Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Η μάχη της Αράχοβας και ο ελληνικός θρίαμβος επί των Τούρκων (18 – 24 Νοεμβρίου 1826)


Μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές νίκες στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, εφάμιλλη κατά πολλούς με τη νίκη στα Δερβενάκια, ήταν ο θρίαμβος στη μάχη της Αράχοβας, τον Νοέμβριο του 1826. Κι αν στα Δερβενάκια έλαμψε το άστρο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στην Αράχοβα, η ελληνική νίκη οφείλεται σε έναν άλλο μεγάλο ήρωα του ’21, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη.

Η Επανάσταση το καλοκαίρι του 1826

Μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826 και τις επιτυχίες του Κιουταχή στη Στερεά Ελλάδα, η Επανάσταση κινδύνευε σοβαρά να αποτύχει. Η απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου ήταν να σχηματιστεί εντεκαμελής «Διοικητική Επιτροπή» για την «ολικήν διακυβέρνησιν» της Ελλάδος, με επικεφαλής τον Ανδρέα Ζαΐμη. Στις 15 Ιουνίου 1826, η «Επιτροπή» κλείστηκε στο Μπούρτζι, το νησάκι απέναντι από το Ναύπλιο.


Κιουταχής
Στις 17 Ιουνίου έφτασε εκεί και ο Καραϊσκάκης, με 500 περίπου άνδρες. Περνώντας από την Ελευσίνα συνάντησε τον Κριεζώτη και τον Βάσο Μαυροβουνιώτη στους οποίους είπε: «Τι να σας πω ωρέ αδέλφια. Ναι, τραβάω κι εγώ για το Μοριά, γιατί επιθυμώ ν’ ακούσω και να δω τι συλλογιούνται αυτοί όπου μας κυβερνάνε. Έχουνε τάχατες ακόμα κεφάλι και καρδιά για πόλεμο ή…», λέγοντας μία από τις συνηθισμένες αθυροστομίες του.



Ο Καραϊσκάκης είχε αποφασίσει να εκστρατεύσει στη Ρούμελη, όπου κάποιοι καπεταναίοι είχαν αρχίσει να προσκυνάνε τους Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης βρισκόταν τότε στο Μάνεσι της Μεσσηνίας και είχε στείλει τον Φωτάκο στο Ναύπλιο για να παρουσιάσει στη Διοικητική Επιτροπή τις ανάγκες του στρατοπέδου. Οι καπεταναίοι που βρίσκονταν εκεί ζήτησαν από τον Φωτάκο να επιστρέψει στο Μάνεσι και του έδωσαν ένα γράμμα για τον Κολοκοτρώνη, με το οποίο του ζητούσαν να έρθει τάχιστα στο Άστρος ή στο Άργος. Μόλις πήρε το γράμμα ο «Γέρος του Μοριά» έφυγε από το Μάνεσι για το Άργος.

Στο έρημο και άδειο τζαμί της πόλης έγινε μια καθοριστικής σημασίας συνάντηση Κολοκοτρώνη – Καραϊσκάκη. Οι δύο οπλαρχηγοί «ορκίσθησαν να είναι πιστοί και να συντρέχει ο ένας τον άλλον δια την ελευθερίαν της πατρίδος των», γράφει ο Φωτάκος. Ο Κολοκοτρώνης υποσχέθηκε στον Καραϊσκάκη ότι θα του στείλει τον Νικηταρά και τον γιο του Γενναίο, για την εκστρατεία στη Ρούμελη.

Η συμφωνία δεν άρεσε ούτε στον Ζαΐμη, ούτε στον Θοδωράκη Γρίβα. Και σαν να μην έφτασαν όλα αυτά, στην Κόρινθο ξέσπασε έντονη διαμάχη ανάμεσα σε δύο Νοταραίους, τον Γιαννάκη και τον Παναγιωτάκη για το ποιος θα εισπράξει τα εισοδήματα από τις σταφίδες όσο κι «από ερωτικήν αντιζηλίαν, η οποία έγινε από μίαν γυναίκαν, νέαν, ωραίαν και λαμπράς καταγωγής, διότι αυτή ήτο θυγατέρα του Κορινθίου Θεοχάρη (Ρέντη)», γράφει ο Φωτάκος.

Οι δύο Νοταραίοι έστειλαν ανθρώπους τους στο Ναύπλιο για να συγκεντρώσουν πολεμιστές από τους Ρουμελιώτες και τους Σουλιώτες που βρίσκονταν εκεί. Και πραγματικά βρήκαν, καθώς η κυβέρνηση δεν έδινε απολύτως τίποτα στους άνδρες αυτούς. Προτίμησαν λοιπόν, να πάρουν λίγα γρόσια και να πολεμήσουν στην Κορινθία για τις σταφίδες και… τα κάλλη της Σοφίτσας Ρέντη.



Τελικά, αν και σκοτώθηκαν αρκετοί, κανένας από τους δύο Νοταραίους δεν ήταν τυχερός. Η όμορφη Σοφία Ρέντη παντρεύτηκε τελικά τον Δημήτρη Καλλέργη, έναν από τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1843 εναντίον του Όθωνα, για την παραχώρηση Συντάγματος…

Βλέποντας όλα αυτά ο Καραϊσκάκης έγινε έξαλλος: «Δώστε μου την αρχηγία στη Ρούμελη και μη μου δώσετε τίποτα άλλο», έλεγε. Για να πετύχει τον σκοπό του απείλησε χωρίς να έχει τέτοιον σκοπό, πως θα ανατρέψει τη Διοικητική Επιτροπή. Από φόβο, αλά και γιατί πίστευαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν ο μόνος που μπορούσε να πετύχει κάτι στη Ρούμελη, η Επιτροπή του έδωσε την αρχιστρατηγία.

Η στιγμή που ο Ζαΐμης αγκαλιάζει τον Καραϊσκάκη, αφού του έδωσε την αρχιστρατηγία και του λέει: «Η πατρίδα γυρεύει σήμερα από μας να μονοιάσουμε», παίρνοντας την απάντηση «Ναι, το γυρεύει», είναι από τις πλέον μεγαλειώδεις του 1821. Όπως έχουμε ξαναγράψει, ο Καραϊσκάκης με τους άνδρες του είχαν εξευτελίσει του Ζαΐμη όταν μπήκαν, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου στο αρχοντικό του στην Κερπινή Αχαΐας, πήραν τα εσώρουχα της γυναίκας του και τα περιέφεραν ως λάφυρα.





Aνδρέας Ζαΐμης
Από τη συνάντηση εκείνη, ο Καραϊσκάκης, που σύμφωνα με τον παρόντα σ’ αυτή Υδραίο πλοιοκτήτη Μπουντούρη, δεν είχε κάνει το χρέος του στην πατρίδα, μεταμορφώθηκε σε άγγελο, όπως είπε ο ίδιος. Ο Δημήτρης Φωτιάδης χαρακτηρίζει ευλογημένη την ώρα αυτή.

Ο Φωτάκος γράφει: «Η εκστρατεία του στρατηγού τούτου (σημ: του Καραϊσκάκη) τα πάντα έσωσε, διότι εκτός των άλλων απεστόμωσε τους εξωτερικούς εχθρούς της Ελλάδος, οι οποίοι έλεγον εις τον Σουλτάνον, ότι όλη η Ρούμελη υπετάχθη εις τον Κιουταχήν και ότι Έλληνες πλέον δεν υπάρχουν ειμή μόνον ραγιάδες, η δε Πελοπόννησος ήρχισε κι αυτή δια του Νενέκου να προσκυνεί». Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης έφυγε από το Ναύπλιο. Μαζί του είχε λιγοστούς καπεταναίους, τον Πανουργιά, τον Βέρη, τον Φραγκίστα και τον Γιαννάκη Ανδρούτσο, αδελφό του Οδυσσέα και 650 παλικάρια.

Ο Καραϊσκάκης στην Αττική

Όταν έφθασε στην Αττική ο Καραϊσκάκης, άρχισαν να πλαισιώνουν το στράτευμά του σπουδαίοι οπλαρχηγοί (Νικηταράς, Γενναίος Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Δυοβουνιώτης ,που παράτησε τα «καπάκια» τις συμφωνίες δηλαδή που είχε κάνει με τους Τούρκους κ.ά.). Συνολικά πλέον, ο «γιός της καλόγριας» είχε υπό τις διαταγές του 3.500 – 4.000 άνδρες και συγκρότησε στρατόπεδο στην Ελευσίνα.

Στις 3 Αυγούστου, ο Κιουταχής με 10.000 άνδρες και 26 πυροβόλα έφτασε από τη Θήβα στην Αθήνα και ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Ακρόπολη. Στις 5 Αυγούστου ο Καραϊσκάκης στρατοπέδευσε στο Χαϊδάρι και αναχαίτισε εχθρική επίθεση. Λόγω λανθασμένης τακτικής του Γάλλου φιλέλληνα Φαβιέρου στις 8 Αυγούστου, σκοτώθηκαν 70 Έλληνες και φιλέλληνες. Δύο απ’ αυτούς, οι Ρουσέν και Πεκάρα αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκαν μετά από διαταγή του Κιουταχή.
Φαβιέρος
Οι Τούρκοι πάντως είχαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες γύρω στους 500 άνδρες. Ο Φαβιέρος ήταν μεν γενναίος και πραγματικός φιλέλληνας, αλλά προσπαθούσε να εφαρμόσει στην Ελλάδα τις ναπολεόντειες μεθόδους. Ο Jurien de la Graviere γράφει. «Ο Καραϊσκάκης εστρατηλάτει κατά την κλεφτικήν μέθοδον. Διεξήγαγε δε τον τοιούτον πόλεμον κατά την στρατείαν ταύτην μεθ’ όσης δυνάμεως και ο Κολοκοτρώνης και μετά πλείονος ευφυΐας».

Από τότε άρχισε να υπάρχει έντονη εχθρότητα ανάμεσα στους Καραϊσκάκη και Φαβιέρο, τον οποίο ο πρώτος ονόμαζε Χαβίνο (βλάκα ή χαζό!). Στις 9 Αυγούστου ο Καραϊσκάκης προσκλήθηκε από τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνί στο πλοίο του «Σειρήν» που βρισκόταν στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας. Μαζί του ήταν ο γλωσσομαθής γραμματικός του Χρηστίδης και ο Χελιώτης. Έκπληκτος ο Καραϊσκάκης είδε στο πλοίο τον Κιουταχή και τον Ομέρ πασά της Καρύστου, ίσως τον πιο ικανό Οθωμανό αξιωματικό που έδρασε το ‘21. Οι δύο Οθωμανοί του πρόσφεραν όλα τα βιλαέτια από τον Έγριπο (Εύβοια) ως την Άρτα.

Ακολούθησε ο εξής διάλογος:

-Γιατί, πασά μου, θέτε το άδικό μας και δε μας αφήνετε να ζήσουμε κι εμείς, κατά πώς επιθυμάμε, στον τόπο που γεννηθήκαμε;

-Πάντα με το σπαθί μας τον είχαμε και με το σπαθί μας τον ξαναπαίρνουμε, είπε ο Κιουταχής.

-Μαζί σας οι Ρωμιοί ψωμί να ματαφάνε (ξαναφάνε), δε γίνεται, ανταπάντησε ο Καραϊσκάκης.

Στο τέλος της κουβέντας, ο «γιος της καλόγριας» είπε στον Έλληνα γραμματικό του Κιουταχή: «Βόλια έχω για τον Κιουταχή σου, μονάχα βόλια».

Αν και ο Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι η συνάντηση ήταν τυχαία, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει. Ο Κιουταχής θαύμαζε τον Καραϊσκάκη και ήθελε να τον γνωρίσει από κοντά. Έλεγε μάλιστα γι’ αυτόν:

-Δε φοβάμαι το ρωμέικο μιλέτι ( έθνος) τόσο, όσο τον Καραϊσκάκη!

Αφού έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στην Ελευσίνα, ο Καραϊσκάκης αποφάσισε ότι έπρεπε να διακόψει κάθε οδό ανεφοδιασμού του Κιουταχή. Μάλιστα, στις 23 Αυγούστου εκλεκτοί άνδρες του, με επικεφαλής τον Λυκογιώργο, πήγαν στα Σκούρτα (ένα από τα Δερβενοχώρια) όπου βρίσκονταν οι αποθήκες τροφίμων του Κιουταχή και τα κοπάδια ζώων για τον στρατό του. Οι άνδρες του Καραϊσκάκη επέστρεψαν με άφθονα τρόφιμα, χιλιάδες γιδοπρόβατα, βόδια, μουλάρια, άλογα και μερικούς αιχμαλώτους.

Ο Καραϊσκάκης, αφού άφησε τον Βάσο Μαυροβουνιώτη με 1.000 άνδρες στην Ελευσίνα για να αναχαιτίζει τις επιδρομές των Τούρκων κατά των γύρω χωριών και να παρενοχλεί τον Κιουταχή ξεκίνησε στις 25 Οκτωβρίου 1826 με 2.500 άνδρες να αποκόψει τη βασική οδό τροφοδοσίας του Κιουταχή, καταλαμβάνοντας τις Θερμοπύλες.

Καθώς ήταν άρρωστος, τον μετέφεραν σηκωτό σε ξυλοκρέβατο. Πριν ξεκινήσουν είπε στους καπεταναίους ότι δεν θα πρέπει να ενοχλήσουν τους Ρουμελιώτες χωρικούς: «Αν τους φερνόμαστε χειρότερα από τους Τούρκους, πώς θέλετε να ξαναπάρουν τ’ άρματα να πολεμήσουν για τη λευτεριά μας;». Αντίθετα, ήταν αμείλικτος με τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης, καθώς τους διαμήνυσε ότι αν δεν παρατήσουν τα καπάκια, θα τους χτυπήσει αλύπητα.

Η σύγκρουση στη Δομβραίνα

Ο Καραϊσκάκης με τους άνδρες του πέρασαν από τα χωριά Καλύβια και Κούντουρα και ύστερα από πεντάωρη πορεία μέσα σε φοβερή καταιγίδα και παγωμένο βοριά έφτασε στο στενό της Κάζας. Εκεί οι άνδρες αναπαυθήκαν και στις 27 Οκτωβρίου συνέχισαν την πορεία τους και έφτασαν στην περιοχή της Δομβραίνας (Κορύνης) όπου βρισκόταν η πρώτη εχθρική φρουρά.

Ο Γερμανός φιλέλληνας γιατρός Heinrich Treiber (1797-1882) που ακολουθούσε τον Καραϊσκάκη στην εκστρατεία αυτή έγραψε: «…υπάρχουν Τούρκοι τους οποίους σκοπεύαμε να αιφνιδιάσουμε, αλλ’ ο ερχομός μας προδόθηκε και αποσύρθηκαν σε 3 πύργους και μερικά οχυρωμένα σπίτια. Φτάνουμε κοντά στη Δόμπραινα και πηγαίνουμε στο Κακόσι, ένα μεγάλο κατεστραμμένο χωριό. Οι Τούρκοι διασκεδάζουν πυροβολώντας μας από τους πύργους, όταν περνάμε κοντά απ’ αυτούς. Οι δικοί μας μπαίνουν στη Δόμπραινα και κάνουν πολλές λεηλασίες. Έχουμε μόνο λίγους τραυματίες και 2 νεκρούς».
Ο πύργος του Καραϊσκάκη στη Δομβραίνα
Στο λιμάνι της Δομβραίνας υπήρχε μια τουρκική γολέτα που την κυρίευσαν οι Έλληνες. Ο μέχρι πριν λίγο ξαπλωμένος Καραϊσκάκης είχε σηκωθεί και μ’ ένα σπαθί σκότωνε Τούρκους. Ο Κ. Ράδος γράφει ότι αυτό είναι το σπαθί που χάρισε αργότερα ο Καποδίστριας στον Γάλλο Στρατάρχη Μεζόν, που εκδίωξε από τον Μοριά τον Ιμπραήμ (1828-1829). Στη γολέτα που αναφέραμε υπήρχε ένα κανόνι.

Ο Καραϊσκάκης διέταξε να το στήσουν και με αυτό χτυπούσε τους Τούρκους. Όταν όμως έπιασε δυνατό ανεμοβρόχι, σχεδόν όλοι οι στρατιώτες έφυγαν. Φοβούμενος ότι το κανόνι θα πέσει στα χέρια των Τούρκων, ο Καραϊσκάκης άρχισε να το τραβάει με ένα σχοινί ζητώντας βοήθεια. Πρώτος όλων έσπευσε ο Νικηταράς (!), ο εντιμότερος και, ίσως, ο γενναιότερος από όλους τους αγωνιστές του 1821.

Στις 9 Νοεμβρίου έφτασαν από τη Θήβα 300 Τούρκοι για να βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους, μετά όμως από τετράωρη μάχη με τους Έλληνες τράπηκαν σε φυγή. Στις 3 Νοεμβρίου έφτασαν από τη Λιβαδειά περισσότεροι από 1.000 Τουρκαλβανοί, υπό τον Μουστάμπεη Κιαφεζέζη, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή μετά από επίθεση του Καραϊσκάκη. Στις 11 Νοεμβρίου έφθασε στο ελληνικό στρατόπεδο ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης (Ηπειρώτης στην καταγωγή, πιθανότατα από το Δελβινάκι Πωγωνίου), με το ιππικό του, που τόσο πολύ είχε ανάγκη ο Καραϊσκάκης.
Ο Καραϊσκάκης επικεφαλής των Ελλήνων σε μάχη με τους Τούρκους
Το ίδιο βράδυ οι Έλληνες έστησαν ενέδρα σε Τούρκους στα αμπέλια της Δομβραίνας. Στη σύγκρουση ενεπλάκησαν και άλλοι Τούρκοι με αποτέλεσμα επτά Έλληνες να χάσουν τη ζωή τους, ανάμεσά τους κι ο ήρωας του Μεσολογγίου Γιαννάκης Σουλτάνης. Ο θάνατός του στενοχώρησε πολύ τον Καραϊσκάκη, ο οποίος σε γράμμα που έστειλε την άλλη μέρα στους Ψαριανούς ανέφερε: «Αιωνία η μνήμη τοιούτου ήρωος. Και άμποτες να μιμηθώσι το παράδειγμά του όλοι οι αισθαντικοί Έλληνες».
Γιαννάκης Σουλτάνης
Στο μεταξύ, στην Αταλάντη όπου ο Κιουταχής είχε τις αποθήκες του κι από εκεί τα καΐκια μετέφεραν εφόδια στο Πόρτο Ράφτη της Αττικής, ελληνικά στρατεύματα επιχείρησαν αιφνιδιασμό. Όμως, εντελώς λανθασμένα, αρχηγός της επιχείρησης ορίστηκε ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος με 80 άνδρες, 2 Γάλλους φιλέλληνες, τους Ρεϊμπό και Ροντιέ και με τα καράβια των Λεμπέση και Κυριάκου πήγε στη Σκύρο, τη Σκιάθο και τη Σκόπελο όπου βρίσκονταν 1.500 Θεσσαλοί και Μακεδόνες, με αρχηγούς τους Γάτσο και Καρατάσο, τους οποίους έπεισε να επιτεθούν στις αποθήκες του Κιουταχή στην Αταλάντη.

Παρά την αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων, λόγω της ανικανότητας του Κωλέττη και της διαμάχης των Γάτσου- Καρατάσου για το ποιος θα αναλάβει την αρχηγία των 1.500 ανδρών, οι Τούρκοι επικράτησαν, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο Κιουταχής έστειλε εναντίον τους τον Κεχαγιάμπεη (υπαρχηγό του).

Βλέποντας τις εξελίξεις αυτές, ο Καραϊσκάκης έφυγε στις 14 Νοεμβρίου από την Δομβραίνα και κινήθηκε δυτικά, για να ενώσει τα διάφορα ελληνικά στρατιωτικά σώματα, που πολιορκούσαν τα Σάλωνα (Άμφισσα) και τις δυνάμεις του Γαρδικιώτη Γρίβα που βρισκόταν στο Δίστομο.

Στον Ελικώνα συνάντησε Σουλιώτες, που ήταν πικραμένοι από την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον Καραϊσκάκη, αλλά και γιατί έβλεπαν ότι η πατρίδα τους θα έμενε έξω από το ελληνικό κράτος, όταν αυτό θα αποκτούσε υπόσταση. Ο Καραϊσκάκης, συγκινημένος, τους είπε: «Μία είναι η πατρίδα. Γι’ αυτήνανε πολεμάμε όλοι. Ας τη λευτερώσουμε πριν και κανείς δεν θα μείνει αδικημένος. Ας ξεχάσουμε λοιπόν όσα γίνηκαν κι ας πολεμήσουμε αδελφωμένοι τον οχτρό».

Η μάχη της Αράχοβας

Ο Καραϊσκάκης στο μεταξύ αποφάσισε να κατέβει προς τα παράλια του Κορινθιακού Κόλπου. Κινήθηκε αρχικά προς το χωριό Χόστια και στις 15 Νοεμβρίου προς τη Μονή Σεραφείμ (Δομπού). Εκεί άφησε φρουρά 160 ανδρών υπό τον Βαρβιτσιώτη και πριν τη δύση του ήλιου έφτασε στη Μονή Οσίου Λουκά όπου άφησε φρουρά 60 ανδρών. Τελικά στρατοπέδευσε στο Δίστομο για να ξεκουραστούν οι στρατιώτες του.

Ο Καραϊσκάκης κατέλυσε σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι και άναψε φωτιά στο τζάκι του. Ξαφνικά, στο στρατόπεδό του εμφανίστηκε ένας νεαρός καλόγερος, ο Παφνούτιος Χαρίτος που ζήτησε να δει τον γιο της καλόγριας. Ο νεαρός ερχόταν από τη Μονή της Ιερουσαλήμ (Αγιαρσαλή κατά τους χωρικούς της περιοχής) που βρίσκεται πάνω από τη Δαύλεια.

Είπε στον Καραϊσκάκη ότι τον έστειλε ο ηγούμενος της Μονής, να τον ενημερώσει ότι ο Μουστάμπεης και ο Κεχαγιάμπεης, με 2.500-3.000 άνδρες είχαν διανυκτερεύσει το προηγούμενο βράδυ στη Μονή και είπαν ότι σκόπευαν να περάσουν την επόμενη μέρα μέσα από την Αράχοβα και να «χτυπήσουν» τους Έλληνες που πολιορκούσαν το κάστρο των Σαλώνων (Άμφισσας).
Ο Παρνασσός χιονισμένος
Έκπληκτος ο Καραϊσκάκης ρώτησε τον νεαρό μοναχό:

-Πώς, ωρέ, τα ‘μαθε αυτά ο ηγούμενος;

-Ένας από τους υποταχτικούς μας (ενν. υπηρέτης, κατ’ άλλους ήταν ο διάκος) που ξέρει τα τούρκικα, υπηρετώντας (περιποιούμενος) τους μπέηδες που φάγανε στο μοναστήρι άκουσε τον Μουστάμπεη να ξηγάει το σχέδιο στον Κεχαγιάμπεη.

-Και ποιο είναι αυτό;

-Ως πεντακόσιοι Αρβανίτες θα σηκωθούν αξημέρωτα και θα τραβήξουν από τον Παρνασσό για τη Ράχοβα. Το αποδέλοιπο (υπόλοιπο) ασκέρι του θα περάσει από το Ζεμενό. Αν στο στενό βρουν αντίσταση, οι άλλοι που θα ΄χουν φτάσει πρωτύτερα στην Αράχοβα, θα χτυπήσουν πισώπλατα τους Έλληνες.
Ο Παρνασσός χιονισμένος
-Ξέρουν πως είμαστε εδώ;

-Όχι, θαρρούνε πως βρισκόσαστε ακόμα στη Ντομπραίνα.

-Γύρνα δίχως να χασομερήσεις και πες στον ηγούμενο πως του χρωστάω μεγάλη χάρη για το μαντάτο που μου ‘στειλε.

Ο Καραϊσκάκης πετάχτηκε όρθιος και ζήτησε από τους οπλαρχηγούς του να ετοιμαστούν. Στην περιοχή της Αράχοβας, ο Κιουταχής είχε στείλει τον εμπειρότερο και ικανότερο αξιωματικό του Μουστάμπεη, μαζί με τον Ασλάμπεη, με ισχυρότατο σώμα Αλβανών και με αξιόλογο επιτελείο.

Ο Μουστάμπεης έμαθε ότι ο Καραϊσκάκης βρισκόταν στο Δίστομο και μαζί με τον αδελφό του Καριοφίλμπεη, τον Ελμάζμπεη και τον Κεχαγιά του Κιουταχή ξεκίνησαν για να καταλάβουν την Αράχοβα. Ο Καραϊσκάκης όμως είχε προβλέψει την κίνηση αυτή και στις 18 Νοεμβρίου είχε στείλει εκεί τον Γαρδικιώτη Γρίβα, τον Γεώργιο Βάγια και τον Μήτρο Βάγια με εντολή να μην αφήσουν τους Τούρκους να πλησιάσουν. Οι Έλληνες κατέλαβαν μερικά οχυρωμένα σπίτια.

Σύντομα έφτασαν οι Τούρκοι που κατέλαβαν άλλα σπίτια, προς την αντίθετη πλευρά της Αράχοβας. Τότε, οι Έλληνες βελτίωσαν τις θέσεις τους αφού οχυρώθηκαν στην εκκλησία και τα πιο οχυρά σπίτια του οικισμού. Σύντομα άρχισαν οι πυροβολισμοί μεταξύ των αντιπάλων. Ο Καραϊσκάκης, αφού έμαθε τι γινόταν, ξεκίνησε με τους άνδρες του για την Αράχοβα.
Η μάχη της Αράχοβας, πίνακας του von Hess
Όταν πλησίασαν σε αυτή, διέταξε τους στρατιώτες του να πυροβολήσουν ο καθένας τρεις φορές για να δημιουργήσουν πανικό στους εχθρούς. Οι Τουρκαλβανοί φοβήθηκαν και θα έφευγαν για τα Σάλωνα, αν δεν μάθαιναν ότι τον δρόμο προς τα εκεί είχε αποκλείσει, μετά από εντολή του Καραϊσκάκη βέβαια, ο Δυοβουνιώτης με τους άντρες του. Βλέποντας ότι σύντομα θα βρεθούν ανάμεσα σε δύο πυρά βγήκαν από τα σπίτια και κατέλαβαν ένα ύψωμα κοντά στην Αράχοβα, από όπου πίστευαν ότι θα μπορούσαν να χτυπήσουν αποτελεσματικά τους Έλληνες αλλά και να απαγκιστρωθούν εύκολα.

Πάντως, αν δεν ερχόταν βοήθεια από την Αθήνα, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα γι’ αυτούς… Σύμμαχός τους ήταν ο καιρός. Επρόκειτο για μια γλυκιά φθινοπωρινή ημέρα. Μετά την «εγκατάσταση» των Τουρκαλβανών στο ύψωμα, η μάχη συνεχίστηκε σφοδρότερη ως τη δύση του ηλίου, οπότε ο Καραϊσκάκης έφτασε στην Αράχοβα.

Ξαφνικά, άρχισε να φυσά δυνατός, παγωμένος βοριάς και να πέφτει πυκνό χιόνι. Ο Καραϊσκάκης εγκαταστάθηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και οι άνδρες του, όσοι δεν φύλαγαν σκοπιά, ζεσταίνονταν στα τζάκια των σπιτιών της Αράχοβας. Οι Τουρκαλβανοί θα μπορούσαν να φύγουν σχετικά εύκολα, αλλά ο Μουστάμπεης δεν ήθελε να αφήσει τον Καραϊσκάκη κύριο της Αράχοβας, ενώ παράλληλα πίστευε στη μαχητική ικανότητα των Αλβανών. Παράλληλα, αρκέστηκε να στείλει αγγελιοφόρους στην Αθήνα, για να ζητήσει βοήθεια από τον Κιουταχή.

Η μάχη συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα. Οι Έλληνες προωθούνταν και το χιόνι έπεφτε πιο πυκνό. Η βοήθεια που ζήτησε όμως ο Μουστάμπεης κατέφθασε στην Αράχοβα. Επρόκειτο για 800 άνδρες υπό τον Αβδουλάχ μπέη. Όμως, στη διάβαση του Ζεμενού, ο ευφυής Καραϊσκάκης είχε φροντίσει να βρίσκονται ισχυρές ελληνικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία σπουδαίων οπλαρχηγών (Λ. Βέικος, Γ. Τζαβέλας, Χ. Χατζηπέτρος, Γ. Αγαλλόπουλος, με τους στρατιώτες του ασθενούντος Νικηταρά κ.ά.).

Οι Έλληνες με γυμνά σπαθιά καταδίωξαν τους Τούρκους ως τη Δαύλεια. Οι απώλειες των εχθρών ήταν μεγάλες: 100 νεκροί, περισσότεροι από 100 τραυματίες και 80 υποζύγια με τρόφιμα και πυρομαχικά. Οι Έλληνες είχαν μόνο δύο νεκρούς.
Τα ερείπια της αρχαίας Δαυλίδος, της σημερινής Δαύλειας από το βιβλίο του C.H.Hanson THE LAND OF GREECE
Οι Αλβανοί του Μουστάμπεη βρίσκονταν επί εφτά μερόνυχτα, μέσα σε χιονοστρόβιλους, χωρίς τροφή, νερό και θέρμανση, αφού το μέρος που είχαν στρατοπεδεύσει ήταν άδενδρο. Οι Αλβανοί ζήτησαν να φύγουν, αφήνοντας στους Έλληνες τα μη απαραίτητα για την πορεία ζώα και μεγάλο μέρος των αποσκευών τους. Ο Καραϊσκάκης ζήτησε να δώσουν τα όπλα τους και ό,τι άλλο είχαν εκτός από μια ενδυμασία, καθώς και να παραδώσουν τα Σάλωνα και τη Λιβαδειά.

Οι Αλβανοί θεώρησαν τους όρους εξευτελιστικούς και συνέχισαν να μάχονται. Σκόπευαν να διαφύγουν πολεμώντας ανάμεσα στους Έλληνες. Αυτή την εντολή έδωσε ο Μουστάμπεης τη νύχτα της 23ης προς 24η Νοεμβρίου. Ενώ όμως ετοιμάζονταν για το παράτολμο εγχείρημά τους, μια σφαίρα από τον Αραχοβίτη Στεργίου, βρήκε τον Μουστάμπεη στο κεφάλι. Διαισθανόμενος το τέλος του, ζήτησε από τον αδερφό του Καριοφίλμπεη να του κόψει το κεφάλι, για να μην το κάνουν αυτό οι Έλληνες και ατιμαστεί.

Ο Κεχαγιάς, ενώ η χιονόπτωση συνεχιζόταν πιο έντονη, έστειλε αντιπροσωπεία στον Καραϊσκάκη, στην οποία μετείχε κι ένας προδότης Έλληνας, που ήταν ανάμεσα στους κατηγόρούς του στη δίκη του Αιτωλικού. Πρόσφεραν στον Καραϊσκάκη 500.000 γρόσια για να τους αφήσει να φύγουν ανενόχλητοι. Αλλά οι Έλληνες ζήτησαν επίσης τα όπλα και όσα πράγματα είχαν μαζί τους οι αποκλεισμένοι, όπως και την παράδοση των Σαλώνων και της Λιβαδειάς. Πλέον δεν υπήρχε άλλη λύση από το να ανοίξουν οι Αλβανοί τον δρόμο με τα σπαθιά, περνώντας ανάμεσα από τους Έλληνες.

Το χιόνι βάφτηκε κόκκινο…

Ξαφνικά, 700 Γκέκηδες, αντίθετοι από την αρχή σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τους Έλληνες, ξεκίνησαν να φύγουν. Στο στρατόπεδο των Τουρκαλβανών επικράτησε πανικός. Οι Έλληνες, βγάζοντας τα σπαθιά από τα θηκάρια τους, καθώς τα ντουφέκια είχαν αχρηστευθεί από το χιόνι, άρχισαν να κυνηγούν τους εχθρούς. Ο Καριοφίλμπεης έπεσε νεκρός. Στις αποσκευές του βρέθηκε το κεφάλι του Μουστάμπεη. Ο Κεχαγιάς αιχμαλωτίστηκε. Αν και πρόσφερε μεγάλο χρηματικό ποσό για να αφεθεί ελεύθερος, οι Έλληνες τον σκότωσαν.

Οι καιρικές συνθήκες ήταν τόσο κακές, που οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να κυνηγήσουν τους Τουρκαλβανούς πέρα από τις τελευταίες πλαγιές του Παρνασσού. 1.200 μόνο από αυτούς έφτασαν στην κορυφή του βουνού. Μέσα στο πυκνό χιόνι, περπάτησαν προς τη μονή της Ιερουσαλήμ. Κάποιοι σκοτώθηκαν από χιονοστιβάδες. Άλλοι τραυματισμένοι και με κρυοπαγήματα δεν άντεξαν και πέθαναν καλυμμένοι από χιόνι. Μόνο 200 έφτασαν στη μονή της Ιερουσαλήμ. Όταν έλιωσαν τα χιόνια, την άνοιξη, αποκαλύφθηκαν εκατοντάδες σοροί Τουρκαλβανών…

Ο Χ. Περραιβός γράφει: «Ολιγότατοι σχεδόν έμειναν αβλαβείς, διότι των μεν οι πόδες, των δε οι χείρες, άλλων οι οφθαλμοί και ετέρων οι ρίνες υπέφεραν ακρωτηριασμούς». Οι Έλληνες είχαν μόνο οχτώ νεκρούς και εννιά τραυματίες.

Το μακάβριο τρόπαιο

Τα λάφυρα που αποκόμισαν οι Έλληνες ήταν πολλά. Τουρκικές σημαίες, πλήθος αλόγων, αποσκευές με πολύτιμα αντικείμενα και όπλα. Στις 24 Νοεμβρίου έκοψαν τα κεφάλια 300 νεκρών Τουρκαλβανών και τα έστησαν σε σχήμα πυραμίδας σε ψηλό σημείο. Στη βάση της πυραμίδας τοποθέτησαν πινακίδα που έγραφε τα εξής «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Οθωμανών ανεγερθέν κατά το 1826 έτος Νοεμβρίου 24 εν Αράχωβα». Ο Αθανάσιος Ιατρίδης, ζωγράφος που ακολουθούσε τον Καραϊσκάκη, απεικόνισε το μακάβριο τρόπαιο.
Ο ζωγράφος Αθανάσιος Ιατρίδης
Τα κεφάλια του Μουστάμπεη και του Κεχαγιά, καθώς και 12 επιφανείς Τούρκοι αιχμάλωτοι στάλθηκαν στην κυβέρνηση στην Αίγινα. Μαζί τους και ο Έλληνας Τάτσης Μαγγίνας, που είχε προσχωρήσει στις δυνάμεις του Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης δεν θέλησε να τον σκοτώσει και τον έστειλε στην κυβέρνηση. Καθώς όμως ήταν άνθρωπος του Μαυροκορδάτου, στάλθηκε ως πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και αργότερα έγινε Υπουργός του Όθωνα!

Όσο για το μακάβριο τρόπαιο; Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής έστειλαν με πλοία στον σουλτάνο κεφάλια και μέλη σωμάτων Ελλήνων. Κατά τον Δ. Κόκκινο, τα κομμένα κεφάλια των Τουρκαλβανών «… μαρτυρούν το εξαγριωμένον εκ του αγώνος ελευθερίας ή θανάτου ένστικτον των πολεμιστών».
Πυραμίδα με κεφάλια Τούρκων που σκοτώθηκαν στην Αράχοβα
Επίλογος

Ο Καραϊσκάκης δεν οικειοποιήθηκε τη μεγάλη νίκη. Έστειλε στην κυβέρνηση κατάλογο με όλους τους οπλαρχηγούς που συμμετείχαν σ’ αυτή. Η είδηση του θριάμβου των Ελλήνων μεταδόθηκε παντού και ήταν φανερό πως μόνο ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μπορούσε να σώσει την Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Πηγές: ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Α. ΚΟΚΚΙΝΟΥ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», τ. 5, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ», 1974
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Τόμος γ’, Τρίτη Έκδοση, Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου