Ήταν Μάιος πριν από τριάντα πέντε χρόνια όταν ο άνθρωπος που έφυγε από τον ΕΛΑ για
να ιδρύσει την Αντιτρομοκρατική Πάλη σωριάζεται νεκρός αφού πρώτα «παίρνει» μαζί του τρεις αστυνομικούς Τίποτε δεν έδειχνε ικανό να διακόψει την απογευματινή ραστώνη των κατοίκων στην οδό Αμφίκλειας στου Γκύζη, εκείνη την Κυριακή το απόγευμα. Το ημερολόγιο έδειχνε 12 Μαίου του 1985 όταν οι αστυνομικοί που περνούσαν εντοπίζουν μια πράσινη μοτοσικλέτα Yamaha enduro, η οποία μετά από έλεγχο αποδεικνύεται ότι φέρει πλαστές πινακίδες και είχε κλαπεί από το Γαλάτσι στις 23 Απριλίου. Από εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα ξεκινάει η παρακολούθηση του οχήματος σε 24ωρη βάση από αστυνομικούς με πολιτικά μέσε σε συμβατικό αυτοκίνητο της Κρατικής Ασφάλειας.
Μέχρι την ερχόμενη Τετάρτη 15 του μήνα, η παρακολούθηση δεν αποδίδει καρπούς και το απόγευμα της ίδιας ημέρας η απογευματινή βάρδια προσπαθεί να βρει τρόπους να σκοτώσει την ώρα της, πενήντα μέτρα μακριά από την μηχανή. Αυτό, μέχρι την στιγμή που δύο νεαροί άνδρες γύρω στα 30, πλησιάζουν την Yamaha και ξεκλειδώνουν το λουκέτο της, χωρίς να ελέγξουν προσεχτικά τον δρόμο. Ο ένας είναι ο Χρήστος Τσουτσουβής παλιό στέλεχος του Ε.Λ.Α. και ιδρυτής της Αντικρατικής Πάλης, ενώ ο άλλος παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα στις διωκτικές αρχές. Όταν το αυτοκίνητο της αστυνομίας φρενάρει σε απόσταση αναπνοής και δύο αστυνομικοί βγαίνουν έξω με προτεταμένα όπλα, ο Τσουτσουβής και ο σύντροφός του δεν τα χάνουν. Το ματωμένο χρονικό στου Γκύζη μόλις έχει αρχίσει…
Αγνώστων στοιχείων
Οι δύο τρομοκράτες βγάζουν πιστόλια και πυροβολούν κατά των αστυνομικών που ανταποδίδουν τα πυρά μέσα σε ένα πανδαιμόνιο που διαρκεί λίγα λεπτά. Όταν τελειώνουν όλα ο αστυνομικός Βασίλης Μπούρας που οδηγούσε το αυτοκίνητο είναι νεκρός ενώ οι άλλοι δύο, ο Γιώργος Δουγένης και ο Γιώργος Γεωργίου μεταφέρονται βαριά τραυματισμένοι στον Ευαγγελισμό. Αμφότεροι θα υποκύψουν στα τραύματά τους, ενώ ο Τσουτσουβής θα σωριαστεί νεκρός με τρεις σφαίρες εν αντιθέσει με τον σύντροφό του που θα καταφέρει να ξεφύγει.
Μόνο που κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο νεκρός που φορούσε κοντομάνικο καρό πουκάμισο, τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια, ο οποίος διακομίζεται από έναν κάτοικο της περιοχής στον Ευαγγελισμό. Οι αστυνομικοί που φτάνουν ένα τέταρτο μετά την συμπλοκή, πληροφορούνται για την διακομιδή και όταν ελέγχουν τα πράγματα του νεκρού, δεν βρίσκουν τίποτε. Δεν κουβαλούσε ταυτότητα πάνω του και τα δαχτυλικά του αποτυπώματα δεν χρησιμεύουν στην αναγνώριση του, αφού δεν ήταν σεσημασμένος και δεν είχε συλληφθεί ποτέ.
Στις 17 Μαΐου η φωτογραφία του νεκρού δημοσιοποιείται στις εφημερίδες με ένα κείμενο που παραπέμπει σε μικρή αγγελία το οποίο αφού περιγράφει λιτά τα γεγονότα στην οδό Αμφίκλειας ζητάει από όποιον γνωρίζει ή έχει πληροφορίες για τον εικονιζόμενο να επικοινωνήσει με την Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Η συγκεκριμένη φωτογραφία που παίζει και σε όλα τα δελτία ειδήσεων των κρατικών καναλιών συγκλονίζει τους γονείς του Χρήστου Τσουτσουβή στο χωριό Άγιος Βασίλειος της Κορινθίας, που αναγνωρίζουν τον γιο τους. Αυτόν που είχαν να δουν πάνω από τέσσερα χρόνια, αυτόν που τους έπαιρνε μόνο τηλέφωνο για να τους πει ότι είναι καλά, ότι δουλεύει στην Αυστρία και πληρώνεται πολύ καλά, αυτόν που όλο έλεγε ότι θα πάει να τους δει και τελικά δεν τους είδε ποτέ.
Ο ήσυχος τρομοκράτης
Γεννημένος σε ένα μικρό χωριουδάκι του Νομού Κορινθίας, ο Χρήστος Τσουτσουβής μεγάλωσε πιθανόν ασφυκτιώντας στο στενό περιβάλλον και τα περιθώρια της ελληνικής περιφέρειας. Η φυγή του για σπουδές στο Γκρατς της Αυστρίας κατά την διάρκεια της επταετίας θα του δώσει την αφορμή να μάθει πολλά για το αντάρτικο πόλης, αφού εκπαιδεύεται άγνωστο που στην χρήση των όπλων και εντάσσεται στο ΠΑΚ. Είναι φανατικός πολέμιος της Χούντας και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα θα είναι για μια και μοναδική φορά εκλογικός αντιπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ στις πρώτες εκλογές μετά την πτώση της Χούντας. Λίγο καιρό μετά αποστασιοποιείται πλήρως από το κόμμα και εισέρχεται στις τάξεις του Ε.Λ.Α. μαζί με τον Χρήστο Κασσίμη, αποφασισμένος για όλα.
Τον Οκτώβριο του 1977 οι δυο τους επιχειρούν να τοποθετήσουν βόμβες στο εργοστάσιο της γερμανικής εταιρίας ΑΕG που λειτουργούσε στην περιοχή του Ρέντη κοντά στη λαχαναγορά, ως αντίποινα για τον θάνατο τριών μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης RAF ή Baader-Meinfoff κατ’ άλλους. Γίνονται αντιληπτοί από αστυνομικούς και στην μάχη που ακολουθεί ο Κασσίμης τραυματίζεται βαριά στο κεφάλι, ο Τσουτσουβής διαφεύγει και δύο αστυνομικοί τραυματίζονται. Δυο χρόνια αργότερα μαζί με άλλο ένα άτομο περιμένει υπομονετικά τον αστυνόμο Πέτρο Μπάμπαλη-εκ των αρχιβασανιστών της Χούντας-να κατέβει για να παρκάρει το αυτοκίνητό του, στο υπόγειο γκαράζ της κατοικίας του. Είναι βράδυ, 31 Ιανουαρίου του 1979 λίγο μετά τις εννιά και μισή όταν ο Μπάμπαλης κατεβαίνει για να μπει στο αυτοκίνητό του, χωρίς να έχει πλεόιν αστυνομική συνοδεία, η οποία του είχε αφαιρεθεί δυο μέρες πριν από το Υπουργείο. Ο Τσουτσουβής και ο «σύντροφος» του πλησιάζουν αθόρυβα από πίσω του και τον πυροβολούν οχτώ φορές με 45άρια πιστόλια, αφήνοντας τον νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Ένα χρόνο μετά αποχωρεί από τον Ε.Λ.Α. λόγω ιδεολογικών και επιχειρησιακών διαφωνιών και όπως γράφτηκε στις εφημερίδες χρόνια μετά ιδρύει μαζί με άλλα δέκα άτομα την Αντικρατική Πάλη. Την 1η Απριλίου του 1985 ο εισαγγελέας Γιώργος Θεοφανόπουλος επιστρέφει στο σπίτι του στην Καλλιθέα, μετά από μια συνηθισμένη μέρα στην δουλειά. Δεν αντιλαμβάνεται ότι οι δύο νεαροί που τον περιμένουν λίγα μέτρα πιο μακριά από το νούμερο 160 της οδού Λυκούργου, του έχουν στήσει καρτέρι θανάτου. Θα δεχθεί τρεις σφαίρες από 45άρι και θα πέσει νεκρός, αφήνοντας πίσω του δυο ανήλικα αγόρια και την σύζυγό του, ενώ οι δράστες εξαφανίζονται με την μοτοσικλέτα μέσα στα στενά της Καλλιθέας. Ενάμιση μήνα μετά ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν θα σταθεί τυχερός στην νέα του «συνάντηση» με αστυνομικούς και στην περίφημη συμπλοκή στου Γκύζη. Η μοιραία σφαίρα που πέτυχε την καρδιά του, έδωσε τέλος στην ματωμένη του διαδρομή, αυτή που ξεκίνησε οχτώ χρόνια πριν, ένα βράδυ του Οκτώβρη στου Ρέντη.
να ιδρύσει την Αντιτρομοκρατική Πάλη σωριάζεται νεκρός αφού πρώτα «παίρνει» μαζί του τρεις αστυνομικούς Τίποτε δεν έδειχνε ικανό να διακόψει την απογευματινή ραστώνη των κατοίκων στην οδό Αμφίκλειας στου Γκύζη, εκείνη την Κυριακή το απόγευμα. Το ημερολόγιο έδειχνε 12 Μαίου του 1985 όταν οι αστυνομικοί που περνούσαν εντοπίζουν μια πράσινη μοτοσικλέτα Yamaha enduro, η οποία μετά από έλεγχο αποδεικνύεται ότι φέρει πλαστές πινακίδες και είχε κλαπεί από το Γαλάτσι στις 23 Απριλίου. Από εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα ξεκινάει η παρακολούθηση του οχήματος σε 24ωρη βάση από αστυνομικούς με πολιτικά μέσε σε συμβατικό αυτοκίνητο της Κρατικής Ασφάλειας.
Μέχρι την ερχόμενη Τετάρτη 15 του μήνα, η παρακολούθηση δεν αποδίδει καρπούς και το απόγευμα της ίδιας ημέρας η απογευματινή βάρδια προσπαθεί να βρει τρόπους να σκοτώσει την ώρα της, πενήντα μέτρα μακριά από την μηχανή. Αυτό, μέχρι την στιγμή που δύο νεαροί άνδρες γύρω στα 30, πλησιάζουν την Yamaha και ξεκλειδώνουν το λουκέτο της, χωρίς να ελέγξουν προσεχτικά τον δρόμο. Ο ένας είναι ο Χρήστος Τσουτσουβής παλιό στέλεχος του Ε.Λ.Α. και ιδρυτής της Αντικρατικής Πάλης, ενώ ο άλλος παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα στις διωκτικές αρχές. Όταν το αυτοκίνητο της αστυνομίας φρενάρει σε απόσταση αναπνοής και δύο αστυνομικοί βγαίνουν έξω με προτεταμένα όπλα, ο Τσουτσουβής και ο σύντροφός του δεν τα χάνουν. Το ματωμένο χρονικό στου Γκύζη μόλις έχει αρχίσει…
Αγνώστων στοιχείων
Οι δύο τρομοκράτες βγάζουν πιστόλια και πυροβολούν κατά των αστυνομικών που ανταποδίδουν τα πυρά μέσα σε ένα πανδαιμόνιο που διαρκεί λίγα λεπτά. Όταν τελειώνουν όλα ο αστυνομικός Βασίλης Μπούρας που οδηγούσε το αυτοκίνητο είναι νεκρός ενώ οι άλλοι δύο, ο Γιώργος Δουγένης και ο Γιώργος Γεωργίου μεταφέρονται βαριά τραυματισμένοι στον Ευαγγελισμό. Αμφότεροι θα υποκύψουν στα τραύματά τους, ενώ ο Τσουτσουβής θα σωριαστεί νεκρός με τρεις σφαίρες εν αντιθέσει με τον σύντροφό του που θα καταφέρει να ξεφύγει.
Μόνο που κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο νεκρός που φορούσε κοντομάνικο καρό πουκάμισο, τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια, ο οποίος διακομίζεται από έναν κάτοικο της περιοχής στον Ευαγγελισμό. Οι αστυνομικοί που φτάνουν ένα τέταρτο μετά την συμπλοκή, πληροφορούνται για την διακομιδή και όταν ελέγχουν τα πράγματα του νεκρού, δεν βρίσκουν τίποτε. Δεν κουβαλούσε ταυτότητα πάνω του και τα δαχτυλικά του αποτυπώματα δεν χρησιμεύουν στην αναγνώριση του, αφού δεν ήταν σεσημασμένος και δεν είχε συλληφθεί ποτέ.
Στις 17 Μαΐου η φωτογραφία του νεκρού δημοσιοποιείται στις εφημερίδες με ένα κείμενο που παραπέμπει σε μικρή αγγελία το οποίο αφού περιγράφει λιτά τα γεγονότα στην οδό Αμφίκλειας ζητάει από όποιον γνωρίζει ή έχει πληροφορίες για τον εικονιζόμενο να επικοινωνήσει με την Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Η συγκεκριμένη φωτογραφία που παίζει και σε όλα τα δελτία ειδήσεων των κρατικών καναλιών συγκλονίζει τους γονείς του Χρήστου Τσουτσουβή στο χωριό Άγιος Βασίλειος της Κορινθίας, που αναγνωρίζουν τον γιο τους. Αυτόν που είχαν να δουν πάνω από τέσσερα χρόνια, αυτόν που τους έπαιρνε μόνο τηλέφωνο για να τους πει ότι είναι καλά, ότι δουλεύει στην Αυστρία και πληρώνεται πολύ καλά, αυτόν που όλο έλεγε ότι θα πάει να τους δει και τελικά δεν τους είδε ποτέ.
Ο ήσυχος τρομοκράτης
Γεννημένος σε ένα μικρό χωριουδάκι του Νομού Κορινθίας, ο Χρήστος Τσουτσουβής μεγάλωσε πιθανόν ασφυκτιώντας στο στενό περιβάλλον και τα περιθώρια της ελληνικής περιφέρειας. Η φυγή του για σπουδές στο Γκρατς της Αυστρίας κατά την διάρκεια της επταετίας θα του δώσει την αφορμή να μάθει πολλά για το αντάρτικο πόλης, αφού εκπαιδεύεται άγνωστο που στην χρήση των όπλων και εντάσσεται στο ΠΑΚ. Είναι φανατικός πολέμιος της Χούντας και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα θα είναι για μια και μοναδική φορά εκλογικός αντιπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ στις πρώτες εκλογές μετά την πτώση της Χούντας. Λίγο καιρό μετά αποστασιοποιείται πλήρως από το κόμμα και εισέρχεται στις τάξεις του Ε.Λ.Α. μαζί με τον Χρήστο Κασσίμη, αποφασισμένος για όλα.
Τον Οκτώβριο του 1977 οι δυο τους επιχειρούν να τοποθετήσουν βόμβες στο εργοστάσιο της γερμανικής εταιρίας ΑΕG που λειτουργούσε στην περιοχή του Ρέντη κοντά στη λαχαναγορά, ως αντίποινα για τον θάνατο τριών μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης RAF ή Baader-Meinfoff κατ’ άλλους. Γίνονται αντιληπτοί από αστυνομικούς και στην μάχη που ακολουθεί ο Κασσίμης τραυματίζεται βαριά στο κεφάλι, ο Τσουτσουβής διαφεύγει και δύο αστυνομικοί τραυματίζονται. Δυο χρόνια αργότερα μαζί με άλλο ένα άτομο περιμένει υπομονετικά τον αστυνόμο Πέτρο Μπάμπαλη-εκ των αρχιβασανιστών της Χούντας-να κατέβει για να παρκάρει το αυτοκίνητό του, στο υπόγειο γκαράζ της κατοικίας του. Είναι βράδυ, 31 Ιανουαρίου του 1979 λίγο μετά τις εννιά και μισή όταν ο Μπάμπαλης κατεβαίνει για να μπει στο αυτοκίνητό του, χωρίς να έχει πλεόιν αστυνομική συνοδεία, η οποία του είχε αφαιρεθεί δυο μέρες πριν από το Υπουργείο. Ο Τσουτσουβής και ο «σύντροφος» του πλησιάζουν αθόρυβα από πίσω του και τον πυροβολούν οχτώ φορές με 45άρια πιστόλια, αφήνοντας τον νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Ένα χρόνο μετά αποχωρεί από τον Ε.Λ.Α. λόγω ιδεολογικών και επιχειρησιακών διαφωνιών και όπως γράφτηκε στις εφημερίδες χρόνια μετά ιδρύει μαζί με άλλα δέκα άτομα την Αντικρατική Πάλη. Την 1η Απριλίου του 1985 ο εισαγγελέας Γιώργος Θεοφανόπουλος επιστρέφει στο σπίτι του στην Καλλιθέα, μετά από μια συνηθισμένη μέρα στην δουλειά. Δεν αντιλαμβάνεται ότι οι δύο νεαροί που τον περιμένουν λίγα μέτρα πιο μακριά από το νούμερο 160 της οδού Λυκούργου, του έχουν στήσει καρτέρι θανάτου. Θα δεχθεί τρεις σφαίρες από 45άρι και θα πέσει νεκρός, αφήνοντας πίσω του δυο ανήλικα αγόρια και την σύζυγό του, ενώ οι δράστες εξαφανίζονται με την μοτοσικλέτα μέσα στα στενά της Καλλιθέας. Ενάμιση μήνα μετά ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν θα σταθεί τυχερός στην νέα του «συνάντηση» με αστυνομικούς και στην περίφημη συμπλοκή στου Γκύζη. Η μοιραία σφαίρα που πέτυχε την καρδιά του, έδωσε τέλος στην ματωμένη του διαδρομή, αυτή που ξεκίνησε οχτώ χρόνια πριν, ένα βράδυ του Οκτώβρη στου Ρέντη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου