Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Γκιουλέν, ο «τέλειος εχθρός» του Ερντογάν: Πώς τον χρησιμοποίησε για ξηλώσει τους αντιπάλους του μέσα στην Τουρκία


«Αν ένα καράβι έχει δύο καπετάνιους, θα το βουλιάξουν», λέει ένα παλιό τουρκικό ρητό και - προφανώς- ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είχε κατά νου αυτό το ρητό όταν σκεφτόταν τον Φετουλάχ Γκιουλέν.Ο ιμάμης Γκιουλέν, ο οποίος πέθανε στα 86 του χρόνια, αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ, κάποτε φίλος του Ερντογάν που τον βοήθησε να ανέλθει στην εξουσία, εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο εχθρό του.
Κατά κάποιους, έναν «χρήσιμο εχθρό» για να ολοκληρώσει μια επιχείρηση «εκκαθάρισης» των αντιπάλων του στην Τουρκία και να σφίξει ακόμα δυνατότερα τη λαβή του στα σκήπτρα της εξουσίας.

Η αλήθεια είναι ότι ο ιμάμης Γκιουλέν είχε όντως δημιουργήσει ένα «κράτος εν κράτει» όπως έλεγε ο Ερντογάν, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ήθελε -ή μπορούσε- να τον ανατρέψει. Αντίθετα, αυτό το δίκτυο που ο Γκιουλέν έχτιζε προσεκτικά από τα 60s εντός και εκτός Τουρκίας, «επενδύοντας» στην εκπαίδευση των επόμενων γενεών της Τουρκίας, αλλά και στα φιλανθρωπικά ιδρύματα, τις κρατικές υπηρεσίες και το στρατό, το εκμεταλλεύθηκε το κόμμα του Ερντογάν, το ΑΚΡ, για να ανέλθει στην εξουσία. Αλλά και για να ενισχύσει την υπερ-ισλαμική ατζέντα του για την αλλαγή του status quo της Τουρκίας από το κοσμικό κράτος που δημιούργησε ο Κεμάλ Ατατούρκ, σε μια ισλαμική δημοκρατία.
Για το «ξεκαθάρισμα» που έγινε στους γκιουλενιστές και τους άλλους πολιτικούς αντιπάλους του Ερντογάν, υπήρχε και το απαραίτητο know-how με ένα παρόμοιο προηγούμενο. Ο Ερντογάν και ο Γκιουλέν το είχαν παρακολουθήσει και ενορχηστρώσει σε έναν βαθμό, με την εξάρθρωση της οργάνωσης «Εργκένεκον» στις αρχές του 2003, η οποία είχε σχεδιάσει πραξικόπημα στην Τουρκία με ταυτόχρονη πρόκληση στρατιωτικής έντασης με τη γειτονική Ελλάδα (το διάσημο σχέδιο «Βαριοπούλα»).

Η εξάρθρωση της Εργκένεκον έφερε «ξεκαθάρισμα» κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας για «σταγονίδια» και οδήγησε στην έξοδο από τις θέσεις- κλειδιά, τη φυλακή, ή την εξορία έναν μεγάλο αριθμό Κεμαλιστών- αποτρέποντας έτσι την άνοδό τους στην εξουσία. Δεν θα αργούσε πολύ μετά από αυτό, να ξεσπάσει «εμφύλιος» στον συνασπισμό του ΑΚΡ και του Χιζμέτ (του κινήματος του Γκιουλέν).


Ο «διωγμός»

Τα πρώτα ρήγματα είχαν διαφανεί από το γεγονός ότι ο Γκιουλέν απέβλεπε στη μετατροπή της Τουρκίας σε μια πιο μετριοπαθή ισλαμική δημοκρατία. Και, γρήγορα, αφότου το ΑΚΡ ανήλθε στην εξουσία, άρχισαν οι διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών του Ερντογάν και αυτών του Γκιουλέν. Οι γκιουλενιστές, ειδικά αυτοί που είχαν αποκτήσει σημαντικά ερείσματα σε διάφορα κρατικά ιδρύματα, όπως η αστυνομία και η Δικαιοσύνη, άρχισαν να συγκρούονται με τα στελέχη της κυβέρνησης Ερντογάν, με κύριο στόχο τον έλεγχο της εξουσίας και τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης επιρροής στα πράγματα.

Αυτό, έγινε πολύ εντονότερο μετά από τις εκλογές του 2011, όταν οι γκιουλενιστές εμφανίζονταν οργισμένοι από αυτό που έβλεπαν ως στροφή προς μια πιο διεκδικητική πολιτική ισλαμιστική ατζέντα - ένιωθαν ότι ο Ερντογάν είχε γίνει άτρωτος, ενισχυμένος από τις σαρωτικές νίκες που σήμαιναν ότι δεν χρειαζόταν πλέον τους συμμάχους του. Έτσι και αυτοί, άρχισαν να πολλαπλασιάζουν και να ενισχύουν τα «χτυπήματά» τους προς την κυβέρνηση Ερντογάν.






Χαρακτηριστική της διαμάχης ήταν η «εκστρατεία» των γκιουλενιστών εναντίον του στενού συνεργάτη του Ερντογάν, σημερινού υπουργού Εξωτερικών και τότε επικεφαλής της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών MIT, Χακάν Φιντάν, με διάφορες κατηγορίες από το ότι ήταν φιλικά προσκείμενος στο Ιράν μέχρι το ότι υποστήριζε την ιδεολογία του Sayyid Qutb, του νονού των σύγχρονων τζιχαντιστικών κινημάτων, μέχρι τον ισχυρισμό ότι προωθούσε πολλούς Κούρδους σε θέσεις εξουσίας λόγω της δικής του οικογενειακής κληρονομιάς.

Κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Τουρκίας υποστήριξαν ότι οι γκιουλενιστές βρίσκονταν πιθανώς πίσω από τη διαρροή υλικού που έδειχνε φορτηγά της ΜΙΤ να μεταφέρουν όπλα σε αντάρτες στη Συρία -όπου είχε ήδη ξεσπάσει ο αιματηρός εμφύλιος- με το πρόσχημα της ανθρωπιστικής βοήθειας, σε μια προσπάθεια να φέρουν σε δύσκολη θέση τον επικεφαλής της υπηρεσίας.

Αυτή η εκστρατεία εναντίον του Χακάν Φιντάν δεν πέτυχε και πολλά πράγματα, αλλά πέτυχε να τεντώσει το σκοινί.

Και το σκοινί έσπασε το 2013, όταν ξεκίνησε η μεγάλη -η μεγαλύτερη στην τουρκική ιστορία- έρευνα κατά της διαφθοράς στην Τουρκία, η οποία έφτασε μέχρι και τον πολύ στενό κύκλο του Ταγίπ Ερντογάν και οδήγησε στις διαδηλώσεις του πάρκου Γκεζί, οι οποίες κατεστάλησαν βίαια από την κυβέρνηση. Τότε η κυβέρνηση Ερντογάν κατηγόρησε τους γκιουλενιστές που κατείχαν θέσεις επιρροής στην αστυνομία και τη Δικαιοσύνη ότι ενορχήστρωσαν αυτή την έρευνα με στόχο να αποδυναμώσουν την εξουσία του Ερντογάν.

Αυτό, αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως αφορμή ώστε ο Ερντογάν να κάνει ένα πρώτο «ξεκαθάρισμα» στην παιδεία, στη Δικαιοσύνη, αλλά κυρίως να στρέψει το βλέμμα του στα Σώματα Ασφαλείας. Ως πρώτη «απάντηση», το φθινόπωρο του 2013, ο Ερντογάν διέταξε το κλείσιμο των προπαρασκευαστικών σχολείων σε όλη τη χώρα - μια σημαντική πηγή εσόδων για τους γκιουλενιστές, οι οποίοι λειτουργούσαν επισήμως περίπου το ένα τέταρτο από αυτά (και ανεπισήμως αρκετά περισσότερα). Εκατοντάδες σχολεία έκλεισαν και αυτή ήταν η πρώτη φάση μόνο.

Μετά από το σκάνδαλο διαφθοράς, ο Ερντογάν εξαπέλυσε έναν διωγμό στο κίνημα του Γκιουλέν, το οποίο ονόμασε FETO (αρκτικόλεξο που σημαίνει Τρομοκρατική Οργάνωση του Φετουλάχ Γκιουλέν) και PSS («Παράλληλο Κράτος»). Μετά τον χαρακτηρισμό του κινήματος ως τρομοκρατική οργάνωση, στην έξοδο ή τη φυλακή οδηγήθηκαν χιλιάδες αστυνομικοί, δικαστές και δημόσιοι υπάλληλοι που θεωρήθηκε ότι σχετίζονταν με τον Γκιουλέν.

Αντί να μείνει μόνο στο «ξεκαθάρισμα» με τον διωγμό των γκιουλενιστών από την αστυνομία (στην οποία τοποθετήθηκαν σε σημεία-κλειδιά πλέον έμπιστοι αξιωματικοί), ενισχύθηκε η Jandarma, η Στρατοχωροφυλακή της Τουρκίας, η οποία πήρε σύγχρονο και βαρύτερο από την αστυνομία οπλισμό. Και αφού η αστυνομία έγινε πλέον «καθαρή» από γκιουλενιστές, ενισχύθηκε επίσης με προσωπικό, οπλισμό, οχήματα και εξοπλισμό.

«Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά», λένε και αυτή η επιχείρηση «κάθαρσης» στα σώματα ασφαλείας και τις δημόσιες υπηρεσίες της Τουρκίας, σε εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους που κατηγορήθηκαν ότι είχαν ξεκινήσει διωγμό εναντίον των «Ερντογανικών», στράφηκε σε έναν μεγάλο βαθμό και στους Κεμαλιστές, αλλά και στους πολιτικούς αντιπάλους του ΑΚΡ. Και φυσικά, επεκτάθηκε και στον στρατό.





Το χρήσιμο πραξικόπημα

Ο Ερντογάν κατηγόρησε για το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016 τους γκιουλενιστές και τον ίδιο τον Γκιουλέν ως ενορχηστρωτή, ενώ αρκετοί αντίπαλοί του κατηγόρησαν τον Τούρκο πρόεδρο ότι το οργάνωσε, ή το «άφησε να συμβεί» επειδή θα τον εξυπηρετούσε. Με τους αναλυτές να εξηγούν ότι θα ήταν αδύνατο για τον Γκιουλέν να οργανώσει πραξικόπημα, αλλά και να απορρίπτουν ως εντελώς ανεδαφικό το επιχείρημα που θέλει τον Ερντογάν να είχε οργανώσει τη… δολοφονία του εαυτού του και την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησής του, ένα είναι το πιθανότερο σενάριο: το πραξικόπημα οργανώθηκε από στελέχη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων (που ήταν γκιουλενιστές, κεμαλιστές και άλλοι αντίπαλοι του ΑΚΡ), τα οποία δεν έβλεπαν απλώς να χάνουν την επιρροή τους, αλλά παρακολουθούσαν πανικόβλητα την «κάθαρση» να απειλεί τις θέσεις τους- ή και τους ίδιους με φυλάκιση.

Όπως και να χει, μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, αυτή η «επιχείρηση κάθαρσης» μετατράπηκε, υπό τον μανδύα της «Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης» σε ένα ευρύτατο διωγμό που οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις και απολύσεις στο στρατό, τη Δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις. Αμέσως μετά το πραξικόπημα, περισσότεροι από 130.000 Τούρκοι απολύθηκαν από τον δημόσιο τομέα και άλλοι 95.000 συνελήφθησαν, για σχέσεις με τη FETO.

Την πρώτη μέρα μετά το πραξικόπημα, στις 16 Ιουλίου 2016, 2.745 δικαστικοί απολύθηκαν. Στις ένοπλες δυνάμεις, το ξεκαθάρισμα των αξιωματικών που είχε ξεκινήσει πριν από το πραξικόπημα (όπως διαπίστωναν ΝΑΤΟϊκοί), συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ένταση. Ένας καινούριος στρατός, αυτή τη φορά πιστός στον Ερντογάν, είχε αρχίσει να δημιουργείται, μετά το «ξήλωμα» 103 στρατηγών και τις συλλήψεις 2.839 στρατιωτικών διαφόρων βαθμών. Οι συλλήψεις επεκτάθηκαν και στην αρχαιότερη στρατιωτική σχολή της Τουρκίας, Κουλελί, όπου εκατοντάδες δόκιμοι πήραν το δρόμο προς τη φυλακή.






Αυτός ο διωγμός συνεχίστηκε, μέχρι τουλάχιστον το 10% του εργατικού δυναμικού της Τουρκίας (2 εκατομμύρια εργαζόμενοι) να εκτοπιστεί και να μην μπορεί να συνεργαστεί ξανά με κυβερνητικές υπηρεσίες, ενώ 50.000 διαβατήρια ακυρώθηκαν.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Ερντογάν κατέσχεσε περιουσιακά στοιχεία περισσότερων από χιλίων επιχειρήσεων, αξίας ως και 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με τις εταιρείες να αφανίζονται. Στα ΜΜΕ, τηλεοπτικοί σταθμοί και εφημερίδες που ασκούσαν κριτική στον Ερντογάν έκλεισαν, ή επαναλειτούργησαν με νέες, «φιλικές» διευθύνσεις με τους αντιφρονούντες δημοσιογράφους να οδηγούνται στη φυλακή. Το παράδειγμα της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας, της Zaman, που έκλεισε με κυβερνητική εντολή μετά το πραξικόπημα, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό των 16 τηλεοπτικών και 23 ραδιοφωνικών σταθμών, των 45 καθημερινών εφημερίδων και των 15 περιοδικών, αλλά και των 29 εκδοτικών οίκων στους οποίους μπήκε «λουκέτο», με 160 δημοσιογράφους τους να φυλακίζονται ως «τρομοκράτες».

Το πραξικόπημα αποτέλεσε την τέλεια αφορμή για ξεκαθάρισμα όχι μόνο των γκιουλενιστών, αλλά και των Κεμαλιστών και των άλλων αντιπολιτευόμενων, ακόμα και εθνοτικών, ομάδων. Για παράδειγμα, 11.000 Κούρδοι δάσκαλοι και εκατοντάδες εκλεγμένοι δήμαρχοι εκδιώχθηκαν, αυτή τη φορά για υποτιθέμενες σχέσεις με το ΡΚΚ.

Από το 2018, οπότε και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης της Τουρκίας αντικαταστάθηκε με τον «αντιτρομοκρατικό νόμο» που ενέκρινε η τουρκική Εθνοσυνέλευση, τα πράγματα έγιναν ευκολότερα. Για ένα tweet, κάποιος μπορεί να μπει στη φυλακή, ή, εάν είναι τυχερός, να χάσει τη δουλειά του και να βρεθεί περιθωριοποιημένος, όπως εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου