της Κυψέλης είναι -νομίζω- η πλατεία Π.Ε.Α.Ν. (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων-αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στην Κατοχή). Γύρω από τη μικρή πλατεία, στη Θάσου 3 βρίσκεται ένα αρχιτεκτονικά ενδιαφέρον σπίτι με τετραγωνισμένα έρκερ και στο 16 μια όμορφη εκλεκτιστική κατοικία. Στη γωνία βρισκόταν παλιά το jazz μπαράκι, Verve (που μετακόμισε στου Ψυρρή). Εκεί κάπου στην Κελαινούς, κρύβεται κι ένα δικό μου μυστικό.
Σε αυτή τη βόλτα ανακάλυψα την οδό Πόρου. Ποτέ δεν την είχα περπατήσει. Πανέμορφος δρόμος. Και τι όμορφο σπίτι στο 17! Λίγο παρακάτω, ένας καλλιτέχνης έχει το εργαστήριό του μέσα σε ένα «ροζ-θα-το-έλεγα» νεοκλασικό και παραδίδει μαθήματα για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Αρχίζει να νυχτώνει και κάνω μεταβολή. Στη Νάξου, περνώ μπροστά από το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Άννας και βγαίνω στην Αγία Ζώνη και το Άσυλο Ανιάτων, την πάλαι ποτέ Έπαυλη Μάλκολμ. Η Έπαυλη είναι έργο του Κλεάνθη και του Σάουμπερτ και κτίστηκε το 1831-2 για λογαριασμό του Βρετανού Ναυάρχου Μάλκολμ, ο οποίος -παρεμπιπτόντως- ήταν ο πρώτος που έφερε αυτοκίνητο «στας Αθήνας». Μετά από αυτόν, κατοικήθηκε κυρίως από πρέσβεις και από τη Δούκισσα της Πλακεντίας, αλλά και από τον ιστορικό Σπύρο Τρικούπη. Ο γιός του, Χαρίλαος Τρικούπης, την πούλησε σε ένα λογοτέχνη με το όνομα Ροδοκανάκης. Το 1902 νοικιάστηκε από το Σύλλογο Κυριών «Η καλή προαίρεσις» για να στεγάσει το Άσυλο Ανιάτων και το 1905 αγοράστηκε από τον εν λόγω σύλλογο με φιλανθρωπίες.
Δεν μου έχει δοθεί η ευκαιρία να δω το εσωτερικό του και πρόσφατα, διαβάζοντας το βιβλίο της Ευτυχίας Γιαννάκη «Στο πίσω κάθισμα» θυμήθηκα αυτή μου την παράλειψη. Η πόρτα ήταν κλειστή. Πάντως κι απ’ έξω καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για μια πραγματική όαση στην Κυψέλη. Θυμήθηκα το Σταύρο, που συναντούσαμε στο αναπηρικό του καροτσάκι έξω από το Άσυλο και του πηγαίναμε σοκολάτες. Θυμήθηκα τα βράδια στην πλατεία της Αγίας Ζώνης και στους Μερακλήδες. Θυμήθηκα τη Λέρου, το μικρό στενό που μου άλλαξε τη ζωή (και ως στενό και ως νησί).
Μέχρι εδώ ήταν τα όρια της δικής μου Κυψέλης. Ήθελα να πάω κάπου οικεία να ξαποστάσω και να τσιμπήσω κάτι. Στο δρόμο συνάντησα το αγαπημένο μαγαζί της μητέρας μου, το Liasso. Στη βόλτα μας, πάντα κάναμε μια στάση για να περιεργαστεί τη βιτρίνα και να υπολογίσει πώς θα καταφέρει να αγοράσει εκείνο το σεκρετέρ με το φωτιστικό. Κι έτσι έφτασα στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, γιατί μόνο με τα ωραία μπιφτέκια της Μαίρης και με μια κρύα μπύρα μπορούσε να τελειώσει ένα τέτοιο βράδυ!
Κι ένα ερώτημα που θα μείνει αναπάντητο: Γιατί όλες οι οδοί της Κυψέλης έχουν ονόματα από νησιά;
Κείμενο / φωτογραφίες: Ελένη Φωτίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου