Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Ένας παράξενος δάσκαλος

 
Ήταν περίεργος τύπος ανθρώπου των βουνών, τσοπανοπαίδι από τα ψηλά βουνά του Μοριά, από εκεί ακριβώς που ακούστηκε το πρώτο τουφέκι κατά την Επανάσταση. Και είμαι σίγουρος πως οι πρόγονοί του –τσοπάνηδες και αυτοί- θα ήσαν συντροφιά και παρέα με εκείνους που το πρωτοβρόντηξαν.Κάθε τέτοια μέρα, λοιπόν, δεν ξέρω γιατί, ο σχολάρχης αυτόν διάλεγε, και αυτόν εμπιστευότανε να μας βάλει στη γραμμή και να μας οδηγήσει στην τελετή, στη Μητρόπολη.

Και δεν ξέρω πάλι γιατί, την σημαία του σχολείου ο παράξενος δάσκαλος δεν την έδινε σε κανένα άλλο να την κρατήσει, παρά σε ένα πατριωτάκι του, μικρό χωριατόπουλο και αυτό, ροδαλό, ξανθότριχο και ηλιοψημένο.
Μετά την τελετή στη Μητρόπολη, με βήμα ζωηρό –εμπρός αυτός και η σημαία, και πίσω εμείς, κοιτάζοντας πότε θα τελειώσει η ώρα για να γλυτώσουμε- μας οδηγούσε –δίπλα στα παιδιά από τα άλλα σχολεία- μπροστά στη πλατεία του Πανεπιστημίου, οπού έπρεπε να πάμε από το μνημείο των Ιερολοχιτών –μπροστά στην Βιβλιοθήκη- στον Ρήγα, στον Πατριάρχη, και από τον Πατριάρχη στον Κοραή. Και σε κάθε βάθρο ανέβαινε κάποιος ξεδίπλωνε χαρτιά και σκόρπιζε γύρω λόγια και πάλι λόγια –κρύα, παγωμένα, ακατανόητα, καλουπωμένα στο ίδιο καλούπι, πάντοτε φράσεις βγαλμένες από τάφους, που έβγαιναν σαν φαντάσματα και σαν βρικόλακες, και μας πάγωναν, που δεν έλεγαν τίποτε στην ψυχή μας...



Θυμάμαι πως κοίταζα τα γένια του ρήτορα, που σε κάθε φράση πηγαίνανε και ερχόντουσαν, σαν βεντάγια, και έδιωχναν τις μύγες. Γιατί πολλές μύγες είχαν μαζευτεί τριγύρω του, σαν να ήταν και αυτός πτώμα, και σαν να μυρίστηκαν ότι αυτά που έλεγε δεν ήσαν ζωντανά πράγματα αλλά ψόφια!



Μπροστά μου, ο δάσκαλος σκυφτός, χτυπούσε με το πόδι του πότε-πότε τη γη και μουρμούριζε κάτι ακατανόητα λόγια. Κάποια στιγμή τον έπιασα που κουνούσε το κεφάλι του και μουρμούριζε: «Τι λες μωρέ ...τι λες;¨



-Ζήτω! ακούστηκε στο τέλος από μερικούς τριγύρω στον ρήτορα. Κοιτάξαμε τον δάσκαλο στα μάτια, αλλά αυτός είχε κλειστό σφικτά το στόμα του...







-Κλίνατε επ΄αριστερά. Εμπρός μαρς. Και μετά από λίγο: Πάμε να φύγουμε μωρέ! Πάμε να φύγουμε!

Με βήμα ταχύ, που δεν τον φτάναμε πια, σαν να τον κυνηγούσε κάποιος αόρατος εχθρός, μονολογούσε:



-Ψοφίμια... όλο ψοφίμια!... Του παππού σας τη γλώσσα μωρέ δεν ξέρετε να μιλήσετε τέτοια μέρα;

Όταν φτάναμε στο σχολείο, μας έκλεινε μυστικά στη τάξη, μακριά από τα αυτιά του σχολάρχη και του επιστάτη ακόμα, ακουμπούσε τη σημαία στην έδρα, ανέβαινε και αυτός, κούμπωνε το γυαλιστερό από την πολυκαιρία πανωφόρι του, και μας έλεγε:

-Μεγάλη μέρα σήμερα παιδιά. Που να την νοιώσουν αυτοί; Νέκρα πέρα για πέρα... Εκείνοι ήσαν μεγάλοι άνθρωποι... μεγάλοι τσομπάνηδες, βρε παιδιά. Μα μεγάλοι τσομπάνηδες... Δεν μπορούμε να τους νοιώσουμε... δεν θα τους νοιώσουμε ποτέ. Άλλη γλώσσα μιλούσανε εκείνοι, άλλη σήμερα εμείς...

»Ο Ρήγας... ο Ρήγας τα είπε αλλιώς μωρέ παιδιά. Και αυτοί τα μιλούν αλλιώτικα. Δεν τα καταλαβαίνει ούτε ο ρήτορας προηγουμένως, δεν τα καταλάβατε ούτε εσείς... ούτε εγώ!...

Δεν ξέρω πως, μα κάθε φορά που θυμάμαι το δάσκαλό μου τέτοια μέρα δακρύζω...

(βασισμένο σε χρονογράφημα της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ 1926)

Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς


Θωμάς Σιταράς
22.03.2024, 10:05









Thema Insights



Η επέκταση της Vorwerk και της Thermomix® στην ελληνική αγορά μέσω των απευθείας πωλήσεων
21.03.2024, 11:45


Αυτό που κρύβεται πίσω από κάθε σπουδαίο πατατάκι
21.03.2024, 11:09


AB Climate Hub: Ένα καθοριστικό βήμα για ένα βιώσιμο πλανήτη
20.03.2024, 17:03













Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου