Σχεδιασμένο για ευρεία χρήση σε χώρους όπως σχολεία και εργοστάσια είναι ένα νέο
διαγνωστικό τεστ κορωνοϊού που ανέπτυξαν ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Μπόλντερ. Βασίζεται σε δείγμα σάλιου και μπορεί να ανιχνεύσει τη νόσο COVID-19 σε 45 λεπτά αλλάζοντας χρώμα από ροζ σε κίτρινο εάν το δείγμα είναι θετικό
Ζητούμενο του εγχειρήματος των ερευνητών στο Ινστιτούτο Biofrontiers του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ είναι να συνδράμουν στη γρήγορη ανίχνευση των ασυμπτωματικών φορέων του SARS-CoV-2 για την ανάσχεση της διασποράς του ιού, όπως αναφέρεται στη σχετική προδημοσίευση στο MedRiv.org.
Καθώς η πανδημία καλπάζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να εξεταστούν και τα διαγνωστικά εργαστήρια πασχίζουν να ανταπεξέλθουν στην τεράστια ζήτηση, επισημαίνουν οι ερευνητές τονίζοντας πως «κλειδί» για τον περιορισμό της διασποράς είναι η δυνατότητα συχνής υποβολής σε τεστ που δίνουν αποτελέσματα γρήγορα.
Το νέο, φορητό τεστ που ανέπτυξαν βασίζεται στη λήψη σιέλου ως βιολογικό υλικό και δίνει αποτελέσματα σε 45 λεπτά. Στο φιαλίδιο σιέλου προστίθεται ένα διάλυμα για τη σταθεροποίησή του και κατόπιν ο εξεταζόμενος το παραδίδει στο αρμόδιο για τον έλεγχο προσωπικό. Η ακόλουθη επεξεργασία στο εργαστήριο γίνεται μέσω ενός απλού συστήματος που δεν απαιτεί πολλά περισσότερα από πιπέτες, μία πηγή θέρμανσης και ένα μείγμα ενζύμων. Εάν το δείγμα μετατραπεί από ροζ σε κίτρινο, τότε είναι θετικό. Εάν όχι, είναι αρνητικό στην ύπαρξη του SARS-CoV-2.
Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η λήψη ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος με μπατονέτα -η οποία μπορεί παράλληλα να είναι ενοχλητική για τον εξεταζόμενο- ούτε και εξειδικευμένος εργαστηριακός εξοπλισμός, το συγκεκριμένο τεστ είναι λιγότερο «ευάλωτο» σε καθυστερήσεις λόγω συσσώρευσης δειγμάτων στα εργαστήρια ή σε ελλείψεις στην αλυσίδα εφοδιασμού, σημειώνουν οι ερευνητές.
«Σε κάθε τεστ που έχει εγκριθεί μέχρι στιγμής απαιτείται το δείγμα, ακόμη και αν πρόκειται για δείγμα σιέλου, να υποβληθεί σε επεξεργασία σε κλινικό εργαστήριο ή σε ιατρείο με τη χρήση προηγμένου εξοπλισμού. Αυτό μπορεί να διαρκέσει έως και εννέα ημέρες αυτή τη στιγμή» σημειώνει η Sara Sawyer, καθηγήτριας Ιολογίας στο Τμήμα Μοριακής, Κυτταρικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας, η οποία ηγήθηκε της έρευνας για την ανάπτυξη του τεστ.
Το τεστ βασίζεται στην 20ετή μοριακή μέθοδο RT-LAMP που έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και για τον έλεγχο κουνουπιών για τον ιό Ζίκα στις απομακρυσμένες ζώνες της Νότιας Αμερικής.
Όταν συλλεχθεί το δείγμα, θερμαίνεται για να απελευθερωθεί η όποια παρουσία ιικού γονιδιώματος. Εν συνεχεία το δείγμα προστίθεται σε τρεις σωλήνες, καθένας εκ των οποίων περιέχει ένα προσαρμοσμένο μείγμα ενζύμων που, όταν θερμαίνεται σε συγκεκριμένη θερμοκρασία, υφίσταται χημική αντίδραση εφόσον ανιχνευτεί γενετικό υλικό του SARS-CoV-2.
Σε ένα από τα πειράματα που περιγράφονται στη σχετική μελέτη οι ερευνητές διεξήγαγαν μια τυφλή κλινική επαλήθευση: Σε 60 δείγματα σιέλου μόλυναν τα 30 με αδρανοποιημένο SARS-Cov-2 στο εργαστήριο, στη συνέχεια μπέρδεψαν τα δείγματα και τα έδωσαν σε άλλον επιστήμονα για να προχωρήσει σε τεστ με τη μέθοδο RT-LAMP.
Το τεστ κατέδειξε με ακρίβεια 100% όλα τα αρνητικά δείγματα· βρήκε επίσης τα 29 από τα 30 θετικά και ένα δείγμα κρίθηκε ως ασαφές, σύμφωνα με τον Nicholas Meyerson, μεταδιδακτορικό συνεργάτη στο Εργαστήριο Sawyer του Ινστιτούτου BioFrontiers. Περαιτέρω σχετικές δοκιμές από τρίτες πλευρές βρίσκονται σε εξέλιξη.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ επισημαίνουν σε κάθε περίπτωση ότι το τεστ είναι ελαφρώς λιγότερο ευαίσθητο συγκριτικά με τις διαγνωστικές εξετάσεις που διεξάγονται στα κλινικά εργαστήρια. Πάντως, υπολογιστικό μοντέλο έτερων ερευνητών του ίδιου Πανεπιστημίου έχει αποτυπώσει πως η άμεση προσέλευση για τεστ είναι ακόμη πιο καίριας σημασίας στον πόλεμο κατά της πανδημίας από το βαθμό ευαισθησίας του τεστ.
«Όσοι έχουν θετικό αποτέλεσμα θα μπορούσαν να μπουν σε καραντίνα εν αναμονή τεστ επαλήθευσης» αναφέρει ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Biofrontiers Roy Parker, ο οποίος συνυπογράφει την προαναφερθείσα μελέτη με τη χρήση υπολογιστικού μοντέλου. Και σημειώνει ότι αυτό που έχει σημασία είναι οι συχνές εξετάσεις και τα γρήγορα αποτελέσματα έτσι ώστε να περιοριστούν τα νέα κρούσματα της COVID-19.
Η ερευνητική ομάδα πίσω από το νέο τεστ σχεδιάζει στην παρούσα φάση την εμπορική του διάθεση.
διαγνωστικό τεστ κορωνοϊού που ανέπτυξαν ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Μπόλντερ. Βασίζεται σε δείγμα σάλιου και μπορεί να ανιχνεύσει τη νόσο COVID-19 σε 45 λεπτά αλλάζοντας χρώμα από ροζ σε κίτρινο εάν το δείγμα είναι θετικό
Ζητούμενο του εγχειρήματος των ερευνητών στο Ινστιτούτο Biofrontiers του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ είναι να συνδράμουν στη γρήγορη ανίχνευση των ασυμπτωματικών φορέων του SARS-CoV-2 για την ανάσχεση της διασποράς του ιού, όπως αναφέρεται στη σχετική προδημοσίευση στο MedRiv.org.
Καθώς η πανδημία καλπάζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να εξεταστούν και τα διαγνωστικά εργαστήρια πασχίζουν να ανταπεξέλθουν στην τεράστια ζήτηση, επισημαίνουν οι ερευνητές τονίζοντας πως «κλειδί» για τον περιορισμό της διασποράς είναι η δυνατότητα συχνής υποβολής σε τεστ που δίνουν αποτελέσματα γρήγορα.
Το νέο, φορητό τεστ που ανέπτυξαν βασίζεται στη λήψη σιέλου ως βιολογικό υλικό και δίνει αποτελέσματα σε 45 λεπτά. Στο φιαλίδιο σιέλου προστίθεται ένα διάλυμα για τη σταθεροποίησή του και κατόπιν ο εξεταζόμενος το παραδίδει στο αρμόδιο για τον έλεγχο προσωπικό. Η ακόλουθη επεξεργασία στο εργαστήριο γίνεται μέσω ενός απλού συστήματος που δεν απαιτεί πολλά περισσότερα από πιπέτες, μία πηγή θέρμανσης και ένα μείγμα ενζύμων. Εάν το δείγμα μετατραπεί από ροζ σε κίτρινο, τότε είναι θετικό. Εάν όχι, είναι αρνητικό στην ύπαρξη του SARS-CoV-2.
Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η λήψη ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος με μπατονέτα -η οποία μπορεί παράλληλα να είναι ενοχλητική για τον εξεταζόμενο- ούτε και εξειδικευμένος εργαστηριακός εξοπλισμός, το συγκεκριμένο τεστ είναι λιγότερο «ευάλωτο» σε καθυστερήσεις λόγω συσσώρευσης δειγμάτων στα εργαστήρια ή σε ελλείψεις στην αλυσίδα εφοδιασμού, σημειώνουν οι ερευνητές.
«Σε κάθε τεστ που έχει εγκριθεί μέχρι στιγμής απαιτείται το δείγμα, ακόμη και αν πρόκειται για δείγμα σιέλου, να υποβληθεί σε επεξεργασία σε κλινικό εργαστήριο ή σε ιατρείο με τη χρήση προηγμένου εξοπλισμού. Αυτό μπορεί να διαρκέσει έως και εννέα ημέρες αυτή τη στιγμή» σημειώνει η Sara Sawyer, καθηγήτριας Ιολογίας στο Τμήμα Μοριακής, Κυτταρικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας, η οποία ηγήθηκε της έρευνας για την ανάπτυξη του τεστ.
Το τεστ βασίζεται στην 20ετή μοριακή μέθοδο RT-LAMP που έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και για τον έλεγχο κουνουπιών για τον ιό Ζίκα στις απομακρυσμένες ζώνες της Νότιας Αμερικής.
Όταν συλλεχθεί το δείγμα, θερμαίνεται για να απελευθερωθεί η όποια παρουσία ιικού γονιδιώματος. Εν συνεχεία το δείγμα προστίθεται σε τρεις σωλήνες, καθένας εκ των οποίων περιέχει ένα προσαρμοσμένο μείγμα ενζύμων που, όταν θερμαίνεται σε συγκεκριμένη θερμοκρασία, υφίσταται χημική αντίδραση εφόσον ανιχνευτεί γενετικό υλικό του SARS-CoV-2.
Σε ένα από τα πειράματα που περιγράφονται στη σχετική μελέτη οι ερευνητές διεξήγαγαν μια τυφλή κλινική επαλήθευση: Σε 60 δείγματα σιέλου μόλυναν τα 30 με αδρανοποιημένο SARS-Cov-2 στο εργαστήριο, στη συνέχεια μπέρδεψαν τα δείγματα και τα έδωσαν σε άλλον επιστήμονα για να προχωρήσει σε τεστ με τη μέθοδο RT-LAMP.
Το τεστ κατέδειξε με ακρίβεια 100% όλα τα αρνητικά δείγματα· βρήκε επίσης τα 29 από τα 30 θετικά και ένα δείγμα κρίθηκε ως ασαφές, σύμφωνα με τον Nicholas Meyerson, μεταδιδακτορικό συνεργάτη στο Εργαστήριο Sawyer του Ινστιτούτου BioFrontiers. Περαιτέρω σχετικές δοκιμές από τρίτες πλευρές βρίσκονται σε εξέλιξη.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ επισημαίνουν σε κάθε περίπτωση ότι το τεστ είναι ελαφρώς λιγότερο ευαίσθητο συγκριτικά με τις διαγνωστικές εξετάσεις που διεξάγονται στα κλινικά εργαστήρια. Πάντως, υπολογιστικό μοντέλο έτερων ερευνητών του ίδιου Πανεπιστημίου έχει αποτυπώσει πως η άμεση προσέλευση για τεστ είναι ακόμη πιο καίριας σημασίας στον πόλεμο κατά της πανδημίας από το βαθμό ευαισθησίας του τεστ.
«Όσοι έχουν θετικό αποτέλεσμα θα μπορούσαν να μπουν σε καραντίνα εν αναμονή τεστ επαλήθευσης» αναφέρει ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Biofrontiers Roy Parker, ο οποίος συνυπογράφει την προαναφερθείσα μελέτη με τη χρήση υπολογιστικού μοντέλου. Και σημειώνει ότι αυτό που έχει σημασία είναι οι συχνές εξετάσεις και τα γρήγορα αποτελέσματα έτσι ώστε να περιοριστούν τα νέα κρούσματα της COVID-19.
Η ερευνητική ομάδα πίσω από το νέο τεστ σχεδιάζει στην παρούσα φάση την εμπορική του διάθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου