Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

«Λαός και Κολωνάκι» - Σήμερα βολτάρουμε αριστοκρατικά

«Λαός και Κολωνάκι» - Σήμερα βολτάρουμε αριστοκρατικά Οι Παλιοί Αθηναίοι έλεγαν «Κολωνός και Κολωνάκι» όταν ήθελαν να αντιδιαστείλουν τις δύο τάξεις. Άντε όμως να εξηγήσεις σήμερα στη νεολαία τι είναι, και κατά πού «πέφτει» ο Κολωνός. Αντίθετα, το δροσερό και ειδυλλιακό Κολωνάκι ήταν και παραμένει σε όλους γνωστό, σαν η αριστοκρατική συνοικία της Αθήνας.

Ξεκινά από την Πανεπιστημίου και φθάνει μέχρι το Μαιευτήριο της Έλενας. Ξεκινά και από τον Λυκαβηττό και κατηφορίζει μέχρι την Βασιλίσσης Σοφίας. Με τα Ανάκτορα, τη Βουλή, τα λαμπρά νεοκλασικά μέγαρα που φιλοξενούσαν την αριστοκρατία και τους νεόπλουτους της Πόλης, και τις Πρεσβείες ολόγυρα, τι άλλο θα μπορούσε να ήταν;

Και όμως στις σπάνιες φωτογραφήσεις της περιοχής, πριν το 1900, βλέπουμε ένα έρημο, άνυδρο τοπίο που έφτανε μέχρι το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη. Το έλεγαν τότε «Κατσικάδα» και το νέμονταν Λιδωρικιώτες γαλατάδες, που, μετά την βοσκή, γύρναγαν τους πιο κοντινούς οικισμούς και άρμεγαν το γάλα «παρουσία του πελάτη». Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας δεν λεγόταν τότε ούτε καν Λεωφόρος Κηφισίας, αλλά «Δρόμος του Μαραθώνος».

Υπήρξαν ακόμη πιο παλιές εποχές, που την τουρκοκρατούμενη ταλαίπωρη πολίχνη θέριζαν κάθε λίγο και λιγάκι επιδημίες. Οι άκρως θρησκόληπτοι τότε Αθηναίοι έκαναν λιτανείες προς τον Ύψιστο. Για να εισακουσθούν δε ευμενέστερα θυσίαζαν και κανένα μοσχαράκι. Ακολούθως «φύτευαν» και μια μικρή δίμετρη κολώνα σαν αναμνηστικό σύμβολο.

Είχε γεμίσει η Αθήνα τέτοια κολωνάκια. Ένα τέτοιο βρέθηκε τότε και στον οικισμό που εξετάζουμε. Η ονομασία έμεινε! Αν ανηφορίζατε την Ηροδότου και φθάνατε στην «Δεξαμενή», θα συναντούσατε το κολωνάκι του Κολωνακίου αναστηλωμένο στη δεξιά κλίμακα. Σήμερα το έχουν στην ομώνυμη πλατεία.

Μιλώντας για την «Δεξαμενή» να πούμε ότι ήταν μέρος του Αδριάνειου Υδραγωγείου και μάζευε το νερό που ερχόταν από τους Αμπελοκήπους. Με υψόμετρο 165 μέτρα, αποτελούσε ιδανικό σημείο για την μετέπειτα διανομή του. Η συγκεκριμένη τοποθεσία είχε πράσινο και φυσικά την ωραιότερη θέα.



Δεν άργησαν έτσι να ξεφυτρώσουν και τα πρώτα κέντρα «κοινωνικής συνάθροισης»: πρώτα η παράγκα του Κυρ-Γιάννη και αργότερα η «Τέρψη». Το «καφενείο» του Κυρ-Γιάννη αναβαθμίστηκε σε διανοουμενίστικο στέκι αφού εδώ έπιναν τον «ερατεινό» τους ο Παπαδιαμάντης, ο Βάρναλης, ο Σουρής, ο Καζαντζάκης, ο Κονδυλάκης και πολλοί άλλοι λόγιοι. Από τον Κώστα Βάρναλη έχουμε και μια μικρή περιγραφή της «Δεξαμενής»:
***
«Εκεί επάνω βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρό αέρα, τον ήλιο, και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαλήνη του και τ’ αστράμματά του, τον καλύτερον εαυτό μου…
Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες, δεν ήταν σφιγμένη σε… κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία.


Οι λεύκες της, ψηλές και ρωμαλέες, από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά.

Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και βογκούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο. Σχεδόν με τρόμαζε».
***
Μετά το 1900 άρχισε το Κολωνάκι να μορφοποιείται. Ένας βασικός παράγων προόδου ήταν και η λειτουργία του μεγαλύτερου νοσοκομείου της Πόλης, του «Ευαγγελισμού» (1884). Μετά το 1918 ξεκινούν στην Πατριάρχου Ιωακείμ να ανεγείρονται και οι πρώτες πολυτελούς κατασκευής πολυκατοικίες. Η Πλατεία Φιλικής Εταιρείας (Πλατεία Κολωνακίου) γέμισε παντοπωλεία, καφενεία, φούρνους, μανάβικα, ζαχαροπλαστεία, εμπορικά, ωραίες Ατθίδες, Δανδήδες και Λιμοκοντόρους.

Μονολογούμε έτσι και εμείς, μαζί με τον Γιώργο Μητσάκη και με έντονη φιλοσοφική διάθεση:

«Που σαι Σωκράτη, δάσκαλε, να δεις το Κολωνάκι,
Οι μαθητές σου σήμερα βαστούν … κομπολογάκι»

Από την «Παράγκα» του Κυρ-Γιάννη στον …. «Παράδεισο»

***
Είμαστε πια στο 1930. «Ο κόσμος άλλαξε, άλλαξαν κι’ οι καιροί», όπως λέει και το τραγούδι. Στη «Δεξαμενή» δεσπόζει πλέον το κοσμικό κέντρο «Παράδεισος» ενώ το αεράκι, οι λεύκες και η ωραία θέα προς την Πόλη, την Ακρόπολη και τον Σαρωνικό είναι τα μόνα που έμειναν αναλλοίωτα.
Με τον δημοσιογράφο «Σύλβιο» της «Αμάλθειας», της Σμυρνιώτικης εφημερίδας που έφτασε κι’ αυτή παρέα με τους άλλους πρόσφυγες, επιχειρούμε μια επίσκεψη στον νέο ντάνσιγκ της «Δεξαμενής».

Ευκαιρία να μελετήσει κανείς τη νέα καθημερινότητα, τις νέες αντιλήψεις περί διασκέδασης, και προ πάντων τους πρωτόγνωρους ανθρώπινους χαρακτήρες:
«Μίαν ευγενική πρόσκληση δια τα εγκαίνια του «Παραδείσου», βρήκα επάνω στο γραφείο μου. Μια πρόσκληση δια τον Παράδεισο δεν είναι σύνηθες πράγμα. Πρέπει να την αγοράσεις ή με αγαθοεργία ή με κανένα εισιτήριο εκ μέρους του Πάπα. Στην προκειμένη περίσταση ο «Παράδεισος» ήτανε κέντρο κοσμικό, ντάνσιγκ της Δεξαμενής, ώστε δεν χρειαζόντουσαν και τόσες δυσκολίες για την είσοδο.

Εφοδιασμένοι με το προσκλητήριο ξεκινήσαμε με ένα καλό μου φίλο, πεζή δια τον «Παράδεισον». Και στον Παράδεισο ακόμα δεν μπορεί να κάνει κανένας χωρίς συντροφιά. Δια της οδού Λυκαβηττού φθάσαμε στα υψώματα της οδού Αναγνωστοπούλου και σε λίγο βρισκόμασταν προ της πύλης του «Παραδείσου».
Κανένας Άγιος Πέτρος δεν κρατούσε τα κλειδιά. Η είσοδος ήταν ελεύθερη. Μόλις μπήκαμε ακούσαμε ψαλμωδίες, όχι δυστυχώς αγγέλων υμνούντων τον Κύριο, αλλά κάποιου ιερέως τελούντος τον αγιασμό του καταστήματος.



Θαυμάσιος άνθρωπος ο Διευθυντής του «Παραδείσου». Πριν αρχίσει την εργασία, προσφέρει σπονδές στους εφεστίους θεούς και κεράσματα στους ανέστιους πολίτες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγομαι.
Από την ωραία ταράτσα του κέντρου, βλέπει κανείς το πανόραμα της Αθήνας ξαπλωμένης μέσα στη σκόνη. Εδώ επάνω αναπνέεις λίγο πεύκο, λίγο θυμάρι, κάποια δροσιά. Η Ακρόπολη φαίνεται μέσα στα κόκκινα σύννεφα της Δύσης, σαν λευκό όνειρο. Εδώ ο Υμηττός μενεξεδένιος, εκεί η γλαυκή γραμμή του Σαρωνικού, η Πάρνηθα δεξιά και από πάνω σαν πελώρια τούρτα ο Λυκαβηττός με το λευκό εκκλησάκι του. Από μακριά ακούεται το μουρμούρισμα των νερών της Δεξαμενής και μέσα στο σαλόνι του «Παραδείσου», ευθύς μετά τον αγιασμό, η μουσική της τζαζ-μπαντ αρχίζει το στερεότυπο φοξ-τροτ.

Η διακόσμηση της αίθουσας θαυμάσια, κομψή, νεωτερίζουσα, με χρωματιστά αμπαζούρ, με λεπτά κοσμήματα, με τοιχογραφίες αρ-νουβό, με μικρά αναπαυτικά σεπαρέ, παραπετάσματα, βάζα, άνθη. Ένα μικρό σαλονάκι ανατολίτικο στο βάθος με διβάνια τριγύρω, χαμηλά τραπεζάκια, πολύχρωμα μαξιλαράκια, φωτισμένα με κόκκινα λαμπιόνια στους τοίχους, περίφημα τζάμια της Πόλης σε μικρές ακουαρέλες. Με τι γούστο όλα τριγύρω!

Μια χαριτωμένη σουμπρέτα και όλα τα γκαρσόνια καλοβαλμένα σερβίρουν το τσάι. Ο Διευθυντής με κομψό σμόκιν περιποιείται τον κόσμο, προσφέροντας γλυκά, σάντουιτς, μπύρα, λεμονάδες, και όλα τζάμπα. Μα είναι σωστός Παράδεισος εδώ μέσα.
Τα κορίτσια αρχίζουν να κινούνται. Ο χορός ζωηρεύει. Οι νέοι διεκδικούν τους χορούς μιας όμορφης Σμυρνιάς. Αχ! αυτές οι Σμυρνιές. Πανταχού παρούσες.
Σ’ ένα τραπέζι αρχίζουν οι προπόσεις:
-Εις υγεία των αγγέλων του Παραδείσου.
-Εις υγεία του Κυρίου… Αντουάν.
-Εγώ πίνω υπέρ του «Παραδείσου» της Δεξαμενής.
-Εγώ υπέρ της Δεξαμενής του «Παραδείσου» που βγάζει τέτοια μπύρα!
Η ζωηρότητα εξακολούθησε χωρίς να παρουσιασθεί κανένας απαγορευμένος καρπός να φέρει σκάνδαλα στον Παράδεισο.
Φεύγοντας αισθάνθηκα την υποχρέωση να ευχαριστήσω και να συγχαρώ τον Διευθυντή.
-Είσθε ξένος; τον ρώτησα.
-Από την Κωνσταντινούπολη.
-Ήμουν βέβαιος. Λίγη καινοτομία και πρόοδος πάντοτε απ’ έξω μας έρχεται».
***

Και από τον «Παράδεισο» της «Δεξαμενής» κατ’ ευθείαν στην Κόλαση!


Πανέξυπνος ο δημοσιογράφος, κατάλαβε ότι πραγματική εικόνα δεν παίρνει κανείς στα εγκαίνια, με παπάδες και τραταρίσματα! Επανήλθε λοιπόν μετά από μερικές ημέρες…
«Μέσα στην μυρωμένην ατμόσφαιραν του «Παραδείσου» της Δεξαμενής, ο φοξτρότειος άνεμος κινούσε τα φύλα ρυθμικά και έκανε τους διάφορους καρπούς –απαγορευμένους και μη- δελεαστικότερους.
Η Εύα-αρτίστα καθισμένη στο σεπαρέ και περιστοιχισμένη από τέσσερεις Αντάμηδες, επεδείκνυε με περηφάνια όχι την γυμνή χάρη της, αλλά την ντυμένη γυμνότητά της
Ο δημοσιογράφος ψάρευε συγκινήσεις. Με την φαντασία του γινότανε φίδι για να τυλιχθεί γύρω στο μπράτσο της Εύας, και ξαφνικά χανότανε μέσα στους ήχους της μουσικής και στον καπνό του τσιγάρου.
Μονομαχία γινότανε μεταξύ δύο νεαρών καβαλιέρων.
-Το φοξ-τροτ μαζί μου!
-Το ταγκό μ’ εμένανε.
-Ένα ουάν-στεπ;
-Θα βαλσάρωμε μαζί;
Η γυναίκα-Εύα επιδαψίλευε τας περιποιήσεις της και στους δύο, μα καθένας χωριστά ζητούσε αποκλειστικότητα, μονοπώλιο.
Ο δημοσιογράφος ρωτά μία στιγμή:
-Ποιος από τους δύο;
Εκείνη διπλωμάτης του ξεφεύγει.
-Δεν λέω ποτέ την γνώμη μου για κανένα.
Και όμως χορεύει και με τους δύο, γελά και με τους δύο, διασκεδάζει με τους δύο, γλυκοκοιτά και τους δύο, αστειεύεται και με τους δύο.
-Πέρασα θαυμάσια σήμερα κοντά σας, λέγει ο ένας.
-Αυτό μ’ ευχαριστεί. Θαυμάσια όσο και την περασμένη φορά;
-Όχι, πολύ καλύτερα. Και φαντάζομαι πως την ερχομένη θα είναι ακόμη πιο καλά.
Ιδού μια έμμεση πρόταση για νέα συνάντηση.
-Ναι την ερχομένη, ακριβώς, λέγει εκείνη.
Ο άλλος-χορεύοντας:
-Πότε θα σας ξαναδούμε;
-Μα όταν θέλετε. Να σχεδιάσουμε κάτι.
Το μήλο πλησιάζει μόνο κάτω από την μύτη τους. Αισθάνονται την μυρωδιά, μα δεν δοκιμάζουν την γεύση.
Ξαφνικά δείχνεται θερμότερη στον ένα, τον φορτώνει με κομπλιμέντα, μιλά γι’ αυτόν μπροστά σ’ όλους, τον τρώει με τα μάτια, τον ρωτά μ’ ενδιαφέρον για διάφορα ζητήματά του και ξεχνιέται στην κουβέντα του.
Ο άλλος πεισμώνει, κακιώνει. Ο δημοσιογράφος επεμβαίνη πάλι. Της λέγει σιγά:
-Επηρεάσθηκες;
Εκείνη ξεσπά σε γέλιο.
-Πέσατε όλοι στην παγίδα! Το έκανα για να ζηλέψη ο άλλος, ο οποίος μ’ ενδιαφέρει περισσότερο.
Και φεύγει με γέλια και χαιρετά όλους, και αφίνει να συνοδευθή λίγο από τον πρώτον για να πειράξη τον δεύτερον...
Την ίδια βραδιά κάθεται σ’ ένα θεωρείο του θεάτρου μ’ ένα τρίτο γέρο-χρηματιστή.
Τα μήλα του Παραδείσου αγοράζονται σήμερα και ακολουθούν τον υψωμό της Αγγλικής λίρας. Είναι πράγματι απαγορευμένοι καρποί για τους περισσοτέρους».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου