Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Η μάχη του Καματερού και ο άδοξος θάνατος του Διονυσίου Βούρβαχη (Ιανουάριος 1827)

Η άφιξή του Διονύσιου Βούρβαχη στην Ελλάδα – Η μάχη στο Καματερό, το μεγάλο λάθος του Βούρβαχη και ο αποκεφαλισμός του από τον Κιουταχή – Η εκδίκηση των Ελλήνων στον Πειραιά. Στα τέλη του 1826 – αρχές του 1827 η κατάσταση των Ελλήνων που ήταν πολιορκημένοι στην Ακρόπολη είχε γίνει δραματική. Από τη μία πλευρά ο Κιουταχής παρά τις αποτυχίες του στη Στερεά Ελλάδα και τον κίνδυνο για πλήρη αποκοπή του από τις βάσεις του σε Λαμία και Θεσσαλία, έσφιγγε ολοένα και περισσότερο την πολιορκία του Ιερού Βράχου καθιστώντας σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια των πολιορκημένων.

Οι γενναίοι υπερασπιστές της Ακρόπολης είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν μια σειρά από άλλα σοβαρά προβλήματα. Η έλλειψη ακόμα και στοιχειώδους ιατρικής περίθαλψης είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί αγωνιστές να χάνουν τη ζωή τους και από πολύ ελαφριά τραύματα. Οι τροφές τους είχαν σχεδόν τελειώσει. Λίγο σιτάρι και κριθάρι που είχε απομείνει δεν είχαν τρόπο να τα αλέσουν, ενώ δεν υπήρχαν και ξύλα για να ανάψουν φωτιά και να τα βράσουν. Έτσι, μόνο κάποιοι τολμηροί ταχυδρόμοι κάποιοι άλλοι που προτιμούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για να φύγουν παρά να μείνουν στη «ζωντανήν εκείνην κόλασιν», όπως γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, επιχειρούσαν έξοδο.

Βέβαια, ο Κιουταχής ως το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1827 δεν είχε καμία απολύτως ενόχληση στην πολιορκία της Ακρόπολης από τους υπόλοιπους Έλληνες, καθώς μόνο μια μικρή δύναμη που είχε αφήσει ο Καραϊσκάκης στην Ελευσίνα με επικεφαλής τον Βάσο Μαυροβουνιώτη δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το οθωμανικά στρατεύματα. Στα τέλη του 1826 κάτι φαίνεται ότι μπορούσε ν’ αλλάξει, καθώς ήρθε στην Ελλάδα ο Διονύσιος Βούρβαχης, ο οποίος με σημαντική στρατιωτική εμπειρία και με ένα στρατιωτικό σώμα που συγκρότησε ο ίδιος θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στον αγώνα.

Ποιος ήταν ο Διονύσιος Βούρβαχης;
Αν αναζητήσει κάποιος πληροφορίες στο διαδίκτυο για τον Διονύσιο Βούρβαχη, μάλλον θα μπερδευτεί. Αλλού αναφέρεται ως μεγάλος φιλέλληνας κι αλλού ως κάποιος Έλληνας της διασποράς, ο οποίος ήρθε να πολεμήσει για την πατρίδα του, με την οποία δεν είχε ως τότε καμία σχέση. Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα.

Ο Διονύσιος Βούρβαχης γεννήθηκε το 1787 στην Κεφαλλονιά. Πατέρας του ήταν ο Σωτήριος Βούρβαχης, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία και πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Μέγα Ναπολέοντα, καθώς έχοντας στενές σχέσεις με τον Ιωσήφ Βοναπάρτη ανέλαβε να μεταφέρει στον αδερφό του Ναπολέοντα, που τότε βρισκόταν στην Αίγυπτο, επιστολή με την οποία τον ενημέρωνε ότι στο Παρίσι βυσσοδομούν εναντίον του και γίνονταν προσπάθειες ανατροπής του, γι’ αυτό έπρεπε να επιστρέψει πάραυτα στη Γαλλία. Η αποστολή δεν ήταν καθόλου εύκολη, καθώς ο αγγλικός στόλος είχε αποκλείσει τις επικοινωνίες μεταξύ του Ναπολέοντα και της Γαλλίας. Ωστόσο, ο Σωτήριος Βούρβαχης έφερε εις πέρας την αποστολή του και ο Βοναπάρτης επέσπευσε την επάνοδό του στην Γαλλία. Το 1806 ο Σ. Βούρβαχης πέθανε.

Ο Ναπολέοντας ανέλαβε την προστασία της οικογένειάς του. Έτσι, φρόντισε ο 19χρόνος τότε Διονύσιος να φοιτήσει στη στρατιωτική σχολή του Φοντενεμπλό. Ο Δ. Βούρβαχης έφτασε σταδιακά σε υψηλούς βαθμούς στον γαλλικό στρατό. Όταν ο Ναπολέοντας ήταν εξόριστος στη νήσο Έλβα, ο Δ. Βούρβαχης μιμούμενος κατά κάποιον τρόπο τον πατέρα του, του μετέφερε έγγραφα των συνωμοτών βοναπαρτιστών από το Παρίσι, με τα οποία τον ενημέρωναν ότι ο Λουδοβίκος ΙΗ’ και οι σύμμαχοι επιδίωκαν την εξορία του Ναπολέοντα σε άλλο πιο απομακρυσμένο νησί, για να μην μπορέσει να διαφύγει ποτέ. Ο Βοναπάρτης δραπέτευσε από την Έλβα και ανακατέλαβε τον θρόνο. Ο Δ. Βούρβαχης επέστρεψε στις τάξεις του γαλλικού στρατού με τον βαθμό του Συνταγματάρχη. Ωστόσο, μετά το Βατερλό είχε κι αυτός την ίδια μοίρα με όλους τους άλλους αξιωματικούς που ήταν πιστοί στον Ναπολέοντα. Διέφυγε αρχικά στην Ισπανία και στη συνέχεια σε μια μικρή πόλη στη νότια Γαλλία, όπου προσπαθούσε να περνά απαρατήρητος και να ξεχαστεί.

Ωστόσο, στο μυαλό του ήταν πλέον και η επαναστατημένη πατρίδα του. Άλλωστε και η σύζυγός ήταν Ελληνίδα, αδελφή του αγωνιστή του 1821 και διπλωμάτη Ανδρέα Μεταξά. Ίσως κάποιοι αναγνώστες να θυμούνται την τεράστια συμβολή του Κεφαλλονίτη Α. Μεταξά στην εξόντωση των φοβερών Λαλαίων της Ηλείας (σχετικό άρθρο γράψαμε στις 5 / 9 / 2020). Έτσι, μετά από επικοινωνία του με το φιλελληνικό κομιτάτο των Παρισίων, το οποίο και τον χρηματοδότησε, ο Δ. Βούρβαχης κατόρθωσε προς τα τέλη του 1826 να έρθει στο Ναύπλιο. Με την βοήθεια και τις οδηγίες του κουνιάδου του Α. Μεταξά συγκρότησε στρατιωτικό σώμα, με σκοπό να πολεμήσει υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραϊσκάκη, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα.

Μετά τη μεγάλη νίκη των Ελλήνων στην Αράχοβα «ο γιος της καλόγριας» είχε γίνει διάσημος και στην Ευρώπη. Ο Δ. Βούρβαχης ήταν ένας αγνός και έντιμος Έλληνας, ο οποίος όμως αγνοούσε τις δολοπλοκίες που γίνονταν ακόμα και στα χρόνια της επανάστασης στην πατρίδα του. Έτσι, όταν βρέθηκε στο Λουτράκι, είδε έκπληκτος δύο απεσταλμένους των Ιωάννη και Παναγιώτη Νοταρά, τον Ιωάννη Καραταΐρη και τον Ιωάννη Λογοθέτου, με αρκετές λίρες, να αρπάζουν στην κυριολεξία πολλούς ικανούς άντρες του, δίνοντάς τους χρήματα. Επρόκειτο για μία πάγια τακτική των Ελλήνων οπλαρχηγών, που επιδίωκαν έτσι να αυξήσουν τις δυνάμεις τους.

Ο Βούρβαχης αναγνώρισε τον Καραϊσκάκη ως αρχηγό παρά τα όσα έχουν γραφτεί. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την επιστολή που του έστειλε από το Λουτράκι (28 / 12 / 1826) και στην οποία μεταξύ άλλων γράφει:
«Αρχηγέ. Όπως και αν έχει το πράγμα εγώ είμαι πάντοτε εις τας οδηγίας σας και έτοιμος να τρέξω όπου με κρίνετε άξιον, διά το καλόν της πατρίδος».

Ωστόσο, η κυβέρνηση που είχε τότε την έδρα της στην Αίγινα και άλλοι οπλαρχηγοί, τον έπεισαν από το Λουτράκι να κατευθυνθεί στην Ελευσίνα, γιατί προείχε η βοήθεια των πολιορκημένων στην Ακρόπολη.

Τα γεγονότα πριν τη μάχη του Καματερού

Έτσι, στο τέλος Δεκεμβρίου 1826 ο Δ. Βούρβαχης έφτασε με ένα στρατιωτικό σώμα στην Ελευσίνα. Ανάμεσά τους ήταν και μερικοί φιλέλληνες. Στα μέσα Ιανουαρίου 1827 τους συνάντησε και ο Παναγιώτης Νοταράς με 1.200 μισθωτούς Ρουμελιώτες και Κορίνθιους άνδρες. Στη Σαλαμίνα είχαν συγκεντρωθεί 1.000 περίπου άνδρες υπό τους Ι. Μακρυγιάννη, Ι. Νοταρά και Δ. Καλλέργη. Σ’ αυτούς προστέθηκαν ακόμα 400 άνδρες του τακτικού στρατού, ορισμένοι άτακτοι ιππείς και κάποιοι φιλέλληνες. Επικεφαλής όλων ήταν ο Βρετανός Τόμας Γκόρντον. Ο Μακρυγιάννης πάντως μιλά υποτιμητικά για τους άνδρες του Βούρβαχη: «Σκυλιά του χασαπιού, ανθρώπους τ’ Αναπλιού, των μπιλιάρδων, της φατρίας τους κ@@οπανα» (σημ. ζητούμε συγγνώμη συγγνώμη για τη λέξη, αυτήν όμως χρησιμοποιεί ο Μακρυγιάννης).
Ο Κιουταχής
Τη νύχτα της 21ης Ιανουαρίου, τα στρατιωτικά τμήματα των Ελλήνων, έφυγαν και έφτασαν μετά από πορεία 4 ωρών στη Χασιά (Φυλή). Ένα μέρος από αυτούς, κινήθηκε προς το Μενίδι όπου υπήρχε τουρκική φρουρά. Προφυλακή των ελληνικών δυνάμεων, πλησίασε προς το Μενίδι ενώ άλλοι κρύφτηκαν περιμένοντας πληροφορίες από την προφυλακή. Οι Τούρκοι του Μενιδίου, αντιλήφθηκαν την προφυλακή των Ελλήνων και την εκδίωξαν, όμως τους επιτέθηκαν οι «κρυμμένοι» πολεμιστές και όχι μόνο τους ανάγκασαν να επιστρέψουν στο Μενίδι, αλλά τους κυνήγησαν αναγκάζοντάς τους να κρυφτούν σε μια εκκλησία. Τελικά, οι Έλληνες, επέστρεψαν στη Χασιά.
Στις 24 Ιανουαρίου στο μεταξύ, οι Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στη Σαλαμίνα, με επικεφαλής τον Τόμας Γκόρνταν και βρίσκονταν, όπως αναφέραμε κάτω από τις διαταγές των Μακρυγιάννη, Καλλέργη, Ιγγλέση και Πέτα είχαν ενισχυθεί με 380 Πελοποννήσιους (από το Κρανίδι, την Ερμιόνη, το Άργος και το Ναύπλιο), με αρχηγούς τους Ν. Γκίκα Λάμπρου, Ι. Μήτσα και Μπεκιάρη, μετά από διαταγή του Κολοκοτρώνη, αποβιβάστηκαν στο Φάληρο. Τους ακολούθησαν 280 «τακτικοί» στρατιώτες, 60 άτακτοι ιππείς, 20 φιλέλληνες αξιωματικοί, ενώ είχαν στη διάθεση τους και 6 πεδινά πυροβόλα.

Ο Γκόρντον με τους άνδρες τους, μετά την αποβίβασή τους στο Φάληρο, κατέλαβαν ένα λόφο, διώχνοντας τους Τούρκους που βρίσκονταν εκεί και κατασκεύασαν χαρακώματα και πρόχειρο κανονοστάσιο. Στα έξι κανόνια που είχαν μεταφερθεί από τη Σαλαμίνα, προστέθηκαν άλλα τρία που έφτασαν με Ψαριανό πλοίο. Το πυροβολικό διηύθυνε ο Ψαριανός Θοδωρής Μαθιός.

Στο πλοίο αυτό, επέβαιναν και 50 Ψαριανοί, που είχαν «προσέλθει αυθορμήτως», κατά τον Δ. Κόκκινο και τέθηκαν υπό την αρχηγία του Γερμανού Μίλερ, μετά από διαταγή του Γκόρντον. Σημαντική ήταν και η βοήθεια από τη θάλασσα που πρόσφεραν το ατμόπλοιο «Καρτερία» με κυβερνήτη τον Άστιγξ και δύο Ψαριανά μπρίκια, με κυβερνήτες τους Δ. Παπανικολή και Ν. Γιαννίτση. Τα πλοία αυτά, άρχισαν να κανονιοβολούν το μοναστήρι που βρισκόταν στην ακτή και τον πύργο του τελωνείου, στα τείχη του οποίου προκάλεσαν βλάβες.

Η μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827)
Οι άνδρες που βρίσκονταν στη Χασιά, ενισχύθηκαν με ένοπλους από διάφορες περιοχές της Αττικής. Έτσι, ο αριθμός τους έφτασε τις 3.500, σίγουρα ιδιαίτερα υπολογίσιμος. Στη συνέχεια, μετακινήθηκαν προς το Καματερό. Οι επικεφαλής τους (Βούρβαχης, Π. Νοταράς και Μαυροβουνιώτης), ήταν ανεξάρτητοι και ισότιμοι. Αφού στρατοπέδευσαν στο Καματερό (με την ευκαιρία, να αναφέρουμε ότι το Καματερό πήρε το όνομά του είτε από το τιμάριο του Βυζαντινού άρχοντα Καματηρού (12ος αι.), είτε από τους πρώτους κατοίκους του, που εγκαταστάθηκαν εκεί μεταξύ 1816 και 1818 και είχαν το επώνυμο Καματερός, περισσότερα σε σχετικό μας άρθρο στις 22/10/2017), αναζήτησαν τις θέσεις όπου έπρεπε να τοποθετηθούν τα τρία σώματα.
Ο Μαυροβουνιώτης και ο Νοταράς, θεωρούσαν, σωστά κατά την άποψή μας, ότι έπρεπε να αποφύγουν την τακτική μάχη στα πεδινά μέρη και ότι έπρεπε να μείνουν σε ψηλές θέσεις για να τις χρησιμοποιούν σαν ορμητήρια αιφνιδιαστικών επιχειρήσεων στα νώτα του εχθρού.

Ο Βούρβαχης, που είχε πείρα μόνο από μάχες σε πεδινά μέρη, από την εμπειρία του με τον στρατό του Ναπολέοντα, ήθελε να εγκατασταθούν στην πεδιάδα, πιστεύοντας ότι θα πετύχει εύκολη νίκη. Μάταια οι άλλοι δύο που γνώριζαν ότι οι Τούρκοι θα είχαν πλεονέκτημα σε μάχη στην πεδιάδα, όπου θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και το ιππικό τους, προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Βούρβαχη, λέγοντάς του ότι οι Έλληνες στρατιώτες είναι συνηθισμένοι να πολεμούν στα βουνά και τις στενωπούς, καθώς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το ιππικό και συνεπώς έπρεπε να καταλάβουν ορεινές θέσεις. Ο Βούρβαχης όμως επέμεινε. Τοποθέτησε το τάγμα του στην πεδιάδα, ως προφυλακή των άλλων σωμάτων, τα οποία αποτελούσαν το κύριο μέρος της όλης δύναμης και κατέλαβαν θέσεις σε ορεινά ερείσματα, 500-600 μέτρα μακριά από τον Βούρβαχη.
Ο Διονύσης Βούρβαχης

Στις 27 Ιανουαρίου 1827, με την ανατολή του ήλιου, ο Κιουταχής με 600 ιππείς, 2.000 πεζούς και δύο πυροβόλα κινήθηκε εναντίον των Ελλήνων. Τα μεν πυροβόλα, τα έστησε απέναντι από τα σώματα των Νοταρά και Μαυροβουνιώτη για να εμποδίσει πιθανή κάθοδό τους προς την πεδιάδα, ενώ το ιππικό και το πεζικό κινήθηκαν προς την προφυλακή του Βούρβαχη. Ο γενναίος Συνταγματάρχης, κατόρθωσε να συγκρατήσει το σώμα του, αλλά κάποια στιγμή, η μάχη έφτασε να διεξάγεται με σπαθιά και λόγχες και ο αγώνας ήταν άνισος. Τριακόσιοι άνδρες, ανάμεσά τους ο Βούρβαχης και τέσσερις φιλέλληνες αξιωματικοί που πολέμησαν μαζί του, έπεσαν νεκροί. Σκοτώθηκαν επίσης δύο Έλληνες οπλαρχηγοί, ο Προκόπης Λέκκας και ο Αναγνώστης Κιουρκατιώτης, που είχε πολεμήσει ηρωικά σε προηγούμενες μάχες.

Οι στρατιώτες των άλλων σωμάτων, βλέποντας τη φοβερή σφαγή στην πεδιάδα, τράπηκαν σε φυγή στη διάρκεια της μάχης. Ο Βούρβαχης με τους άνδρες του, έμειναν αβοήθητοι στη διάρκεια του αγώνα τους. Ο Κιουταχής, διέταξε να κόψουν τα κεφάλια του Βούρβαχη και των 4 φιλελλήνων αξιωματικών και να τα στείλει στον σουλτάνο, μαζί με τις στολές τους, για να δείξει ότι Γάλλοι αξιωματικοί πολεμούν μαζί με τους Έλληνες και ότι νίκησε στη μάχη του Καματερού στρατό τον οποίο διοικούσαν Ευρωπαίοι.
Δυστυχώς, καμία από τις, αξιόλογες θεωρούμε, πηγές μας, δεν αναφέρει τα ονόματα των 4 ηρωικών φιλελλήνων. Αναζητώντας όμως στον κατάλογο των φιλελλήνων του Ελβετού Fornezy, κάποιους που σκοτώθηκαν στο Καματερό, εντοπίσαμε δύο και τους αναφέρουμε εδώ, για πρώτη φορά νομίζουμε στο διαδίκτυο. Πρόκειται για τους de Gascg και Gibbasier. Ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε κάποιους ανιδιοτελείς Γάλλους που ήρθαν να πολεμήσουν για την ελευθερία των Ελλήνων και άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Καματερό.

Πάντως, υπάρχει και μία άλλη εκδοχή για το τι έγινε με τον Δ. Βούρβαχη. Οι Γουίτκοπ και Χάου, στα απομνημονεύματα τους, αναφέρουν ότι τόσο αυτός όσο και οι Γάλλοι φιλέλληνες αιχμαλωτίστηκαν από τον Κιουταχή. Ο Γερμανός Χέιδεκ, μετέπειτα μέλος της Αντιβασιλείας, που πήρε μέρος στην μάχη, προσπάθησε να πείσει τον Κιουταχή να τους απελευθερώσει, δεν τα κατάφερε όμως. Όλοι συμφωνούν, ότι ο Βούρβαχης και οι 4 φιλέλληνες σκοτώθηκαν, αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη…

Ο στατηγός Charles Denis Sauter Bourbaki του Γαλλικού Στρατού

Μετά τη μάχη του Καματερού – Η «εκδίκηση» των Ελλήνων

Περιχαρής ο Κιουταχής, μετά τη νίκη του, πήγε στα, εξοχικά τότε, Πατήσια (!), όπου είχε το στρατηγείο του και θεωρώντας ότι οι πολιορκημένοι της Ακρόπολης μόλις μάθαιναν όσα είχαν γίνει στο Καματερό, θα απογοητεύονταν και θα παραδίδονταν, έστειλε επιστολή στους επικεφαλής των εγκλείστων Ν. Κριεζώτη και Στάθη Κατσικογιάννη, ζητώντας τους να παραδώσουν το φρούριο και υποσχόμενος να σεβαστεί τις ζωές τους. Γράφει χαρακτηριστικά: «Είδατε και με τα ίδια σας ομμάτια εκείνο όπου έπραξα σήμερον πριν του γεύματος εναντίον των εις βοήθειάν σας ερχομένων και εις Καματερόν εστρατοπεδευμένων ομογενών σας την μόνην δηλαδή ελπίδα της ειδικής σας σωτηρίας… Δια και σας λέγω, αν θέλετε και σεις το ειδικόν σας καλόν, αποφασίσατε να έβγετε αυτόθεν. Και όστις θέλει, ας σταθεί εις την ημετέραν δούλευσιν. Όστις δε μη, έχει άδεια να πηγαίνει, ως βούλεται, όπου θέλει».

Οι Έλληνες οπλαρχηγοί, είχαν αποφασίσει να μην παραδοθούν. Ωστόσο, θέλοντας να οργανωθούν και να πάρουν καλύτερες θέσεις οι άλλοι Έλληνες, που είχαν πληροφορηθεί ότι βρίσκονταν στον Πειραιά, άρχισαν να εμπαίζουν τον Κιουταχή, λέγοντάς του ότι θα τον απαντήσουν την επόμενη μέρα, την επόμενη, ότι θα του απαντήσουν τη μεθεπόμενη κλπ. Μετά από τρεις τουλάχιστον μέρες, ο Κιουταχής κατάλαβε ότι οι Έλληνες της Ακρόπολης τον κοροϊδεύουν και αποφάσισε να κινηθεί εναντίον όσων βρίσκονταν στον Πειραιά, για να τους εμποδίσει να βοηθήσουν τους έγκλειστους της Ακρόπολης.

Έτσι, στις 29 Ιανουαρίου 1827 κατόπτευσε τις θέσεις των Ελλήνων στα παράλια του Πειραιά και την επόμενη, κινήθηκε εναντίον όσων βρίσκονταν στην Καστέλλα, την καλύτερα οχυρωμένη θέση της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά. Ο τουρκικός στρατός κατέλαβε τον πεδινό χώρο μεταξύ του Λειβαδιού και του μοναστηριού, έστησε εκεί έξι κανόνια και με την ανατολή του Ήλιου άρχισε τη μάχη (30 Ιανουαρίου 1827).


Η ομάδα των Γάλλων μαθηματικών της δεκαετίας του 1930.

Γύρω από το πυροβολικό, βρισκόταν το ιππικό, αναμένοντας το παράγγελμα της εξόρμησης. Το πεζικό άρχισε να επιτίθεται κατά ομάδες στα ελληνικά οχυρώματα, χωρίς αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι επέμεναν, παρά τις μεγάλες τους απώλειες από τις βολές των κανονιών της Καστέλλας, αλλά και της «Καρτερίας» και των δύο ψαριανών μπρικιών. Μετά από 5 ώρες, έχοντας μεγάλες απώλειες, αποσύρθηκαν σε άθλια κατάσταση. Μάλιστα, κατά την αποχώρησή τους, 250 Αθηναίοι πολεμιστές με επικεφαλής τον Μακρυγιάννη και υπαρχηγούς τον Δημήτριο Μπενιζέλο και τον Σπύρο Δοντά, τους καταδίωξανκαι τους προκάλεσαν μεγαλύτερες απώλειες. Τουλάχιστον 300 Τούρκοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν, ενώ 60 ήταν οι νεκροί από ελληνικής πλευράς. Ζημιές υπέστη και η «Καρτερία», από τις βολές του τουρκικού πυροβολείου, που βρισκόταν στο μοναστήρι.



Η μάχη της Καστέλλας

Ανάμεσά στους γενναίους Έλληνες που πολέμησαν στον Πειραιά, ήταν και ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος. Ένας, κατά την άποψή μας, από τους σπουδαιότερους ήρωες του 1821, ο οποίος όμως δεν έχει προβληθεί όπως θα του άξιζε. Γεννημένος στην Άνω Χώρα Ναυπακτίας (παλαιότερα Λαμποτίνα), ήταν γνωστός με τα παρωνύμια Κραβαρίτης και Γιώτης. Σ’ αυτόν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο ανέλπιστος ελληνικός θρίαμβος στην Κλείσοβα, στις 25 Μαρτίου 1826 (δείτε και σχετικό μας άρθρο), όπου είχε διορισθεί υποφρούραρχος, από τον Δεκέμβριο του 1825. Ήταν ανάμεσα στους πολιορκημένους του Μεσολογγίου. Ειδικός στην κατασκευή ορυγμάτων με τα οποία οι Έλληνες ανατίναζαν τουρκικά προχώματα (όπως και ο Βορειοηπειρώτης Χορμοβίτης ή Λαγουμιτζής), είχε σημαντική συμβολή και στην άμυνα της «Ιερής Πόλης». Κατάφερε να σωθεί κατά την Έξοδο και συνέχισε να μάχεται, κυρίως στην Ανατολική Στερεά. Ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος, πέθανε στο Αιτωλικό το 1838. Φέτος, ήταν μια καλή ευκαιρία να αναδειχθούν ήρωες σαν τον Παναγιώτη Σωτηρόπουλο, αλλά δυστυχώς, δεν νομίζουμε ότι υπάρχει μια τέτοια προοπτική…

Επίλογος
Αυτή ήταν λοιπόν η πραγματική ιστορία του Διονυσίου Βούρβαχη, ενός αγνού Έλληνα, με πολλές διακρίσεις στο πλευρό του Ναπολέοντα, που άφησε την τελευταία του πνοή στο Καματερό το 1827, άδικα και άδοξα, καθώς δεν άκουσε τις, σωστές, συμβουλές των Π. Νοταρά και Β. Μαυροβουνιώτη. Ο γιος του, Κάρολος Διονύσιος Σωτήριος (Charles Denis Sauter Bourbaki) (1816-1897), έφτασε να γίνει Στρατηγός του γαλλικού Στρατού. Το 1862, μετά την έξωση του Όθωνα, του προτάθηκε ο θρόνος του Βασιλιά της Ελλάδας, όμως αρνήθηκε. Ως Bourbaki (Μπουρμπακί), είναι γνωστή και μία ομάδα Γάλλων μαθηματικών της δεκαετίας του 1930. Επρόκειτο για συλλογικό ψευδώνυμο αποφοίτων της Ecole Normall Superiaure (Καρτάν, Σεβαλιέ, Ντιεντονέ, Ερεσμάν, Βάιλ κ.ά.), που «δανείστηκαν» το όνομά τους από τον Σαρλ Μπουρμπακί, χωρίς κανένας από αυτούς να έχει σχέση με τον Ελληνογάλλο Στρατηγό.

Πάντως, κοιτίδα της οικογένειας Βούρβαχη, ήταν τα Σφακιά της Κρήτης. Κατάγονταν από την φημισμένη βυζαντινή οικογένεια των Σκορδίληδων. Ο πρώτος που αναφέρεται με το «νέο» επώνυμο, Βούρμπαχης, ήταν ο άρχοντας Ευστράτιος Βούρμπαχης (1610-1690), που πολέμησε μαζί με τους Ενετούς εναντίον των Τούρκων. Ο Οθωμανός Αρχιστράτηγος, ονόμαζε τον άρχοντα αντίπαλό του ΒΟΥΡΜΠΑΧ (Βουρ= εμπρός και ΜΠΑΧ= κεφάλι), δηλαδή, ο μπροστάρης, ο επικεφαλής. Το «παρατσούκλι» Βούρμπαχης, έγινε επώνυμο της οικογένειας. Ο πατέρας του Διονύσιου Βούρβαχη, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770), αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κεφαλλονιά, όπου γεννήθηκε ο Διονύσιος. Τα επώνυμα Βούρβαχης, Μπούρμπαχης, Βουρβαχάκης, Μπουρμπαχάκης, Μπουρμπάκης κλπ, είναι συνηθισμένα σήμερα στην Ελλάδα.

Πηγές:
• Βασική πηγή για το άρθρο, ήταν το μνημειώδες έργο του Διονύσιου Κόκκινου «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ Εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ, 1974.
• Ακόμα, αντλήσαμε στοιχεία από την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, το έργο του Δ. Φωτιάδη «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», τόμος Γ’, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Σ. Ι ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ 2018 και το σάιτ «ΣΦΑΚΙΑ, Η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», για την καταγωγή του Δ. Βούρβαχη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου