Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Οδοιπορικό στη «Μαγική Πόλη» του Δουργουτίου

Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
«Μ’ αρέσει αυτή η γειτονιά, έτσι όπως είναι, χωμένη μες τη μεγάλη λεωφόρο, στριμωγμένη λες και πάει να σκάσει. Το ένα σπιτάκι δίπλα στο άλλο, μια σανίδα τα χωρίζει. Ακούς τις
κουβέντες του διπλανού σου, ξέρεις τι ώρα ξυπνάει το πρωί, τι ώρα κοιμάται το βράδυ. […] Όταν βγεις στη λεωφόρο μυρίζει θάλασσα, όσο κατηφορίζεις σε πιάνει η αλμύρα. Αν πας προς τα πάνω, αισθάνεσαι πως μπαίνεις στην καρδιά της πόλης»… με αυτά τα λόγια μας σύστηνε ο Μάνος Κατράκης το Δουργούτι στην ταινία «Μαγική Πόλη» του Νίκου Κούνδουρου.

Και μέχρι τη δεκαετία του ’60 μια βόλτα στα στενά της παραγκούπολης αρκούσε για να διαπιστώσει κανείς την λάσπη, την φτώχεια και το στρίμωγμα που σημάδεψαν αυτή την προσφυγική συνοικία. Μια συνοικία που διαμορφώθηκε μέσα από την μετανάστευση και που πίστεψε στο όνειρο μόλις το 1965 , όταν άκουσε από τα χείλη του Ανδρέα Παπανδρέου το επικό σύνθημα «κάτω η παράγκα» ευελπιστώντας πως έφτασε ο καιρός να υπερβεί το παράπηγμα, αποκτώντας φως και νερό και τηλέφωνο, και να φάει κάτι παραπάνω από πατάτες μπλουμ και φασολάδα…

Κανένα άλλο όνομα δεν άντεξε



Η περιοχή φαίνεται να ονομάστηκε έτσι από έναν παλιό κάτοικό της, ή παλιό Οθωμανό κτηματία με το όνομα Δουργούτ Αγάς, ή μεταγενέστερο κάτοικο ελληνικής καταγωγής με το επώνυμο Δουργούτης. Όταν το 1908, ο Δήμος Αθηναίων, στα πλαίσια του νεοκλασικισμού, χώρισε την Αθήνα σε συνοικίες, έδωσε σε αυτές αρχαιοπρεπή ονόματα, σε μια προσπάθεια να εξαλείψει τις λαϊκές κακόηχες ονομασίες. Τότε το Δουργούτι μετονομάστηκε σε «Αλωπεκή», από τον αρχαίο Αττικό δήμο τόπο διαμονής του φιλοσόφου Σωκράτη. Παρόλα αυτά το όνομα δεν επιβίωσε, ίσως εξαιτίας της μεγάλης παρουσίας των Αρμενίων, οι οποίοι συνήθιζαν να αποκαλούν το μέρος «Αρμένικα» ή «Χαϊνότς». Αλλά και καμία μετέπειτα ονομασία που δόθηκε στην περιοχή για να κρύψει τον προσφυγικό χαρακτήρα της, δεν επιβίωσε. Τα ονόματα «Ναυαρίνο», «Μεταμόρφωση του Σωτήρος», «Συνοικισμός Αγίου Ιωάννου» και «Νέος Ελληνικός Συνοικισμός», δεν εντυπώθηκαν στην συλλογική μνήμη των Αθηναίων, που προτίμησε να συνεχίσει να συστήνει την γειτονιά ως Δουργούτι.



Ο Νέος Κόσμος των Προσφύγων

Ο αριθμός των προσφύγων που διαμένουν στο Δουργούτι ήδη από το 1821, άρχισε να αυξάνει σημαντικά με την κατάρρευση του μετώπου. Οι ελληνορθόδοξοι και οι Αρμένιοι πρόσφυγες που εγκαθίστανται στην περιοχή όμως, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης της χώρας, μένουν για αρκετά χρόνια σε συγκροτήματα παραπηγμάτων, χωρίς νερό, φως ή αποχέτευση. Η κεντρική αγορά, οι εκκλησίες ακόμα και τα σχολεία στεγάζονται σε παράγκες. Παρόλα αυτά στο κέντρο της συνοικίας είναι γεμάτο ζωή. Σε αυτό ανοίγουν καφενεία ακόμα και ένας κινηματογράφος, που πρόβαλλει εκτός από ελληνικά και τούρκικα έργα.



Βέβαια, τα πρώτα χρόνια οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης δεν είναι το μόνο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει ο πληθυσμός. Λίγα χρόνια αργότερα έρχεται αντιμέτωπος και με το τράχωμα, μια βακτηριακή λοίμωξη στην περιοχή των ματιών, η οποία εξελίσσεται σε επιδημία. Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, παραπλήσια των συνθηκών διαβίωσης, παρέχεται με την συμβολή του ιδρύματος «Χάουαρντ Καραγκιοζιάν», από ένα πρόχειρο νοσοκομείο της Near East Relief, επανδρωμένο με Αρμένιους γιατρούς, αλλά δεν είναι αποτελεσματική. Έτσι οι πρόσφυγες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εξάπλωση του τραχώματος και άλλων μεταδοτικών ασθενειών με το τακτικό ασβέστωμα των καταλυμάτων, τον σχολαστικό καθαρισμό των ιδιωτικών και δημόσιων χώρων καθώς και με την κατασκευή, χαντακιών για τα λύματα. Η κατάσταση βέβαια δεν επιδέχεται ιδιαίτερες βελτιώσεις.



Αντιμέτωποι έρχονται όμως οι πρόσφυγες της εποχής και με μια άλλη νοσηρότητα, που ακούει στο όνομα ρατσισμός. Με την εκγατάστασή τους αντιμετωπίζουν την καχυποψία και την εχθρική συμπεριφορά των ντόπιων, οι οποίοι τους αποδίδουν προσβλητικά επίθετα όπως «τουρκόσποροι», «γιαουτοβαπτισμένοι» και «σκατοουγλούδες». Ο φιλομοναρχικός τύπος της εποχής βρίθει εξίσου δημοσιευμάτων με έντονο αντιπροσφυγικό μένος.



Τα "Ιταλικά" στεγάζουν τα πρώτα όνειρα



Οι πρώτες προσπάθειες αποκατάστασης των προσφύγων στο Δουργούτι γίνονται το 1924 με την κατασκευή των «Ιταλικών». Στις παρυφές του συνοικισμού χτίζονται 24 μονώροφα σπίτια σε έξι σειρές, που στεγάζουν συνολικά 100 οικογένειες Αρμενίων. Παίρνουν το όνομά Ιταλικά αφού για την ανοικοδόμησή τους χρησιμοποιούνται τα χρήματα της Ιταλικής αποζημίωσης, ενώ την ευθύνη ανέγερσής τους αναλαμβάνει το Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας.



Οι πρώτες προσφυγικές πολυκατοικίες κατασκευάζονται μεταξύ του 1934 και του 1936. Αρχικά οι αρχιτέκτονες Δημήτρης Κυριακός και Κίμων Λάσκαρης, κατασκευάζουν τέσσερις πολυκατοικίες ακολουθώντας και σε αυτό τον προσφυγικό συνοικισμό τις αρχές του κινήματος Bauhaus, οι οποίες αργότερα συμπληρώνονται με άλλες τρεις σε σχήμα Π και Γ, με την υπογραφή του Άγγελου Σιάγα. Τα μικροσκοπικά διαμερίσματα με τα ακόμη μικρότερα μπαλκόνια είναι έτοιμα να χαρίσουν ελπίδα στους κατοίκους των παραπηγμάτων.



Το Μπλόκο

Λίγα χρόνια αργότερα, στις 9 Αυγούστου του 1944 κατά την τελευταία περίοδο της Ναζιστικής Κατοχής, το Δουργούτι ως λαϊκή και προσφυγική συνοικία με έντονο αντιστασιακό χαρακτήρα, κυκλώνεται από τις δυνάμεις κατοχής και τα τάγματα ασφαλείας. Οι αιματηρές επιχειρήσεις τρομοκράτησης του αθηναϊκού λαού, ονόματι μπλόκα, ήταν συχνά σε φτωχικές συνοικίες όπως η Νίκαια, η Καλλιθέα, η Κοκκινιά και φυσικά το Δουργούτι.



Την ημέρα του μπλόκου οι Γερμανοί συλλαμβάνουν στην περιοχή του Δουργουτίου 1.200 άτομα και εκτελούν επί τόπου 120. Οι μισοί από τους συλληφθέντες που οδηγήθηκαν ση συνέχεια στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, στέλνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, και πολλοί από αυτούς δεν επιστρέφουν ποτέ. Μετά τις συλλήψεις, η συνοικία παραδίδεται στις φλόγες από τα χέρια των Ναζί.



Σήμερα, ενθύμιο της αιματηρής εκείνης συμπλοκής αποτελεί το μνημείο στην κεντρική πλατεία του Δουργουτίου, με το όνομα πλατεία Καλαβρύτων, αφιερωμένο στους πεσόντες αγωνιστές της εθνικής αντίστασης.

«Θάνατος στην παράγκα!»



Δύο δεκαετίες αργότερα, περίπου το 1965 το Δουργούτι ζει ίσως την πιο ελπιδοφόρα ιστορική στιγμή του. Στα πλαίσια της αστικής αναβάθμισης της συνοικίας, γκρεμίζονται τόσο τα «Ιταλικά» όσο και τα τελευταία παραπήγματα που είχαν απομείνει και η περιοχή ρυμοτομείται. Το σύνθημα για το γκρέμισμα έρχεται δια στόματος Γεωργίου Παπανδρέου, με τη φράση «Θάνατος στην παράγκα!» . Όμως η στέγαση ολοκληρώνεται επί χούντας, σε μια από τις προσπάθειες του καθεστώτος να αποκτήσει λαϊκά ερείσματα.



Τα δείγματα των προσφυγικών πολυκατοικιών του στεγαστικού προγράμματος της δεκαετίας του ‘60 υπάρχουν ως και σήμερα ανάμεσα στις οδούς Κασομούλη, Σφιγγός, Θυμοχάρους και Λαγουμιτζή.

Μια Πόλη Μαγική

Ο προσφυγικός αυτός συνοικισμός αποτέλεσε αρκετές φορές έμπνευση και για τον κινηματογραφικό φακό. Εκτός από την ταινία «Μαγική Πόλη» του Νίκου Κούνδουρου, στην παραγκούπολη του Δουργουτίου γυρίζεται και η μικρού μήκους ταινία του Κώστα Φέρρη «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» αλλά και ένα μικρό ντοκιμαντέρ του Πάνου Παπακυριακόπουλου, η προβολή του οποίου απαγορεύεται αφού «δυσφημεί τη χώρα από πλευράς τουριστικής» προβάλλοντας την «πολύ έντονη φτώχια ορισμένων συνοικιών της Αθήνας». Εικόνες επί χάρτου για την «Μαγική Πόλη» του Δουργουτίου υπάρχουν στις σελίδες του «Κολοσσού του Μαρουσίου» του Henry Miller.



Σήμερα το συγκρότημα των επτά αυτών πολυκατοικιών διασώζεται στο σύνολό του, ενώ συνεχίζει να στεγάζει μετανάστες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τη δεκαετία του ΄80, ερχόμενοι τόσο από τα Βαλκάνια, όσο και από αραβικές χώρες, μαζί με τους απογόνους των προσφύγων του Μεσοπολέμου.



Όπως και οι μικρασιάτες πρόσφυγες, έτσι και οι τωρινοί κάτοικοι των προσφυγικών βιώνουν τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Με την αφορμή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 οι προσόψεις των πολυκατοικιών αποκαταστάθηκαν, ενώ παράλληλα κατασκευάστηκε και ένας μεταλλικός φράχτης καλυμμένος με αναρριχητικά φυτά.



Σε μια βόλτα πίσω από το Ιντερκοντινένταλ, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, τις βαμμένες σομόν ώχρα ή άσπρες, με τα πολλά μικρά διαμερίσματα και τα ακόμα πιο μικρά μπαλκονάκια, με τις κατάφυτες πλατείες και τα παγκάκια, αισθάνεται κανείς πως ταξιδεύει πίσω στο χρόνο. Τα εμφανή σημάδια της συλλογικής ιστορίας ή και της απόπειρας αποσιώπησης των ένοχων αποτυπωμάτων της, το φορτισμένο ιστορικό παρελθόν τόσο οξύμωρο με το σύγχρονο παρόν κάνουν το σκηνικό να μοιάζει με εικαστική εγκατάσταση : ήσυχοι δρόμοι, γεμάτοι από μικρά τσιμεντένια κουτιά, από τις ανοιχτές πόρτες των οποίων ξεπροβάλλει το σημερινό πολυπολιτισμικό μωσαϊκό της περιοχής ...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου