Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Εικόνες ανθρωπιάς αλλά και ασέβειας στην οδό Σταδίου

Δύο στιγμιότυπα, μια καθημερινή του 1927, που σίγουρα μας βάζουν σε σκέψεις.
Η Μικρασιατική καταστροφή, και η ξαφνική παρουσία χιλιάδων προσφύγων επηρέασε,
όπως ήταν φυσικό, σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική ζωή της Αθήνας. Η ανηλεής εκμετάλλευση των άτυχων συμπατριωτών μας από πάμπολλους κακούς επαγγελματίες, ξενοδόχους, μπακάληδες κ.α. δημιούργησε μια νέα τάξη νεόπλουτων που επέβαλε με την δύναμη του πλούτου του νέα ήθη και έθιμα στην πρωτεύουσα, παντελώς άγνωστα μέχρι τότε.
Ο αναγνώστης θα πρέπει να δει πίσω από το χρονογράφημα που ακολουθεί μια μικρή επαλήθευση της πιο πάνω διαπίστωσης.
«Εις την οδόν Σταδίου χθες οι περιπατηταί απήλαυσαν θέαμα σπανιώτερον ίσως από το θέαμα ένος κομήτου, όπως ο κομήτης του Χάλλεϋ.
Από την πλατείαν του Συντάγματος κατέβαινε προς τα κάτω ένας νέος, τριαντάρης ίσως, αρκετά κομψός, αρκετά καλοντυμένος, με την μητέρα του, επαρχιώτισσαν προφανώς, με μαντήλι εις το κεφάλι, γρηούλαν σαστισμένην και συμπαθητικήν. Δια να περάσουν σώοι και αβλαβείς από το πεζοδρόμιον της οδού Σταδίου, εν ω διασταυρούνται τα τραμ, τ’ αυτοκίνητα και αι άμαξαι, ο νέος επήρε από το χέρι την μητέρα του και την διεκπεραίωσε με προσοχήν απέναντι.
Αλλά όταν έφθασαν πλέον εις την ασφάλειαν του πεζοδρομίου, ο νέος εξέχασεν η εθεώρησε περιττόν να αφήση την μητέρα του, και εξηκολούθησε να την κρατή από το χεράκι, το γεροντικόν χεράκι, και έτσι χειροκρατούμενοι κατέβαιναν την οδό Σταδίου. Εις την μορφήν του νέου ήτο χυμένη η τρυφερότης και εις την φυσιογνωμίαν της γρηούλας η υπερηφάνεια. Ο νέος επεριμάζευε το βήμα του δια να τον φθάνη η γρηούλα και εκείνη συχνά εσταματούσε δια να ιδή της βιτρίνες και να ζητήση εξηγήσεις και λεπτομερείας.
Οι διαβάται εσταματούσαν να ιδούν το θέαμα εκείνο, το σπάνιο της στοργής. Κάποιος εχαιρέτησεν τον νέον και εκείνος ανταποδίδων τον χαιρετισμόν έδειξε την γρηούλαν και είπε:
-Είνε η μητέρα μου. Ήρθε χθες από το χωριό μας να με ιδή. Και τώρα της δείχνω τας Αθήνας !

Ταυτοχρόνως από το άλλον πεζοδρόμιον εγένετο μια σκηνή εντελώς αντίθετος. Μία κόρη, κορίτσι του λαού, αλλά με περιβολήν πριγκηπίσσης των Δολλαρίων, εβάδιζεν εμπρός, και μια μητέρα με καπελλίνον, κάπως παραμελημένη όμως, κάπως ξεβαμμένη, στεγνή δε και διπλωμένη εις δύο, έτρεχεν από πίσω. Η κόρη επροσπαθούσε να τηρήση τόσην απόστασιν από την γραίαν, ώστε η μάννα να φαίνεται ξένη. Εις την γωνίαν ένας διαβάτης εχαιρέτισεν την κόρην. Η μάννα επλησίασε περιέργως.
-Ποιος ήτανε αυτός; Ηρώτησε.
-Είνε περιττόν να μάθης, απήντησεν η κόρη και ήνοιξε βήματα δια ν’ απομακρυνθή.»
Και ο ρεπόρτερ της εφημερίδας «Αθηναϊκή» καταλήγει γεμάτος σκεπτικισμό. «Όσο συχνά είνε σήμερον η εικών των κοριτσιών που προσπαθούν ν’ αφήσουν ως ξένην και άγνωστον από πίσω την μητέρα των, τόσο σπάνιος είνε ο νέος που κρατεί από το χεράκι την δικήν του μάννα.»
Κάτι αλλάζει προφανώς στην κοινωνική ζωή της Παλιάς Αθήνας, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 30. Τα νεαρά κορίτσια διεκδικούν ένα άλλο, πιο απελευθερωμένο από παραδοσιακές-συντηρητικές αξίες, τρόπο ζωής. Είναι η δική τους επανάσταση, το δικό τους ξέσπασμα, με ότι αυτό συνεπάγεται. Και οι μεγαλύτεροι σταυροκοπιούνται ψιθυρίζοντας «αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι …. »

Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας (FB: Σιταράς Θωμάς)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου