Τρίτη 30 Απριλίου 2024

«Πόρτα» από τη Δύση στον Ερντογάν πριν το τετ α τετ με Μητσοτάκη


Σε μια κίνηση που αποκαλύπτει το βαθύ ρήγμα στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, ύστερα από εβδομάδες διαπραγματεύσεων, «αναβλήθηκαν» η επίσκεψη Ερντογάν στην Ουάσινγκτον και η συνάντηση με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Μια επίσκεψη που ενώ δεν είχε ποτέ ανακοινωθεί επισήμως, προγραμματιζόταν για τις 9 Μαΐου. Ηδη από τις προηγούμενες ημέρες με μια πρώτη διαρροή σε τουρκική ιστοσελίδα είχε προαναγγελθεί η ακύρωση της συνάντησης και είχε προβληθεί μάλιστα ως άλλοθι η έγκριση από τις ΗΠΑ της νέας μεγάλης βοήθειας 27 δισ. δολαρίων προς το Ισραήλ.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διαπιστώνοντας ότι δεν μπορεί να πάρει όσα ζητούσε από τις ΗΠΑ και κυρίως ότι δεν γίνεται να περιοριστεί στο πλαίσιο της «διπλωματικής ευπρέπειας» που έθεταν οι Αμερικανοί στις τοποθετήσεις του περί Γάζας, Χαμάς και έναντι του Ισραήλ, επέλεξε να μη μεταβεί στην Ουάσινγκτον «λόγω αλλαγής προγράμματος», όπως είπε τουρκική πηγή, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο.




Εξάλλου δεν είναι μυστικό ότι ο Τούρκος ηγέτης επενδύει στην κυβερνητική αλλαγή στις ΗΠΑ, ευελπιστώντας ότι ως πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι πιο εύκολα συνεννοήσιμος παρά το γεγονός βεβαίως ότι ο τελευταίος έχει σαφώς φιλοϊσραηλινή στάση και στη δική του θητεία επιβλήθηκαν δύο φορές κυρώσεις στην Τουρκία. Στη ζυγαριά κόστους - οφέλους από μια συνάντηση με τον Μπάιντεν, για τον Τούρκο πρόεδρο μέτρησε πιο πολύ η διατήρηση της εικόνας του ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, του άτεγκτου πολέμιου της Δύσης και προστάτη των Παλαιστινίων... Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ο Ερντογάν έρχεται από μια μεγάλη πολιτική ήττα στο εσωτερικό (δημοτικές εκλογές).

Επίθεση στις ΗΠΑ

Λίγο προτού διαρρεύσει από την Αγκυρα η είδηση της αναβολής της επίσκεψης, ο Ερντογάν είχε εξαπολύσει μια πρωτοφανή επίθεση όχι μόνο στο Ισραήλ, αλλά και στη Δύση συνολικά και στις ΗΠΑ για τη στήριξη που προσφέρουν στο Ισραήλ, θέλοντας έτσι να δώσει και ιδεολογικό περιεχόμενο στη ματαίωση της πρώτης επίσκεψής του στον Λευκό Οίκο κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπάιντεν.



«Εργαζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις για να κάνουμε την Ιερουσαλήμ, την οποία φιλοδοξούσαν να κατακτήσουν οι σταυροφόροι και ο σιωνιστικός επεκτατισμός, ξανά τόπο ειρήνης για όλη την ανθρωπότητα», είπε ο Τούρκος πρόεδρος μιλώντας το απόγευμα της Παρασκευής στην 5η Διάσκεψη της Διακοινοβουλευτικής Πλατφόρμας της Ιερουσαλήμ, κατηγορώντας τις ΗΠΑ ότι αντί να ασχολούνται με τη Γενοκτονία των Αρμενίων θα πρέπει να ασχοληθούν με τη Γάζα και τη γενοκτονία που διαπράττει εκεί το Ισραήλ με την αμερικανική στήριξη.

Και προειδοποίησε: «Ο,τι κι αν κάνετε, δεν μπορείτε να αλυσοδέσετε την καρδιά ή το στόμα του Ταγίπ Ερντογάν. Δεν θα υποκύψουμε ποτέ στις απειλές και τις πιέσεις σας. Δεν είμαστε από τους πολιτικούς του γλυκού νερού που καθορίζουν τη στάση τους ανάλογα με τις συνθήκες και τον άνεμο που πνέει. Ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι φορώντας τα σάβανά μας».

Για μία ακόμη φορά μάλιστα εμφανίστηκε ως ένθερμος υποστηρικτής της Χαμάς λέγοντας απευθυνόμενος κυρίως στους Αμερικανούς: «Ας στεναχωρηθεί όποιος θέλει, θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τη Χαμάς, που υπερασπίζεται την πατρίδα τους ενάντια στους εισβολείς, ως εθνικές δυνάμεις της Παλαιστίνης».








Είχε προηγηθεί ένα έντονο διπλωματικό παρασκήνιο τις τελευταίες εβδομάδες για το πλαίσιο της συνάντησης Μπάιντεν - Ερντογάν, το οποίο σκίαζε βεβαίως ο πόλεμος της Γάζας. Η Τουρκία μετά τη σοβαρή κρίση που προκάλεσε στο ΝΑΤΟ αλλά και στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με το βέτο της στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας, θεωρούσε ότι πλέον ο Ερντογάν θα ήταν ευπρόσδεκτος στον Λευκό Οίκο, όπου θα προσερχόταν όχι απλώς ως πρόεδρος μιας συμμάχου χώρας από τις πολλές, αλλά ως ηγέτης μιας σημαντικής περιφερειακής δύναμης που διατηρεί τη στρατηγική αυτονομία της.

Οι εναγκαλισμοί του Ερντογάν με τους ηγέτες της Χαμάς προκάλεσαν αλλεργία στην Ουάσινγκτον Ουκρανία

Με την Τουρκία να εμπλέκεται ενεργά σε τρεις μεγάλες διεθνείς κρίσεις, τον πόλεμο στην Ουκρανία, στον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή, και διατηρώντας μια διακριτή αυτονομία στις κινήσεις της σε σχέση με τις συμμαχικές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, ο Ερντογάν επεδίωκε να εμφανιστεί στον Λευκό Οίκο ως «ισότιμος» του προέδρου των ΗΠΑ και να πείσει ότι οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη την Τουρκία και όχι το αντίθετο.

παρά τη σαφή αποστασιοποίηση του προέδρου Μπάιντεν από την ένταση και έκταση των ισραηλινών επιχειρήσεων εναντίον άμαχων Παλαιστινίων, η Ουάσινγκτον αντιμετωπίζει εχθρικά την προσπάθεια του Ερντογάν να εμφανιστεί ως ηγέτης των μουσουλμάνων σε μια «τζιχάντ» εναντίον του Ισραήλ και τη συχνή προσφυγή του σε ακραία αντισημιτική ρητορική.

Στο κατεστημένο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου διατηρείται πάντοτε η στρατηγική πρόσδεσης της Τουρκίας στη Δύση, αλλά η στάση του Ερντογάν στο θέμα των σχέσεων με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, οι ευθείες κατηγορίες ότι και οι ΗΠΑ ευθύνονται για τη «γενοκτονία» στη Γάζα, οι εκβιασμοί στο θέμα της Σουηδίας που βραχυκύκλωσαν επί σχεδόν δύο χρόνια τη Συμμαχία, οι προσπάθειες αμφισβήτησης και ανατροπής των Συμφωνιών του Αβραάμ και η διεκδίκηση από την Τουρκία αυτόνομου περιφερειακού ρόλου που δεν είναι συμβατός πάντοτε με τις επιδιώξεις της Δύσης έχουν δημιουργήσει ένα εντελώς αρνητικό κλίμα τόσο στα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ όσο και σε ισχυρά κέντρα λήψης αποφάσεων.

Ο Τούρκος ηγέτης κατάλαβε ότι οι Αμερικανοί καθόλου δεν έχουν πρόθεση να αλλάξουν στάση σε ό,τι αφορά τη στήριξη που προσφέρουν στους πιο στενούς συμμάχους τους στην περιοχή της Συρίας, το κουρδικό YPG, το οποίο η Τουρκία θεωρεί τρομοκρατική οργάνωση και παρακλάδι του PKK. Το ζήτημα αυτό αποτελεί μόνιμη εστία τριβής και εντάσεων, με τον Ερντογάν να έχει κατηγορήσει την Ουάσινγκτον για συνεργασία και υπόθαλψη τρομοκρατών, κάνοντας μάλιστα λόγο για συνωμοσίες δημιουργίας ενός «Terroristan» στα σύνορα της Τουρκίας.


Η συνεχιζόμενη εμπλοκή των ΗΠΑ στην περιοχή και η συνεργασία τους με το YPG αποτελούν σημαντικό εμπόδιο στο μεγάλο σχέδιο του Ερντογάν ώστε μετά και την προγραμματιζόμενη για τους επόμενους μήνες εισβολή στο Βόρειο Ιράκ να έχει ελεύθερο το πεδίο να «καθαρίσει» και τη Βορειοανατολική Συρία από τις δυνάμεις του YPG και έτσι να δημιουργήσει μια τεράστια «ζώνη ασφαλείας» στα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία και το Ιράκ, όπου ουσιαστικά θα είναι σε ό,τι αφορά τη Συρία «ζώνη κατοχής». Το γεγονός ότι η Τουρκία στα σύνορά της, εκεί όπου αισθάνεται τη μεγαλύτερη απειλή, έχει απαγορευτικό δράσης από τις ΗΠΑ είναι ταπεινωτικό και για το προφίλ της περιφερειακής δύναμης που προβάλλει ο Ερντογάν για τη χώρα του.

Τα εξοπλιστικά είναι από τα μεγάλα αγκάθια στην ατζέντα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, που βεβαίως δεν αντιμετωπίστηκαν με την έγκριση πώλησης των F-16, για τα οποία και πάλι η Τουρκία φέρεται να διεκδικεί και να απαιτεί συμπαραγωγή που θα μεταφέρει πρόσθετη τεχνογνωσία στην πολεμική βιομηχανία της. Η Τουρκία έχοντας ισχυρές δεσμεύσεις έναντι της Ρωσίας και του Πούτιν δεν είναι διατεθειμένη να παροπλίσει τους S400, συγχρόνως όμως θέλει να κλείσει το κεφάλαιο των κυρώσεων CAATSA που οδήγησε στον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα των F35.

Εχοντας στραφεί ήδη στην ευρωπαϊκή αγορά και επιδιώκοντας να πείσει το Βερολίνο να άρει το βέτο του στην πώληση των Eurofighter Typhoon, ζητά τουλάχιστον να επιστραφεί το ποσό του 1 δισ. δολαρίων που είχε διαθέσει στο πρόγραμμα, ελπίζοντας έτσι στην άσκηση πίεσης και μέσω της κατασκευάστριας εταιρείας.

13 Μαΐου

Η πραγματοποίηση της συνάντησης Ερντογάν - Μπάιντεν στις 9 Μαΐου πιθανότατα θα είχε θετική αντανάκλαση σε εκείνη του Τούρκου ηγέτη με τον Ελληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στις 13 του μήνα, όπως εκτιμούσαν στην Αθήνα, καθώς η Ουάσινγκτον, και δη ο ίδιος ο πρόεδρος Μπάιντεν, έχει πολλές φορές επισημάνει την ανάγκη αποφυγής εντάσεων που αποδυναμώνουν τη Νοτιοανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ και αποσταθεροποιούν την Ανατολική Μεσόγειο, ειδικά σε μια στιγμή που υπάρχουν ήδη μεγάλα μέτωπα και εστίες αποσταθεροποίησης. Ετσι, η περίοδος ανάπαυλας στα Ελληνοτουρκικά γίνεται ευμενώς αποδεκτή από τις ΗΠΑ και είναι ένα από τα χαρτιά στα χέρια του Ερντογάν.

Βεβαίως ο Τούρκος πρόεδρος έχει μιλήσει με σκληρή γλώσσα για την αναβάθμιση της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, θεωρώντας ότι η ενίσχυση του αμερικανικού στρατιωτικού αποτυπώματος στην Ελλάδα εντάσσεται σε μια προσπάθεια περικύκλωσης της Τουρκίας από το Ιράκ και τη Συρία στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα με τη νατοϊκή βάση που σχεδιάζεται στη Ρουμανία. Και η Αγκυρα φυσικά κάθε άλλο παρά θετικά βλέπει την αναβάθμιση της αμερικανικής παρουσίας στην Αλεξανδρούπολη και τη μετατροπή της σε πύλη εισόδου για την Ανατολική Ευρώπη αλλά και για τη Μαύρη Θάλασσα παρακάμπτοντας τα Στενά, που αποτελούν ένα στρατηγικής σημασίας όπλο στα χέρια της Τουρκίας.

Αυτή είναι μια δυναμική διαδικασία όμως, καθώς και η Αθήνα θα πρέπει να είναι σε διαρκή εγρήγορση απέναντι σε ένα προβληματικό κατεστημένο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ώστε να μη θεωρηθεί ότι η διακοπή των παραβιάσεων και των υπερπτήσεων από την Τουρκία σημαίνει ότι έχουν λυθεί ως διά μαγείας τα προβλήματα που δημιουργεί ο τουρκικός αναθεωρητισμός εις βάρος της χώρας μας.

Βέβαια, είναι νωρίς για προβλέψεις σχετικά με το πώς ο Ερντογάν θα διαχειριστεί αυτή την κρίση στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και αν η αναβολή της επίσκεψής του σηματοδοτεί μία ακόμη μεγαλύτερη στροφή στον εθνικισμό και τον νεοοθωμανικό επεκτατισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου