Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

Η γλώσσα του νέου ελληνικού κράτους (19ος αιώνας)

Μετά την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το έθνος έπρεπε να οργανωθεί σύμφωνα με τα πρότυπα της Δύσης και να θέσει τις βάσεις για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική του ανάπτυξη.Για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις και οι αδυναμίες της τότε ομιλουμένης κοινής έπρεπε να συγκροτηθεί νέος γλωσσικός τύπος για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της διοίκησης, της επιστήμης και της τέχνης. Χάρη στο κύρος του Αδαμάντιου Κοραή η διδασκαλία του περί μέσης οδού, παρά τις διάφορες αντιρρήσεις, είχε γίνει γενικά αποδεκτή. Το πρόβλημα όμως του «καθαρισμού» της ομιλουμένης και εμπλουτισμού της από την αρχαία γλώσσα απαιτούσε προσεκτική αντιμετώπιση.

Ο Κοραής και η ελληνική γλώσσα



Το γλωσσικό ζήτημα συζητήθηκε έντονα τα τελευταία πενήντα χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821. Ο Κοραής με τη θέση του περί «μέσης οδού» δέχτηκε τη σφοδρή πολεμική αρχαϊστών όπως του Νεόφυτου Δούκα, του Στέφανου Κομμητά και του Παναγιώτη Κοδρικά. Ο ίδιος όμως δεν δεχόταν αυτούσια τη νεοελληνική δημοτική που όπως αναφέραμε έπρεπε να «καθαρισθεί» και να «καλλωπισθεί». Στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του ο Κοραής προσέγγιζε περισσότερο τη δημοτική και φαίνεται ότι είχε αμφιβολίες για την ορθότητα των παλαιότερων γλωσσικών του ιδεών: «εάν κατά δυστυχίαν είναι εσφαλμένα (όσα υποστήριζε για τη γλώσσα) … φρωνιμωτέραν άλλην συμβουλήν εις το έθνος να δώση τις δεν έχει παρά την συμβουλήν… να γράφη καθώς μιλεί και να μη γυρεύει να σιάση (φτιάξει, διορθώσει) την γλώσσαν οπού έλαβεν από τους γονιούς του». Ο «πατέρας» της γλωσσολογίας στην Ελλάδα Γεώργιος Χατζιδάκις έλεγε ότι ο Κοραής «παρέπλεε τη δημοτικήν». Συνεπώς με βάση τα παραπάνω ο χαρακτηρισμός του Κοραή ως «πατέρα της καθαρεύουσας» είναι εσφαλμένος.









Οπαδοί και αντίπαλοι του Κοραή



Ένας από τους πρώτους και τους πλέον ένθερμους οπαδούς του Κοραή ήταν ο Μεσολογγίτης πολιτικός και λόγιος Σπυρίδων Τρικούπης (1788-1873). Στον πρόλογο της «Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Αθήνα, 1853), ο Τρικούπης γράφει: «Την μέσην οδόν, την μεταξύ, λέγω, των χυδαϊζόντων (ενν. τους δημοτικιστές της εποχής) και των ελληνιζόντων, εβουλήθην συγγράφων να βαδίσω διότι εθεώρησα και θεωρώ ότι εν τη μέση οδώ κείνται τα εισέτι αφανή όρια της γλώσσης αν θέλωμεν ουδ’ ημπορούμεν να μη θέλωμεν να καταντήσει η λαλουμένη και η γραφομένη γλώσσα μία και αυτή... Η γλώσσα είναι κτήμα όλου του έθνους και όσον αξιέπαινος είναι ο πλουτίζων το εθνικόν τούτο κτήμα, τόσον αξιόμεμπτος σφετεριστής είναι ο μεταποιών και διαχειριζόμενος αυτό κατά όρεξίν του».

Ο πλέον δυναμικός από τους υποστηρικτές του Κοραή ήταν ο γεννημένος στο Γραμμένο Ιωαννίνων Κωνσταντίνος Ασώπιος (1785-1872). Όταν το 1853 ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868) δημοσίευε το φυλλάδιο «Η Νέα Σχολή του γραφόμενου λόγου ή ανάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης ευνοουμένης υπό πάντων» με το οποίο διακήρυττε ότι το γλωσσικό πείραμα του Κοραή ήταν αποτυχημένο, ο Ασώπιος καυτηρίασε ανώνυμα όσα έγραφε ο Σούτσος: «Ημείς ούτε του χυδαϊσμού συνήγοροι ουδέποτε εγενόμεθα, ούτε γλωσσικόν εταστήριον εστήσαμεν, αυστηρώς καταδικάζοντες τους παραβαίνοντες τους τεθέντας θεσμούς, αλλά μετ’ ευγνωμοσύνης αποδεχόμενοι πάσας τας επί το βέλτιον γινομένας εις την γλώσσαν μεταρρυθμίσεις επροσπαθήσαμεν όσον ενήν, να μιμηθώμεν ει τι καλόν εκρίναμεν, αφήνοντας τους κρείττοντας να πράξωσι τα καλλιώτερα…».
(Κωνσταντίνος Ασώπιος, «Τα Σούτσεια», Αθήνα 1853)



Ο «καθαρισμός» και ο εμπλουτισμός της κοινής γλώσσας έγινε κυρίως από τους λεξικογράφους. Στα λεξικά δεν παρουσιάζεται μόνο ο παραδοσιακός πλούτος της ελληνικής γλώσσας αλλά και οι νεολογισμοί: νέες λέξεις που δημιουργήθηκαν για την εξυπηρέτηση καινούργιων γνωστικών αναγκών ή και παλιές λέξεις που έλαβαν νέα σημασία. Πρωτοπόρος της νέας ελληνικής λεξικογραφίας ήταν ο Φαναριώτης Σκαρλάτος Βυζάντιος (1798-1878) συντάκτης του «Λεξικού της καθ’ ημάς ελληνικής διαλέκτου» (Αθήνα 1835) και του «Λεξικού Ελληνικού και Γαλλικού» (Αθήνα 1846). Φανατικός αρχαϊστής ο Βυζάντιος πίστευε ότι ο «καθαρισμός» της γλώσσας θα οδηγούσε στην αρχαία της μορφή.

Στον τομέα των νεολογισμών σημαντική ήταν η συνεισφορά του Αδριανουπολίτη φιλόλογου, λόγιου και αρχαιολόγου Στέφανου Κουμανούδη (1818-1899), ενός πραγματικά πολυμαθή και πολυπράγμονα επιστήμονα που έγραψε τη «Συλλογή λέξεων αθησαυρίστων εν τοις ελληνικής λεξικοίς» (Αθήνα 1893) και τη «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του (1900). Παρά τα λάθη και τις παραλείψεις του, το Λεξικό αυτό είναι προϊόν πολυετούς προσπάθειας και άξιο πολλών επαίνων. Βέβαια πολλές από τις ετυμολογίες που παραθέτει ο Κουμανούδης δεν ισχύουν πλέον καθώς νεότερες έρευνες άλλαξαν τα δεδομένα, ωστόσο το έργο του παραμένει μοναδικό μέχρι σήμερα.

Το εμπορικό λεξιλόγιο είχε αρχίσει να αλλάζει πριν την Επανάσταση. Ένας ακόμα Ηπειρώτης, ο Νικόλαος Παπαδόπουλος (1769-1820) εξέδωσε στη Βενετία (1815-1817) το πολύτομο έργο «Ερμής ο Κερδώος, ήτοι Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια» με το οποίο γινόταν μια γενναία προσπάθεια να εξοβελιστούν οι ξενόγλωσσοι όροι από το εμπορικό λεξιλόγιο και να αντικατασταθούν από καθαρά ελληνικές λέξεις. Κάτι ανάλογο έγινε πολλά χρόνια αργότερα με τη στρατιωτική και τη ναυτική ορολογία που «καθαρίστηκαν» από ξένες λέξεις και αντικαταστάθηκαν από αρχαίες λέξεις ή λέξεις φτιαγμένες κατά το αρχαίο τυπικό. Η ναυτική ορολογία της νεότερης Ελλάδας διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από το «Ονοματολόγιον Ναυτικόν» των Λ. Παλάσκα-Α. Κουμελά-Φ. Ιωάννου (Αθήνα 1858), ενώ στη στρατιωτική ορολογία συνέβαλε το σύγγραμμα του Γρ. Χαντσερή «Σκευολόγιον Στρατιωτικόν» (Αθήνα 1870).









Πώς έγινε ο «καθαρισμός» της γλώσσας;

Στο «Λεξικόν Ελληνικόν και Γαλλικόν» ο Σκαρλάτος Βυζάντιος γράφει και τα εξής: «Ίνα ρυθμισθή εντελώς η γλώσσα απαιτείται να ρυθμισθή πρώτον η κοινωνία, να σχηματισθή εθνικόν πνεύμα, να αφανώσι προ πάντων έξοχοι συγγραφείς των οποίων η μούσα επενεργούσα αμέσως επί της γλώσσης, ανανεόνει τας απηρχαιωμένας λέξεις, πολιτογραφεί άλλας νέας, γονιμοποιεί τα αγονώτερα αυτών μέρη, πλουτίζει τα απορώτερα, μεταποιεί επί το αρμονικόν τα τραχύτερα, καθίστησιν ενί λόγω την γλώσσαν την οποίαν μεταχειρίζεται, γλώσσαν παντός τόπου, παντός χρόνου και πάσης τέχνης…»(παραθέτουμε αυτούσια τη «γλώσσα» και την ορθογραφία του κειμένου). Ο «καθαρισμός» της γλώσσας έγινε με τρεις τρόπους, τρεις μορφές:
α) ως ομόχρονος επανελληνισμός: π.χ. όχι μενεξές αλλά γιούλι. Αυτός ο «καθαρισμός» αν και θεμιτός, ελάχιστα επιχειρήθηκε τότε.
β) ως ετερόχρονος επανελληνισμός: π.χ. όχι μενεξές αλλά ίον και
γ) ως ονομασιολογικός εξαρχαϊσμός: π.χ. όχι γιούλι αλλά ίον.



Οι δύο τελευταίες μορφές είναι αυτές που έγιναν ως επί το πλείστον από τους καθαρολόγους γραμματικούς και λεξικογράφους. Έτσι είχαμε μεταξύ άλλων και τις εξής αντικαταστάσεις: ψάρι-ιχθύς, πουλί-πτηνόν, σκύλος-κύων, κόκ(κ)αλο-οστούν, μαλλιά-κόμη, μάτι-οφθαλμός, μύτη-ρις, συκώτι-ήπαρ, σκοτώνω-φονεύω, πλαγιάζω-κατακλίνομαι, φεγγάρι-σελήνη, νερό-ύδωρ, πέτρα-λίθος, φωτιά-πυρ, στάχτη-τέφρα, μονοπάτι-ατραπός, βουνό-όρος, άσπρος-λευκός, μαύρος-μέλας, κόκκινος-ερυθρός, γεμάτος-πλήρης κ.ά.

Όσον αφορά το επιστημονικό, φιλοσοφικό, τεχνικό κλπ. λεξιλόγιο υπήρξαν τέσσερις διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης: α) ορισμένες λέξεις πέρασαν στα «επιστημονικά» κείμενα αυτούσιες: π.χ. ον, εντελέχεια, νόσος, β) οι προερχόμενες από ελληνικές, ξένες λέξεις μπήκαν εύκολα στο νέο ελληνικό λεξιλόγιο: π.χ. biologie- βιολογία, pandemonium-πανδαιμόνιον κ.ά. γ) οι «ημιελληνικές» λέξεις εξελληνίστηκαν πλήρως: π.χ. velodrome-ποδηλατοδρόμιο και δ) τα μεταφραστικά δάνεια μεταφράζονταν ευκολότερα στην καθαρεύουσα και ο εξελληνισμός τους ήταν, κυρίως, αρχαιότροπος π.χ. environment-περιβάλλον.




Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις όπου ο εξαρχαϊσμός ήταν παντελώς άστοχος. Αυτό αφορούσε ιδιαίτερα τα επώνυμα και τα τοπωνυμία. Έτσι ο Μάρκος Μπότσαρης έγινε Βόσσαρις (και Βότσαρης), ο Παναγιώτης Κατσηλιέρης έγινε Κοδρικάς (από τον μυθικό βασιλιά Κόδρο και το επώνυμο της μητέρας του, Κουτρικά). Στα τοπωνύμια, έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν. Ορισμένες αλλαγές ήταν εύστοχες (π.χ. Βόνιτσα-Αίγιο, Δραγαμέστο-Αστακός, Πόρτο Λεόνε και Πόρτο Δράκος-Πειραιάς, Βραχώρι-Αγρίνιο κλπ.) και άλλες απέτυχαν παταγωδώς και δεν επικράτησαν (Σπέτσες-Τιπάρηνος, Καλάβρυτα-Κίναιθος, Καρπενήσι-Καλλιδρόμι, Πύργος-Πύλος Τριφυλιακή κ.ά.).

Παρά τη νεολογική του συμβολή ο «καθαρισμός» της γλώσσας με την αρχαιότροπη ελληνοστρέφειά του είχε σαν αποτέλεσμα τη διγλωσσία. Ήδη το 1895, το 45% των λέξεων που χρησιμοποιούνταν ήταν καθαρευουσιάνικες (Α. Γιάνναρης). Αυτός ο «προγονόφιλος» γλωσσικός μεγαλοϊδεατισμός οδήγησε την καθαρεύουσα στη χλεύη όχι μόνο από τους θερμόαιμους δημοτικιστές αλλά και από τους ψύχραιμους καθαρολόγους.

Ενδεικτικά είναι όσα γράφει για τις αλλαγές στη στρατιωτική ορολογία ο Εμμανουήλ Ροΐδης:
«Ο μακαρίτης Χαντζερής και οι άλλοι στρατιωτικοί ονοματοθέται, μη αρκεσθέντες να δώσωσι νέον όνομα εις μόνα τα νέα και ανώνυμα ακόμη πράγματα, εθεώρησαν πρέπον να μεταβαπτίσωσιν αρχαιοπρεπώς και τα επ’ αιώνων υπό το νεοελληνικόν αυτών όνομα εις πάντα γνωστά, τα υποκάμισα λ.χ., τα βρακία, τα υποδήματα κτλ εις χιτώνας, αρβύλας, ενδρομίδας, κολόβια, αναξυρίδας (παντελόνια) και άλλα ακραιφνώς αττικά». Και κλείνει, ειρωνευόμενος το πώς θα μπορέσουν να καταλάβουν, ιδιαίτερα οι νεοσύλλεκτοι χωρικοί τα εξής:


«Η κεφαλή ορθωμένη. Ο πώγων πλησίον του τραχήλου, η όρασις κατ’ ευθείαν εμπρός, οι ώμοι εις την φυσικήν αυτών θέσιν, το άνω μέρος του σώματος κάθετον επί των ισχίων, οι βραχίονες επίσης, η παλάμη προς τα έξω, ο μικρός δάκτυλος εις την ραφήν της αναξυρίδος…».




Πηγή για το άρθρο μας ήταν τα κεφάλαια «Η καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα» (Γεώργιος Α. Χριστοδούλου) και «Ο καθαρισμός του λεξιλογίου» (Ντίνος Γεωργούδης) από την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ», ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου