Η ελληνικής καταγωγής Πηνελόπη (Πέννυ) Κουγιανού-Γκόλντμπερκ, καθηγήτρια Οικονομικών του Πανεπιστημίου Γέιλ, διορίστηκε την Πέμπτη επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Τον διορισμό της ανακοίνωσε ο ανακοίνωσε ο πρόεδρος του Ομίλου, Τζιμ Γιόνγκ Κιμ.
Όπως δήλωσε ο ίδιος: «Θα προσκομίσει την τεράστια ακαδημαϊκή της εμπειρία στον Όμιλο».
Με μακρά ακαδημαϊκή καριέρα, η κ. Γκόλντμπερκ, η οποία είναι κάτοχος ελληνικής και αμερικανικής υπηκοότητας, δήλωσε ενθουσιασμένη για τον διορισμό της στην Παγκόσμια Τράπεζα, ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που έχει ως στόχο την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας και την προώθηση της ευημερίας σε όλο τον Κόσμο.
«Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένη με την ευκαιρία που μου δόθηκε να βοηθήσω την Παγκόσμια Τράπεζα να επιτύχει τους στόχους της. Και ενώ η απουσία μου από το Γέιλ για τα επόμενα χρόνια μου αφήνει ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, ελπίζω να αξιοποιήσω την εμπειρία των σημερινών μου συναδέλφων, πολλοί εκ των οποίων έχουν ανοίξει νέους δρόμους και έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στη μελέτη της ανάπτυξης, της προόδου και στη μείωση της φτώχειας».
Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ από το 2001, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Στάνφορντ αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης και μέλος της Αμερικανικής Ένωσης Οικονομετρίας, είναι μερικοί από τους τίτλους που έχει κατακτήσει η νέα επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Εχει μεγάλο και σημαντικό έργο στα οικονομικά των αναπτυσσόμενων χωρών, ενώ η έρευνά της αναλύει σε βάθος τις επιπτώσεις του διεθνούς εμπορίου στη διανομή του εισοδήματος, της παραγωγής, των κερδών, αλλά και της επιβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ενα αντικείμενο πολύ σημαντικό ειδικά στη δεδομένη συγκυρία που το παγκόσμιο εμπόριο τίθεται υπό αμφισβήτηση.
«Η Πέννυ έχει αφιερώσει την καριέρα της στην εύρεση λύσεων για μερικά από τα πιο περίπλοκα προβλήματα τα οποία ταλανίζουν τις αναπτυσσόμενες χώρες, και θα βοηθήσει στην επίλυση των πιο σημαντικών και δύσκολων προβλημάτων της εποχής μας: Πώς θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τις αναπτυσσόμενες χώρες να προετοιμαστούν για την οικονομία του μέλλοντος και πώς θα διασφαλίσουμε την ισότητα ευκαιριών παγκοσμίως», δήλωσε μετά τον διορισμό της ο κ. Κιμ.
Ως επικεφαλής οικονομολόγος, η Πέννυ Γκόλντμπερκ θα καθοδηγήσει το ερευνητικό πρόγραμμα της Παγκόσμιας Τράπεζας και τη στρατηγική ανάπτυξής της, ενώ αναμένεται να ενισχύσει τους δεσμούς της Τράπεζας με την ακαδημαϊκή έρευνα, με στόχο να διαμορφωθεί μια νέα αντίληψη για το πώς μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης, της ευημερίας αλλά και της εξάλειψης της ακραίας φτώχειας.
Γεννημένη στην Αθήνα το 1963, η κ. Κουγιανού-Γκόλντμπερκ, αν και εισήχθη πρώτη στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποίησε τις σπουδές της στα Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Freiburg, στη Γερμανία.
Πραγματοποίησε τη διδακτορική διατριβή της στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση.
Δίδαξε ως επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πρίνσετον και εργάστηκε ως καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια έως το 2001. Από το 2001 μέχρι το 2007 δίδαξε στο Γέιλ, ενώ την περίοδο 2007-2010 επέστρεψε με έδρα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνσετον.
Το 2010 γύρισε και πάλι στο Γέιλ όπου και θα διδάσκει μέχρι τα τέλη Νοέμβρη του τρέχοντος έτους. Ανάμεσα στις πολλές της διακρίσεις, έχει τιμηθεί με το βραβείο του Ιδρύματος Μποδοσάκη το 2003 για τις Κοινωνικές Επιστήμες, το οποίο απονέμεται σε διακεκριμένους ερευνητές ελληνικής ιθαγένειας κάτω των 45 ετών.
Στην ελληνική κοινή γνώμη έγινε γνωστή με τη βράβευσή της το 2003 από το Ίδρυμα Μποδοσάκη για το επιστημονικό της έργο. Όπως έχει πει η ίδια, στόχος του ερευνητικού της έργου είναι ο προσδιορισμός και η εκτίμηση των οικονομετρικών μοντέλων που μπορούν να επιδράσουν θετικά στη λήψη πολιτικών αποφάσεων για θέματα οικονομικής πολιτικής με τρόπο πάντα που να εστιάζει στους πολίτες.
Όπως δήλωσε ο ίδιος: «Θα προσκομίσει την τεράστια ακαδημαϊκή της εμπειρία στον Όμιλο».
Με μακρά ακαδημαϊκή καριέρα, η κ. Γκόλντμπερκ, η οποία είναι κάτοχος ελληνικής και αμερικανικής υπηκοότητας, δήλωσε ενθουσιασμένη για τον διορισμό της στην Παγκόσμια Τράπεζα, ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που έχει ως στόχο την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας και την προώθηση της ευημερίας σε όλο τον Κόσμο.
«Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένη με την ευκαιρία που μου δόθηκε να βοηθήσω την Παγκόσμια Τράπεζα να επιτύχει τους στόχους της. Και ενώ η απουσία μου από το Γέιλ για τα επόμενα χρόνια μου αφήνει ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, ελπίζω να αξιοποιήσω την εμπειρία των σημερινών μου συναδέλφων, πολλοί εκ των οποίων έχουν ανοίξει νέους δρόμους και έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στη μελέτη της ανάπτυξης, της προόδου και στη μείωση της φτώχειας».
Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ από το 2001, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Στάνφορντ αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης και μέλος της Αμερικανικής Ένωσης Οικονομετρίας, είναι μερικοί από τους τίτλους που έχει κατακτήσει η νέα επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Εχει μεγάλο και σημαντικό έργο στα οικονομικά των αναπτυσσόμενων χωρών, ενώ η έρευνά της αναλύει σε βάθος τις επιπτώσεις του διεθνούς εμπορίου στη διανομή του εισοδήματος, της παραγωγής, των κερδών, αλλά και της επιβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ενα αντικείμενο πολύ σημαντικό ειδικά στη δεδομένη συγκυρία που το παγκόσμιο εμπόριο τίθεται υπό αμφισβήτηση.
«Η Πέννυ έχει αφιερώσει την καριέρα της στην εύρεση λύσεων για μερικά από τα πιο περίπλοκα προβλήματα τα οποία ταλανίζουν τις αναπτυσσόμενες χώρες, και θα βοηθήσει στην επίλυση των πιο σημαντικών και δύσκολων προβλημάτων της εποχής μας: Πώς θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τις αναπτυσσόμενες χώρες να προετοιμαστούν για την οικονομία του μέλλοντος και πώς θα διασφαλίσουμε την ισότητα ευκαιριών παγκοσμίως», δήλωσε μετά τον διορισμό της ο κ. Κιμ.
Ως επικεφαλής οικονομολόγος, η Πέννυ Γκόλντμπερκ θα καθοδηγήσει το ερευνητικό πρόγραμμα της Παγκόσμιας Τράπεζας και τη στρατηγική ανάπτυξής της, ενώ αναμένεται να ενισχύσει τους δεσμούς της Τράπεζας με την ακαδημαϊκή έρευνα, με στόχο να διαμορφωθεί μια νέα αντίληψη για το πώς μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης, της ευημερίας αλλά και της εξάλειψης της ακραίας φτώχειας.
Γεννημένη στην Αθήνα το 1963, η κ. Κουγιανού-Γκόλντμπερκ, αν και εισήχθη πρώτη στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποίησε τις σπουδές της στα Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Freiburg, στη Γερμανία.
Πραγματοποίησε τη διδακτορική διατριβή της στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση.
Δίδαξε ως επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πρίνσετον και εργάστηκε ως καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια έως το 2001. Από το 2001 μέχρι το 2007 δίδαξε στο Γέιλ, ενώ την περίοδο 2007-2010 επέστρεψε με έδρα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνσετον.
Το 2010 γύρισε και πάλι στο Γέιλ όπου και θα διδάσκει μέχρι τα τέλη Νοέμβρη του τρέχοντος έτους. Ανάμεσα στις πολλές της διακρίσεις, έχει τιμηθεί με το βραβείο του Ιδρύματος Μποδοσάκη το 2003 για τις Κοινωνικές Επιστήμες, το οποίο απονέμεται σε διακεκριμένους ερευνητές ελληνικής ιθαγένειας κάτω των 45 ετών.
Στην ελληνική κοινή γνώμη έγινε γνωστή με τη βράβευσή της το 2003 από το Ίδρυμα Μποδοσάκη για το επιστημονικό της έργο. Όπως έχει πει η ίδια, στόχος του ερευνητικού της έργου είναι ο προσδιορισμός και η εκτίμηση των οικονομετρικών μοντέλων που μπορούν να επιδράσουν θετικά στη λήψη πολιτικών αποφάσεων για θέματα οικονομικής πολιτικής με τρόπο πάντα που να εστιάζει στους πολίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου