Πως ένα λαμόγιο κατόρθωσε ν’ αναστατώσει ολόκληρη την Αττική
Ο θρυλικός Παναγής από τα Μέγαρα έδρασε στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Οι νεώτεροι που θα διαβάσουν παρακάτω τα «κατορθώματά» του, ασφαλώς θα αναρωτηθούν πως μπορούσαν να στηθούν απατεωνιές τέτοιου μεγέθους. Όσοι όμως έχουν μελετήσει την καθημερινή ζωή στην Παλιά Αθήνα θα κατανοήσουν και θα δούν με συμπάθεια τους χωρικούς εκείνης της εποχής, που αποκομμένοι από την Αθήνα, ζούσαν κυριολεκτικά στον κόσμο τους…
Αλλ’ ας αφήσουμε τον γλαφυρό Ασημάκη Γιαλαμά να μας τα διηγηθεί καλύτερα, μέσα από την εφημερίδα «Βραδυνή»:
«Τα παληά χρόνια, λέγει ο θρύλος, οι ναυτικοί που διέσχιζαν τη Μεσόγειο συναντούσαν τη Γοργόνα, η οποία έβγαινε από τα κύματα, μπροστά στο καράβι και ρωτούσε:
-Μην είδατε το Βασιληά Αλέξαντρο;
Κάτι τέτοιο ακούνε σήμερα όσοι βγαίνουν έξω απ’ την Αθήνα, πηγαίνοντας προς τα χωριά της Αττικής. Σμήνη παιδιών και πολλές φορές και μεγάλοι βγαίνουν στο δρόμο ή προβάλλουν μέσα από τα αμπέλια και τα χωράφια, όταν περνά λεωφορείον απ’ την Αθήνα και φωνάζουν στους επιβάτες:
-Μην είδατε τον Παναγή;
Ποιος είνε αυτός ο Παναγής; Μέγας επι των ημερών μας κατακτητής όσον και ο Αλέξανδρος. Με τη διαφορά ότι, αντί να κατακτήση ασιατικά κράτη, κατέκτησε τις καρδιές δέκα και πλέον κοριτσιών της Αττικής. Κι’ όπως ο Μέγας Αλέξαντρος έλυσε τον γόρδιον δεσμόν, έτσι κι’ ο Παναγής έλυσε για κάμποσο καιρό… το οικονομικό του πρόβλημα.
Η ιστορία του περιβοήτου αυτού ανδρός είνε αυτή.
Προ κάμποσων μηνών έκαμε την εμφάνισί του στα χωριά της Αττικής ένας κομψός και δραστήριος νέος. Ήταν ο Παναγής. Παρίστανε τον μεγαλέμπορο απ’ την Αθήνα και σε κάθε χωριό που πήγαινε ζητούσε ν’ αγοράση όσες ποσότητες τροφίμων υπήρχαν. Έλεγε φερ’ ειπείν σ΄ένα χωρικό που είχε για πούλημα φακές:
-Πόσο θέλεις την οκά;
-Τέσσερες χιλιάδες, έλεγε αίφνης ο χωρικός.
-Ωραία. Τις αγοράζω.
Κι’ έδινε μια προκαταβολή. Δεν έκανε ποτέ παζάρια. Σ’ ότι κι’ αν ζητούσαν, συμφωνούσε. Ιδεώδης αγοραστής!...
Έκαμε μερικές τέτοιες γενναίες εμπορικές χειρονομίες σ’ όλα τα γύρω χωριά κι’ έτσι εκέρδισε την εμπιστοσύνη των χωρικών. Κατόπιν προχώρησε στο δεύτερο στάδιο του κατεστρωμένου σχεδίου του. Ευρήκε στο κάθε χωριό κι’ από μια κοπέλλα όμορφη, δροσερή και προ παντός ευκατάστατη. Και την αρραβωνιάστηκε.
Απάνω από δέκα αρραβώνες συνήψε κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Κάθε κορφούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης» λέγει για τον Όλυμπο το δημοτικό τραγούδι. Κάτι παρόμοιο μπορούσε να λεχθή και για τον Παναγή: «Κάθε χωριό και μια μνηστή. Κάθε μνηστή και… μεζές σπουδαίος».
Διότι αμέσως ο Παναγής έβαλε σ’ ενέργεια την οικονομική εκμετάλλευσι των αρραβώνων του. Κάθε τόσο αρριβάριζε στο κάθε χωριό και έλεγε στα μέλλοντα πεθερικά του:
-Δώστε ένα τσουβάλι κουκιά ή ένα τουλούμι τυρί που θέλει κάποιος πελάτης μου στην Αθήνα κι’ αργότερα σας φέρνω τα λεφτά.
-Δεν πειράζει για τα λεφτά, απαντούσαν γενναιοφρόνως τα πεθερικά.
Κι’ έδιναν προθύμως τα κουκιά, το τυρί, τα πάντα. «Ό,τι θέλει ο γαμπρός μας. Ό,τι θέλει το παιδί μας». Κι’ όλο και τσιμπούσε ο Παναγής. Κι’ αυτό το τσίμπημα ήταν… δεκαπλούν. Συνέβαινε δηλαδή και με τις δέκα αρραβωνιαστικές.
Αφήνω τις γενναίες προκαταβολές που έπαιρνε ο πολυσύνθετος αυτός αρραβωνιαστικός από τις εκλεκτές του σε φιλιά, αγκαλιάσματα και λοιπά. Από τη μία έφευγε, στην άλλη επήγαινε. Δεν πρόφταιναν να στεγνώσουν τα φιλιά της μιανής, άρχιζε το τρύγημα των φιλιών της άλλης. Κι’ έτσι η ζωή του ευτυχούς Παναγή έρρεε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα και εκλεκτά φαγοπότια στο κάθε σπίτι των πεθερικών του.
Αλλά τα πράγματα έπρεπε κάποτε να βαδίσουν προς την λύσιν των. Οι γονείς της κάθε μνηστής άρχισαν να θέτουν στον Παναγή όλο και επιτακτικώτερο το ερώτημα:
-Πότε ο γάμος, Παναγή;
Ο Παναγής υπεξέφυγε τη μια φορά, υπεξέφυγε την άλλη. Αλλά τέλος κατάλαβε ότι είχαν σωθή τα’ αστεία. Έπρεπε να ορίση τους γάμους. Και το έκαμε! Είπε στους γονείς όλων των αρραβωνιαστικών του:
-Στις τάδε του μηνός θάρθω να κάμουμε το γάμο.
Και στις δέκα αρραβωνιαστικές ώρισε την ίδια ημερομηνία. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της φάρσας που εσκηνοθέτησε ο ανεκδιήγητος Παναγής.
Δέκα και παραπάνω ίσως σπίτια σε ισάριθμα χωριά της Αττικής ετοιμαζόνταν ταυτοχρόνως να δεχθούν τον πολυπόθητο γαμπρό. Δέκα μωρές παρθένες επερίμεναν τον νυμφίο.
Και ήρθε η μεγάλη ημέρα. Το κάθε σπίτι είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες του γάμου και περίμενε να καταφθάση ο Παναγής απ’ την Αθήνα. Αλλά η ημέρα προχωρούσε, ο ήλιος όπως έγραφαν οι παληοί διηγηματογράφοι, έκλινε προς την δύσιν του και ο Παναγής δεν φαινότανε.
Τότε οι οικείοι της κάθε νύφης άρχισαν ν’ ανησυχούν. Και κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού κι’ όταν έφθανε λεωφορείο απ’ την Αθήνα ρωτούσαν:
-Μην τον είδατε τον Παναγή;
Το ίδιο συνέβαινε σ’ όλα τα χωριά εις τα οποία είχε… διαπράξει αρραβώνα ο Παναγής. Όλη δηλαδή σχεδόν η Αττική εδονείτο εκείνη την ημέρα από την ερώτησι:
-Μην είδατε τον Παναγή;
Η φράσις αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, απλώθηκε σα βουερό σύννεφο κι’ εκάλυψε όλο το αττικό λεκανοπέδιο. Κι’ αφού ο Παναγής δεν ξαναφάνηκε στα χωριά η φράσις έγινε το σύμβολο ενός θρύλου. Και τώρα όταν βγήτε έξω απ’ την Αθήνα με λεωφορείο, θ’ ακούσετε σ’ όλη τη διαδρομή να σας ρωτούν:
-Μην είδατε τον Παναγή;
Η ερώτησις έγινε το σύνθημα της εποχής. Σήμερα που οι απάτες και οι μηχανές είνε το τρέχον νόμισμα και οι Παναγήδες έχουν επικινδύνως πληθυνθή, ήταν αναπόφευκτο να βρεθή μια φράσις προειδοποιητική για τους αφελείς, κάτι σαν το «βάρδα φουρνέλλο» που φωνάζουν οι λατόμοι. Όταν λοιπόν οσφραίνεσθε του λοιπού κάποια καιομένη θρυαλίδα απάτης, δεν έχετε παρά να φωνάζετε:
-Μην είδατε τον Παναγή;»
Πρωτοφανές μας φάνηκε, γαμπρός μεσ’ στην Ελλάδα,
ο πονηρός ο Παναής, και του ζητούνε αράδα.
Για να τον επαντρέψουνε με όμορφες κοπέλες,
του δίνουνε πολλά προικιά, αμπέλια και μπαξέδες.
Κορίτσια τον περίμεναν, ρωτούσαν τους διαβάτες,
μην είδατε τον Παναή, να ‘ρχεται απο τις στράτες.
Σ’ ένα χωριό τον πιάσανε, πούλαγε κομπολόγια
και γέλαγε τις κοπελιές, με τα γλυκά του λόγια.
Που είναι ο Παναής, που είναι ο Παναής,
μην τον είδατε παιδιά τον Παναή;
Ο θρυλικός Παναγής από τα Μέγαρα έδρασε στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Οι νεώτεροι που θα διαβάσουν παρακάτω τα «κατορθώματά» του, ασφαλώς θα αναρωτηθούν πως μπορούσαν να στηθούν απατεωνιές τέτοιου μεγέθους. Όσοι όμως έχουν μελετήσει την καθημερινή ζωή στην Παλιά Αθήνα θα κατανοήσουν και θα δούν με συμπάθεια τους χωρικούς εκείνης της εποχής, που αποκομμένοι από την Αθήνα, ζούσαν κυριολεκτικά στον κόσμο τους…
Αλλ’ ας αφήσουμε τον γλαφυρό Ασημάκη Γιαλαμά να μας τα διηγηθεί καλύτερα, μέσα από την εφημερίδα «Βραδυνή»:
«Τα παληά χρόνια, λέγει ο θρύλος, οι ναυτικοί που διέσχιζαν τη Μεσόγειο συναντούσαν τη Γοργόνα, η οποία έβγαινε από τα κύματα, μπροστά στο καράβι και ρωτούσε:
-Μην είδατε το Βασιληά Αλέξαντρο;
Κάτι τέτοιο ακούνε σήμερα όσοι βγαίνουν έξω απ’ την Αθήνα, πηγαίνοντας προς τα χωριά της Αττικής. Σμήνη παιδιών και πολλές φορές και μεγάλοι βγαίνουν στο δρόμο ή προβάλλουν μέσα από τα αμπέλια και τα χωράφια, όταν περνά λεωφορείον απ’ την Αθήνα και φωνάζουν στους επιβάτες:
-Μην είδατε τον Παναγή;
Ποιος είνε αυτός ο Παναγής; Μέγας επι των ημερών μας κατακτητής όσον και ο Αλέξανδρος. Με τη διαφορά ότι, αντί να κατακτήση ασιατικά κράτη, κατέκτησε τις καρδιές δέκα και πλέον κοριτσιών της Αττικής. Κι’ όπως ο Μέγας Αλέξαντρος έλυσε τον γόρδιον δεσμόν, έτσι κι’ ο Παναγής έλυσε για κάμποσο καιρό… το οικονομικό του πρόβλημα.
Η ιστορία του περιβοήτου αυτού ανδρός είνε αυτή.
Προ κάμποσων μηνών έκαμε την εμφάνισί του στα χωριά της Αττικής ένας κομψός και δραστήριος νέος. Ήταν ο Παναγής. Παρίστανε τον μεγαλέμπορο απ’ την Αθήνα και σε κάθε χωριό που πήγαινε ζητούσε ν’ αγοράση όσες ποσότητες τροφίμων υπήρχαν. Έλεγε φερ’ ειπείν σ΄ένα χωρικό που είχε για πούλημα φακές:
-Πόσο θέλεις την οκά;
-Τέσσερες χιλιάδες, έλεγε αίφνης ο χωρικός.
-Ωραία. Τις αγοράζω.
Κι’ έδινε μια προκαταβολή. Δεν έκανε ποτέ παζάρια. Σ’ ότι κι’ αν ζητούσαν, συμφωνούσε. Ιδεώδης αγοραστής!...
Έκαμε μερικές τέτοιες γενναίες εμπορικές χειρονομίες σ’ όλα τα γύρω χωριά κι’ έτσι εκέρδισε την εμπιστοσύνη των χωρικών. Κατόπιν προχώρησε στο δεύτερο στάδιο του κατεστρωμένου σχεδίου του. Ευρήκε στο κάθε χωριό κι’ από μια κοπέλλα όμορφη, δροσερή και προ παντός ευκατάστατη. Και την αρραβωνιάστηκε.
Απάνω από δέκα αρραβώνες συνήψε κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Κάθε κορφούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης» λέγει για τον Όλυμπο το δημοτικό τραγούδι. Κάτι παρόμοιο μπορούσε να λεχθή και για τον Παναγή: «Κάθε χωριό και μια μνηστή. Κάθε μνηστή και… μεζές σπουδαίος».
Διότι αμέσως ο Παναγής έβαλε σ’ ενέργεια την οικονομική εκμετάλλευσι των αρραβώνων του. Κάθε τόσο αρριβάριζε στο κάθε χωριό και έλεγε στα μέλλοντα πεθερικά του:
-Δώστε ένα τσουβάλι κουκιά ή ένα τουλούμι τυρί που θέλει κάποιος πελάτης μου στην Αθήνα κι’ αργότερα σας φέρνω τα λεφτά.
-Δεν πειράζει για τα λεφτά, απαντούσαν γενναιοφρόνως τα πεθερικά.
Κι’ έδιναν προθύμως τα κουκιά, το τυρί, τα πάντα. «Ό,τι θέλει ο γαμπρός μας. Ό,τι θέλει το παιδί μας». Κι’ όλο και τσιμπούσε ο Παναγής. Κι’ αυτό το τσίμπημα ήταν… δεκαπλούν. Συνέβαινε δηλαδή και με τις δέκα αρραβωνιαστικές.
Αφήνω τις γενναίες προκαταβολές που έπαιρνε ο πολυσύνθετος αυτός αρραβωνιαστικός από τις εκλεκτές του σε φιλιά, αγκαλιάσματα και λοιπά. Από τη μία έφευγε, στην άλλη επήγαινε. Δεν πρόφταιναν να στεγνώσουν τα φιλιά της μιανής, άρχιζε το τρύγημα των φιλιών της άλλης. Κι’ έτσι η ζωή του ευτυχούς Παναγή έρρεε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα και εκλεκτά φαγοπότια στο κάθε σπίτι των πεθερικών του.
Αλλά τα πράγματα έπρεπε κάποτε να βαδίσουν προς την λύσιν των. Οι γονείς της κάθε μνηστής άρχισαν να θέτουν στον Παναγή όλο και επιτακτικώτερο το ερώτημα:
-Πότε ο γάμος, Παναγή;
Ο Παναγής υπεξέφυγε τη μια φορά, υπεξέφυγε την άλλη. Αλλά τέλος κατάλαβε ότι είχαν σωθή τα’ αστεία. Έπρεπε να ορίση τους γάμους. Και το έκαμε! Είπε στους γονείς όλων των αρραβωνιαστικών του:
-Στις τάδε του μηνός θάρθω να κάμουμε το γάμο.
Και στις δέκα αρραβωνιαστικές ώρισε την ίδια ημερομηνία. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της φάρσας που εσκηνοθέτησε ο ανεκδιήγητος Παναγής.
Δέκα και παραπάνω ίσως σπίτια σε ισάριθμα χωριά της Αττικής ετοιμαζόνταν ταυτοχρόνως να δεχθούν τον πολυπόθητο γαμπρό. Δέκα μωρές παρθένες επερίμεναν τον νυμφίο.
Και ήρθε η μεγάλη ημέρα. Το κάθε σπίτι είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες του γάμου και περίμενε να καταφθάση ο Παναγής απ’ την Αθήνα. Αλλά η ημέρα προχωρούσε, ο ήλιος όπως έγραφαν οι παληοί διηγηματογράφοι, έκλινε προς την δύσιν του και ο Παναγής δεν φαινότανε.
Τότε οι οικείοι της κάθε νύφης άρχισαν ν’ ανησυχούν. Και κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού κι’ όταν έφθανε λεωφορείο απ’ την Αθήνα ρωτούσαν:
-Μην τον είδατε τον Παναγή;
Το ίδιο συνέβαινε σ’ όλα τα χωριά εις τα οποία είχε… διαπράξει αρραβώνα ο Παναγής. Όλη δηλαδή σχεδόν η Αττική εδονείτο εκείνη την ημέρα από την ερώτησι:
-Μην είδατε τον Παναγή;
Η φράσις αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, απλώθηκε σα βουερό σύννεφο κι’ εκάλυψε όλο το αττικό λεκανοπέδιο. Κι’ αφού ο Παναγής δεν ξαναφάνηκε στα χωριά η φράσις έγινε το σύμβολο ενός θρύλου. Και τώρα όταν βγήτε έξω απ’ την Αθήνα με λεωφορείο, θ’ ακούσετε σ’ όλη τη διαδρομή να σας ρωτούν:
-Μην είδατε τον Παναγή;
Η ερώτησις έγινε το σύνθημα της εποχής. Σήμερα που οι απάτες και οι μηχανές είνε το τρέχον νόμισμα και οι Παναγήδες έχουν επικινδύνως πληθυνθή, ήταν αναπόφευκτο να βρεθή μια φράσις προειδοποιητική για τους αφελείς, κάτι σαν το «βάρδα φουρνέλλο» που φωνάζουν οι λατόμοι. Όταν λοιπόν οσφραίνεσθε του λοιπού κάποια καιομένη θρυαλίδα απάτης, δεν έχετε παρά να φωνάζετε:
-Μην είδατε τον Παναγή;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου