Του Παύλος Σαρώφ
Και επειδή η Ελλάδα ποτέ δε πεθαίνει, ο καναπές μας θα ξεχαρβαλωθεί, θυμηθήκαμε μια επιστολή Βορειοηπειρώτη (περιγράφεται σε ένα δίσκο των άγαμων θυτών του 1993) που είναι πάντα επίκαιρη
Αγαπητέ αδερφέ, πάνε τόσες μέρες που είμαι φευγάτος από τη Κορυτσά και δε βρήκα λίγο χαρτί και ένα μολύβι για να σε γράψω. Αφού πέρασα έρπην τα σύνορα μαζί με άλλους πέντε, βρήκαμε
ένα ταξιτζή και του δώσαμε όλες τις οικονομίες που κάναμε τριάντα χρόνια κι’ αυτός μας πήγε στη λίμνη της Καστοριάς. Μόλις είδαμε τη λίμνη, αυτός είπε. Εδώ είναι Ομόνοια, κατεβείτε. Και μείς κατεβήκαμε και απορούσαμε πως χωράνε τέσσερα εκατομμύρια ανθρώποι μέσα σε χίλια σπίτια. Τελικά όμως μετά από εφτά μέρες ποδαρόδρομο, βρήκαμε την Αθήνα. Ωραία χώρα η Ελλάδα αλλά λίγο σκοτεινή το βράδι. Ειδικά άμα έχουν αυτό το παράξενο έθιμο που το λένε απεργία. Είναι σα το ραμαζάνι πούχουν οι μουσουλμάνοι, εκεί στην Αλβανία πάνω σε μας. Όταν τόχουν αυτό γεμίζουν κάτι μαύρες πλαστικές σακούλες που βρωμάνε και τις πετάν στο δρόμο, στοίβες. Δε ξέρω άμα γεμίζει ο δρόμος τι κάνουν, αν τις μαζεύουν ή αν αλλάζουν χωριό. Έχουν και κάτι μεγάλα μαγαζιά που γράφουν απ’ έξω τράπεζα, κείναι μέσα γεμάτα λεφτά… εκατομμύρια αλλά είναι κλειστά και κανένας δε πάει να τα πάρει. Χορτάτοι άνθρωποι… όπως εμείς Αλβανία έχουμε ποδήλατα, ετούτοι έχουν αυτοκίνητα και προσπαθεί ο ένας να χτυπήσει τον άλλο. Έχουν κάτι λάμπες στο δρόμο που όταν έχει πράσινο, περνούν κανονικά, πορτοκαλί πατάνε γκάζι και με κόκκινο φεύγουν σα βολίδα. Ίσως γι’ αυτό να σημαδεύουν τους πεζούς τόσο καλά. Τρεις μέρες φοβήθηκα ν’ αλλάξω πεζοδρόμιο… τώρα όμως έμαθα και τους ξεφεύγω. Ίσως γι’ αυτό να νευριάζουν και να με δείχνουν τα πέντε δάχτυλα, μπορεί όμως και να με χαιρετάνε. Δεν είμαι σίγουρος. Κανένας δε δουλεύει εδώ αδερφέ… κι’ όποιος πάει να δουλέψει βγαίνουν κάποιοι με κράνη και ρόπαλα και δέρνουν, δέρνουν, δέρνουν. Βάρβαρο πράμα… τουλάχιστον εκεί σε μας σε σκοτώνουν μια και καλή… Αδερφέ, άμα δε βγάζεις τα γράμματα είναι γιατί τρέμω απ’ τη πείνα, και δώ η πείνα είναι χειρότερη από Αλβανία, γιατί εκεί ούτε φαγητά βλέπεις, ούτε κανέναν να τρώει. Εδώ όμως με πήγαν σ’ ένα μεγάλο μπακάλικο, που το λένε στα ελληνικά πριζτουνίκ και λιποθύμησα τρεις φορές μέσα, αλλά μετά συνήθισα και να σε πω και την αμαρτία μου, έκλεψα και μια κονσέρβα. Τέτοιο ωραίο πράμα δεν έχω ξαναφάει… είχε και φωτογραφία, ένα σκυλί απ’ έξω… αλλά τι με νοιάζει εμένα, εγώ το φχαριστήθηκα. Μόλις χόρτασα όμως, σκέφτηκα ότι αυτό που έφαγα, ήταν σκυλί και θυμήθηκα το δικό μας το βεληγκέκα κι’ άρχισα να κλαίω, λες να είναι τόσο νόστιμος κι’ ο βεληγκέκας μας και να μη το ξέρω; Εδώ όμως μου φαίνεται αδερφέ ότι οι ανθρώποι είναι πιο πεινασμένοι από μας… όλη την ημέρα ψωνίζουν τόνους από φαγητά λες κι’ έχουν να φάνε από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο… και μετά το βράδι πάνε σε κάτι μαγαζιά και πίνουνε, και κάτι ανθρώποι που κρατάν μικρόφωνα ουρλιάζουν σαν τον βεληγκέκα μας όταν τον δέρνεις, κι’ αυτοί από κάτ’ προσπαθούν να τους πετύχουν με ότι πιάτα τους περίσσεψαν από το φαγητό… Αυτός ο ελληνικός καπιταλισμός… μυστήριο πράμα. Θυμάσαι αδερφέ που πριν μερικά χρόνια, συλλάβαν τη γιαγιά έξω απ’ το καφενείο, επειδή είπε ότι εκτός απ’ το σοσιαλισμό, υπάρχει και η μοναξιά… να τη φιλήσεις σταυρωτά και να την πεις να μη στεναχωριέται… γιατί, και στον σοσιαλισμό… και στον καπιταλισμό… η μοναξιά παντού ίδια είναι…
ένα ταξιτζή και του δώσαμε όλες τις οικονομίες που κάναμε τριάντα χρόνια κι’ αυτός μας πήγε στη λίμνη της Καστοριάς. Μόλις είδαμε τη λίμνη, αυτός είπε. Εδώ είναι Ομόνοια, κατεβείτε. Και μείς κατεβήκαμε και απορούσαμε πως χωράνε τέσσερα εκατομμύρια ανθρώποι μέσα σε χίλια σπίτια. Τελικά όμως μετά από εφτά μέρες ποδαρόδρομο, βρήκαμε την Αθήνα. Ωραία χώρα η Ελλάδα αλλά λίγο σκοτεινή το βράδι. Ειδικά άμα έχουν αυτό το παράξενο έθιμο που το λένε απεργία. Είναι σα το ραμαζάνι πούχουν οι μουσουλμάνοι, εκεί στην Αλβανία πάνω σε μας. Όταν τόχουν αυτό γεμίζουν κάτι μαύρες πλαστικές σακούλες που βρωμάνε και τις πετάν στο δρόμο, στοίβες. Δε ξέρω άμα γεμίζει ο δρόμος τι κάνουν, αν τις μαζεύουν ή αν αλλάζουν χωριό. Έχουν και κάτι μεγάλα μαγαζιά που γράφουν απ’ έξω τράπεζα, κείναι μέσα γεμάτα λεφτά… εκατομμύρια αλλά είναι κλειστά και κανένας δε πάει να τα πάρει. Χορτάτοι άνθρωποι… όπως εμείς Αλβανία έχουμε ποδήλατα, ετούτοι έχουν αυτοκίνητα και προσπαθεί ο ένας να χτυπήσει τον άλλο. Έχουν κάτι λάμπες στο δρόμο που όταν έχει πράσινο, περνούν κανονικά, πορτοκαλί πατάνε γκάζι και με κόκκινο φεύγουν σα βολίδα. Ίσως γι’ αυτό να σημαδεύουν τους πεζούς τόσο καλά. Τρεις μέρες φοβήθηκα ν’ αλλάξω πεζοδρόμιο… τώρα όμως έμαθα και τους ξεφεύγω. Ίσως γι’ αυτό να νευριάζουν και να με δείχνουν τα πέντε δάχτυλα, μπορεί όμως και να με χαιρετάνε. Δεν είμαι σίγουρος. Κανένας δε δουλεύει εδώ αδερφέ… κι’ όποιος πάει να δουλέψει βγαίνουν κάποιοι με κράνη και ρόπαλα και δέρνουν, δέρνουν, δέρνουν. Βάρβαρο πράμα… τουλάχιστον εκεί σε μας σε σκοτώνουν μια και καλή… Αδερφέ, άμα δε βγάζεις τα γράμματα είναι γιατί τρέμω απ’ τη πείνα, και δώ η πείνα είναι χειρότερη από Αλβανία, γιατί εκεί ούτε φαγητά βλέπεις, ούτε κανέναν να τρώει. Εδώ όμως με πήγαν σ’ ένα μεγάλο μπακάλικο, που το λένε στα ελληνικά πριζτουνίκ και λιποθύμησα τρεις φορές μέσα, αλλά μετά συνήθισα και να σε πω και την αμαρτία μου, έκλεψα και μια κονσέρβα. Τέτοιο ωραίο πράμα δεν έχω ξαναφάει… είχε και φωτογραφία, ένα σκυλί απ’ έξω… αλλά τι με νοιάζει εμένα, εγώ το φχαριστήθηκα. Μόλις χόρτασα όμως, σκέφτηκα ότι αυτό που έφαγα, ήταν σκυλί και θυμήθηκα το δικό μας το βεληγκέκα κι’ άρχισα να κλαίω, λες να είναι τόσο νόστιμος κι’ ο βεληγκέκας μας και να μη το ξέρω; Εδώ όμως μου φαίνεται αδερφέ ότι οι ανθρώποι είναι πιο πεινασμένοι από μας… όλη την ημέρα ψωνίζουν τόνους από φαγητά λες κι’ έχουν να φάνε από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο… και μετά το βράδι πάνε σε κάτι μαγαζιά και πίνουνε, και κάτι ανθρώποι που κρατάν μικρόφωνα ουρλιάζουν σαν τον βεληγκέκα μας όταν τον δέρνεις, κι’ αυτοί από κάτ’ προσπαθούν να τους πετύχουν με ότι πιάτα τους περίσσεψαν από το φαγητό… Αυτός ο ελληνικός καπιταλισμός… μυστήριο πράμα. Θυμάσαι αδερφέ που πριν μερικά χρόνια, συλλάβαν τη γιαγιά έξω απ’ το καφενείο, επειδή είπε ότι εκτός απ’ το σοσιαλισμό, υπάρχει και η μοναξιά… να τη φιλήσεις σταυρωτά και να την πεις να μη στεναχωριέται… γιατί, και στον σοσιαλισμό… και στον καπιταλισμό… η μοναξιά παντού ίδια είναι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου