Η θάλασσα έτρεφε τους Ελληνες από τα προϊστορικά χρόνια, με τους ροφούς, τις σκορπίνες και τους ζαργούς να είναι πρώτα στις προτιμήσεις τους, τα όστρακα να αποτελούν πρώτη
ύλη για τη δημιουργία κοσμημάτων και η μεταποίηση να έχει προχωρήσει ακόμη και στη δημιουργία πάστας ψαριού!
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, πολύτιμα στοιχεία για την αλιεία και τα αλιευτικά προϊόντα στο προϊστορικό Αιγαίο περιλαμβάνει η ομιλία της Δήμητρας Μυλωνά, από το Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας για την Ανατολική Κρήτη στο 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιχθυολόγων που αρχίζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη και διοργανώνεται από τον Πανελλήνιο Σύλλογο Ιχθυολόγων Δημοσίου.
Στην ιστορική επισκόπηση της κ.Μυλωνά αναφέρεται ότι η εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων χρονολογείται στην 11η χιλιετία πριν από σήμερα, στο τέλος μιας εποχής ραγδαίων περιβαλλοντικών αλλαγών και στην αρχή του Ολόκαινου.
Πολιτιστικά οι ακτές του Αιγαίου ήταν τότε ένας χώρος αραιοκατοικημένος από κοινότητες κυνηγών/τροφοσυλλεκτών και ψαράδων.
Τρεις αρχαιολογικές θέσεις, δύο σπήλαια (Φράχθι Αργολίδας και Σπήλαιο Κύκλωπα στα Γιούρα) και ένας ανοιχτός οικισμός (Μαρουλάς Κύθνου) παρέχουν πληροφορίες σχετικές με την αλιεία.
Κατά την ανασκαφή στα σπήλαια συλλέχθηκαν δεκάδες χιλιάδες ψαροκόκαλα και λέπια, χιλιάδες όστρακα αλλά και οστά από θαλάσσια θηλαστικά και ψαροπούλια.
Τα ψάρια που πιάνονταν ήταν κυρίως παράκτια, μεσαίου μεγέθους όπως ροφοί, σκορπίνες, χριστόψαρα, συναγρίδες, λυθρίνια και σαργοί.
Η ανασκαφή στο σπήλαιο του Κύκλωπα αποκάλυψε επίσης ένα τμήμα της αλιευτικής τεχνολογίας που είχε υιοθετηθεί στην εποχή αυτή. Πρόκειται για αγκίστρια δύο τύπων, φτιαγμένα από οστό και ελαφοκέρατο.
Το ενδιαφέρον, σύμφωνα με την κ.Μυλωνά, είναι ότι παρότι έπιαναν τόνους και μάλιστα μεσαίου ή μικρού μεγέθους, προτιμούσαν τα μικρότερα είδη. Την περίοδο αυτή υπάρχουν και οι πρώτες ενδείξεις για την μεταποίηση των ψαριών καθώς από ορισμένα ψάρια, όπως τα τονάκια, λείπουν τα οστά του κεφαλιού και οι πρώτοι σπόνδυλοι. 'Αλλωστε η απομάκρυνση του κεφαλιού και των εντοσθίων, που αλλοιώνονται γρήγορα, είναι παραδοσιακά μία από τις πρώτες κινήσεις στην διαδικασία μεταποίησης αυτών των ψαριών.
Από την Νεολιθική εποχή, στην 7η χιλιετία π.Χ., μετά την υιοθέτηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας ως τους βασικούς τρόπους βιοπορισμού σ' ολόκληρη την περιοχή του Ελλαδικού χώρου, η εκμετάλλευση των υδρόβιων πόρων, θαλάσσιων, λιμναίων ή ποτάμιων περιορίζεται.
Η συμβολή ψαριών και οστράκων στη διατροφή δεν ξεπερνά ποτέ αυτή των αιγοπροβάτων, των χοιρινών και των αγελάδων.
«Κατά τόπους ωστόσο, ειδικά σε περιοχές με πλούσια υδάτινα οικοσυστήματα παρατηρούμε ότι η αλιεία και η συλλογή οστράκων παρέμεινε σημαντική, και οι τεχνολογικές γνώσεις που είχαν τις ρίζες τους στην 11η χιλιετία συνέχισαν να χρησιμοποιούνται» επισημαίνει σχετικά η κ.Μυλωνά.
Ειδικά τα όστρακα Spondylus gaederopus που συλλέγονταν στις ακτές του Αιγαίου, μετατρέπονταν σε κοσμήματα - κρίκους και μέσα από ένα πολύ σύνθετο δίκτυο ανταλλαγών, κατέληξαν σε διάφορους οικισμούς της κεντρικής Ευρώπης.
Στην εποχή του Χαλκού ο μεγαλύτερος όγκος των καταναλισκόμενων ψαριών σ' ολόκληρο το Αιγαίο φαίνεται να ήταν τα μικρά παράκτια είδη. Στο νότιο Αιγαίο, οι μαρίδες και οι γόπες ήταν τα πιο κοινά είδη, με τα σπαράκια, τους χάνους, τις καλογρίτσες, τα μικρά λυθρίνια, τους σκάρους ν' ακολουθούν.
Μερικά από τα αλιευτικά σύνεργα αυτή την εποχή είναι χάλκινα αγκίστρια όλων των σχημάτων και μεγεθών, μικρά δίχτυα, πεζόβολα από τα οποία επιβιώνουν μόνο τα μολύβδινα βαρίδια και διάτρητες πέτρες που χρησίμευαν ως βάρη.
Τα όστρακα και ειδικά οι πεταλίδες και τα καβούρια, φαίνεται να καταναλώνονταν συστηματικά και κατά τόπους σε μεγάλες ποσότητες. Ωστόσο οι πίνες χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή διακοσμητικών πλακιδίων, οι τρίτωνες για την κατασκευή αγγείων μετάγγισης υγρών και οι πορφύρες, από το 1800 π.χ. περίπου, χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλες ποσότητες για την βιοτεχνικού τύπου παραγωγή πορφυρής βαφής.
Η μεταποίηση των αλιευμάτων μαρτυρείται την εποχή αυτή από το Ακρωτήρι στην Σαντορίνη όπου η ηφαιστειακή τέφρα από την έκρηξη, γύρω στα 1.650 π.Χ., διατήρησε τα ερείπια της πόλης σε άριστη κατάσταση με αποτέλεσμα να αποκαλύπτονται, κατά τις ανασκαφές, πλήθος οργανικών καταλοίπων που υπό κανονικές συνθήκες θα είχαν αποσυντεθεί με το χρόνο.
«Κατά την ανασκαφή λοιπόν στον οικισμό», τονίζει η κ.Μυλωνά, «αποκαλύφθηκε ένα μοναδικό εύρημα, ένα μικρό αγγείο που περιείχε μια πάστα ψαριού.
Πρόκειται για ένα μείγμα μικρών ψαριών, εκ των οποίων έχουν αναγνωριστεί υπολείμματα ενός μικρού σελαχιού και οστά μαρίδων ή γοπών. Η πάστα περιέχει επίσης σπόρους δημητριακών, και ενδεχομένως άλλα υλικά, που θα αποκαλυφθούν από την χημική ανάλυση.
Πρόκειται για ένα προϊόν παρόμοιο με τον γνωστό από την κλασσική και Ρωμαϊκή αρχαιότητα γάρο». Επίσης, στο ίδιο σημείο της ανασκαφής βρέθηκαν τα υπολείμματα μεγάλων αποξηραμένων συναγρίδων. Τα ψάρια είχαν ανοιχτεί, η σπονδυλική τους στήλη είχε αφαιρεθεί, είχαν πιθανόν παστωθεί και αποξηρανθεί και στην συνέχεια είχαν κρεμαστεί σε μια αρμαθιά.
ύλη για τη δημιουργία κοσμημάτων και η μεταποίηση να έχει προχωρήσει ακόμη και στη δημιουργία πάστας ψαριού!
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, πολύτιμα στοιχεία για την αλιεία και τα αλιευτικά προϊόντα στο προϊστορικό Αιγαίο περιλαμβάνει η ομιλία της Δήμητρας Μυλωνά, από το Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας για την Ανατολική Κρήτη στο 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιχθυολόγων που αρχίζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη και διοργανώνεται από τον Πανελλήνιο Σύλλογο Ιχθυολόγων Δημοσίου.
Στην ιστορική επισκόπηση της κ.Μυλωνά αναφέρεται ότι η εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων χρονολογείται στην 11η χιλιετία πριν από σήμερα, στο τέλος μιας εποχής ραγδαίων περιβαλλοντικών αλλαγών και στην αρχή του Ολόκαινου.
Πολιτιστικά οι ακτές του Αιγαίου ήταν τότε ένας χώρος αραιοκατοικημένος από κοινότητες κυνηγών/τροφοσυλλεκτών και ψαράδων.
Τρεις αρχαιολογικές θέσεις, δύο σπήλαια (Φράχθι Αργολίδας και Σπήλαιο Κύκλωπα στα Γιούρα) και ένας ανοιχτός οικισμός (Μαρουλάς Κύθνου) παρέχουν πληροφορίες σχετικές με την αλιεία.
Κατά την ανασκαφή στα σπήλαια συλλέχθηκαν δεκάδες χιλιάδες ψαροκόκαλα και λέπια, χιλιάδες όστρακα αλλά και οστά από θαλάσσια θηλαστικά και ψαροπούλια.
Τα ψάρια που πιάνονταν ήταν κυρίως παράκτια, μεσαίου μεγέθους όπως ροφοί, σκορπίνες, χριστόψαρα, συναγρίδες, λυθρίνια και σαργοί.
Η ανασκαφή στο σπήλαιο του Κύκλωπα αποκάλυψε επίσης ένα τμήμα της αλιευτικής τεχνολογίας που είχε υιοθετηθεί στην εποχή αυτή. Πρόκειται για αγκίστρια δύο τύπων, φτιαγμένα από οστό και ελαφοκέρατο.
Το ενδιαφέρον, σύμφωνα με την κ.Μυλωνά, είναι ότι παρότι έπιαναν τόνους και μάλιστα μεσαίου ή μικρού μεγέθους, προτιμούσαν τα μικρότερα είδη. Την περίοδο αυτή υπάρχουν και οι πρώτες ενδείξεις για την μεταποίηση των ψαριών καθώς από ορισμένα ψάρια, όπως τα τονάκια, λείπουν τα οστά του κεφαλιού και οι πρώτοι σπόνδυλοι. 'Αλλωστε η απομάκρυνση του κεφαλιού και των εντοσθίων, που αλλοιώνονται γρήγορα, είναι παραδοσιακά μία από τις πρώτες κινήσεις στην διαδικασία μεταποίησης αυτών των ψαριών.
Από την Νεολιθική εποχή, στην 7η χιλιετία π.Χ., μετά την υιοθέτηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας ως τους βασικούς τρόπους βιοπορισμού σ' ολόκληρη την περιοχή του Ελλαδικού χώρου, η εκμετάλλευση των υδρόβιων πόρων, θαλάσσιων, λιμναίων ή ποτάμιων περιορίζεται.
Η συμβολή ψαριών και οστράκων στη διατροφή δεν ξεπερνά ποτέ αυτή των αιγοπροβάτων, των χοιρινών και των αγελάδων.
«Κατά τόπους ωστόσο, ειδικά σε περιοχές με πλούσια υδάτινα οικοσυστήματα παρατηρούμε ότι η αλιεία και η συλλογή οστράκων παρέμεινε σημαντική, και οι τεχνολογικές γνώσεις που είχαν τις ρίζες τους στην 11η χιλιετία συνέχισαν να χρησιμοποιούνται» επισημαίνει σχετικά η κ.Μυλωνά.
Ειδικά τα όστρακα Spondylus gaederopus που συλλέγονταν στις ακτές του Αιγαίου, μετατρέπονταν σε κοσμήματα - κρίκους και μέσα από ένα πολύ σύνθετο δίκτυο ανταλλαγών, κατέληξαν σε διάφορους οικισμούς της κεντρικής Ευρώπης.
Στην εποχή του Χαλκού ο μεγαλύτερος όγκος των καταναλισκόμενων ψαριών σ' ολόκληρο το Αιγαίο φαίνεται να ήταν τα μικρά παράκτια είδη. Στο νότιο Αιγαίο, οι μαρίδες και οι γόπες ήταν τα πιο κοινά είδη, με τα σπαράκια, τους χάνους, τις καλογρίτσες, τα μικρά λυθρίνια, τους σκάρους ν' ακολουθούν.
Μερικά από τα αλιευτικά σύνεργα αυτή την εποχή είναι χάλκινα αγκίστρια όλων των σχημάτων και μεγεθών, μικρά δίχτυα, πεζόβολα από τα οποία επιβιώνουν μόνο τα μολύβδινα βαρίδια και διάτρητες πέτρες που χρησίμευαν ως βάρη.
Τα όστρακα και ειδικά οι πεταλίδες και τα καβούρια, φαίνεται να καταναλώνονταν συστηματικά και κατά τόπους σε μεγάλες ποσότητες. Ωστόσο οι πίνες χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή διακοσμητικών πλακιδίων, οι τρίτωνες για την κατασκευή αγγείων μετάγγισης υγρών και οι πορφύρες, από το 1800 π.χ. περίπου, χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλες ποσότητες για την βιοτεχνικού τύπου παραγωγή πορφυρής βαφής.
Η μεταποίηση των αλιευμάτων μαρτυρείται την εποχή αυτή από το Ακρωτήρι στην Σαντορίνη όπου η ηφαιστειακή τέφρα από την έκρηξη, γύρω στα 1.650 π.Χ., διατήρησε τα ερείπια της πόλης σε άριστη κατάσταση με αποτέλεσμα να αποκαλύπτονται, κατά τις ανασκαφές, πλήθος οργανικών καταλοίπων που υπό κανονικές συνθήκες θα είχαν αποσυντεθεί με το χρόνο.
«Κατά την ανασκαφή λοιπόν στον οικισμό», τονίζει η κ.Μυλωνά, «αποκαλύφθηκε ένα μοναδικό εύρημα, ένα μικρό αγγείο που περιείχε μια πάστα ψαριού.
Πρόκειται για ένα μείγμα μικρών ψαριών, εκ των οποίων έχουν αναγνωριστεί υπολείμματα ενός μικρού σελαχιού και οστά μαρίδων ή γοπών. Η πάστα περιέχει επίσης σπόρους δημητριακών, και ενδεχομένως άλλα υλικά, που θα αποκαλυφθούν από την χημική ανάλυση.
Πρόκειται για ένα προϊόν παρόμοιο με τον γνωστό από την κλασσική και Ρωμαϊκή αρχαιότητα γάρο». Επίσης, στο ίδιο σημείο της ανασκαφής βρέθηκαν τα υπολείμματα μεγάλων αποξηραμένων συναγρίδων. Τα ψάρια είχαν ανοιχτεί, η σπονδυλική τους στήλη είχε αφαιρεθεί, είχαν πιθανόν παστωθεί και αποξηρανθεί και στην συνέχεια είχαν κρεμαστεί σε μια αρμαθιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου