Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

Κύθηρα, 1909: Το φονικό αμόκ ενός τσαγκάρη που άφησε πίσω του 15 νεκρούς


Tο αποκάλεσαν ως το «έγκλημα του αιώνα», καθώς παραμένει ακόμα και σήμερα το πιο πολύνεκρο φονικό από έναν και μόνο άνθρωπο στα εγκληματολογικά χρονικά της Ελλάδας. Συνολικά δεκαπέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε ένα δολοφονικό αμόκ που κατέλαβε έναν τσαγκάρη από τα Κύθηρα, ο οποίος αφού κυνηγήθηκε άδικα από το νησί, επέστρεψε μετά από χρόνια για να πάρει εκδίκηση από τους συγχωριανούς του, σκοτώνοντας όποιον έβρισκε στον δρόμο του. Το συγκεκριμένο έγκλημα έγινε και μυθιστόρημα από τον συγγραφέα Πάνο Δημάκη αλλά και τηλεοπτική σειρά σε σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και σκηνοθεσίας του Σωτήρη Τσαφούλια, με τον τίτλο «17 κλωστές». Ολες οι φωτογραφίες του άρθρου είναι από την σειρά «17 κλωστές».

Όλα ξεκινούν στις αρχές του 1909 στο χωριό Γερακιτιάνικα των Κυθήρων. Εκεί ζει και δραστηριοποιείται ένας ιδιαίτερα αγαπητός στην κοινωνία του χωριού τσαγκάρης ονόματι Αντώνης Λαγωνάρης, ο οποίος κάνει και διάφορες άλλες μικροδουλειές ενώ είναι και οργανοπαίχτης στα πανηγύρια του νησιού. Ως μάστορας είναι ιδιαίτερα ικανός, γι’ αυτό και η πελατεία του είναι σταθερή και τα έσοδα ικανοποιητικά. Τη γαλήνια καθημερινότητά του έρχεται να διακόψει με δραματικό τρόπο ένα επεισόδιο που έχει με μια πελάτισσά του. Κατά την παραλαβή των στιβανιών (οι χειροποίητες μπότες που φοριούνται σε πολλά νησιά και ιδίως στην Κρήτη), η γυναίκα αυτή αρνείται για αδιευκρίνιστους λόγους να τον πληρώσει. Ο τσαγκάρης λογομαχεί με τη γυναίκα, η οποία τον καλεί να περάσει αργότερα από το σπίτι της για να πληρωθεί. Εκεί όμως μπαίνει και ο σύζυγός της, ο οποίος παρεξηγεί την παρουσία του τσαγκάρη στο σπίτι του, ανταλλάσσει βαριές κουβέντες μαζί του και στο τέλος τον ξυλοφορτώνει διώχνοντάς τον από το σπίτι.

Το περιστατικό κυκλοφόρησε γρήγορα στην μικρή κοινωνία του νησιού, προκαλώντας αίσθηση και ανατρέποντας μέσα σε λίγες ώρες τη ζωή του τσαγκάρη, ο οποίος χάνει σταδιακά την πελατεία του και γίνεται και το μαύρο πρόβατο του νησιού. Για να γλιτώσει την κατακραυγή, αναχωρεί για τον Πειραιά όπου σκοπεύει να ξεκινήσει και πάλι τη ζωή του. Όντας πολύ καλός μάστορας, βρίσκει γρήγορα δουλειά στην τέχνη του τσαγκάρη που γνώριζε και ξεκινά και πάλι από την αρχή. Όμως και πάλι βρέθηκε στο στόχαστρο των συναδέλφων του, οι οποίοι θεώρησαν ότι οι ικανότητές του ήταν κάποιου είδους απειλή για τις θέσεις τους. Και για να τον ξεφορτωθούν, γέμισαν την τσάντα του με εργαλεία της δουλειάς, ενοχοποιώντας τον στα μάτια του αφεντικού του ως κλέφτη.


Ο τσαγκάρης οδηγείται στα δικαστήρια και καθώς δεν είχε χρήματα να εξαγοράσει την ποινή του μπαίνει στη φυλακή. Όταν βγαίνει μετά από λίγο καιρό, ξαναπιάνει δουλειά. Όχι όμως για πολύ, μια και τα νέα για τον πρότερο βίο του μαθαίνονται γρήγορα και χάνει και πάλι τα πάντα. Εκεί είναι που αποφασίζει να επιστρέψει στα Κύθηρα χωρίς, όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες της εποχής, να έχει σχεδιάσει τίποτα απ’ όσα ακολούθησαν. Βρισκόμαστε πλέον στις 23 Αυγούστου του 1909, όταν ο Λαγωνάρης, αντί για το Πιτσινάνικα που είχε αρχικό στόχο για να πάρει εκδίκηση, φθάνει στο χωριό Καλοκαιρινές, στο οποίο εκείνη την ημέρα έχει συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου για μια βάφτιση. Χωρίς να έχει δώσει πριν σημεία ζωής, χτυπά ο ίδιος τις καμπάνες ώστε να μαζευτεί ο κόσμος και ξαφνικά εμφανίζεται μέσα στο πλήθος σφάζοντας με το μαχαίρι του όποιον συναντούσε στο διάβα του. Από τη μανία του βρήκαν τραγικό θάνατο 15 άνθρωποι, μεταξύ αυτών και μία έγκυος γυναίκα και τα δύο της παιδιά.

Όση ώρα κρατούσε το μακελειό οι άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί δεν είχαν αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει, ενώ μέσα στον πανικό που επικράτησε κάποιοι νόμιζαν ότι το νησί ξαναχτυπήθηκε από πειρατές, κάτι ιδιαίτερα συνηθισμένο σε όχι και τόσο μακρινές εποχές. Όμως ο παπάς της ενορίας ανέλαβε δράση και σηκώνοντας την καραμπίνα του πυροβόλησε τον εκτός εαυτού τσαγκάρη. Αυτός, πληγωμένος, σταμάτησε να σκορπά τον θάνατο και βαριά πληγωμένος βρήκε καταφύγιο στην ταράτσα του σπιτιού του. Οι χωριανοί χωρίς να έχουν καταλάβει ποιος ήταν αυτός που σκόρπισε τον θάνατο έψαχναν στα τυφλά, μέχρι που μια γυναίκα τον εντόπισε και τον παρέδωσε στην Αστυνομία. Οι εφημερίδες της εποχής μετέφεραν το νέο σε όλη την Ελλάδα, προκαλώντας αίσθηση και μεγάλη αγανάκτηση για τον «μακελάρη των Κυθήρων», όπως τον αποκάλεσαν.


Μάλιστα πολλοί απέδωσαν τη δολοφονική του μανία σε χρήση ναρκωτικών, γι’ αυτό και τα δημοσιεύματα της εποχής τον ονόμαζαν επίσης και ο «χασισοπότης των Κυθήρων». Στη δίκη που ακολούθησε γλίτωσε τη βέβαιη θανατική καταδίκη, καθώς, όπως υποστηρίζουν οι φήμες της εποχής, οι δικαστές τον προόριζαν να αναλάβει τον ρόλο του δήμιου, κάτι σύνηθες για όσους είχαν αίμα ανθρώπων (και μάλιστα τόσων πολλών) στα χέρια τους. Ακολούθησε εγκλεισμός στις φυλακές του Ναυπλίου, όπου και εκεί συνέχισε τη δράση του σκοτώνοντας τον συγκρατούμενό του. Εκεί αποκτά και το όνομα «Καπετάν Δεκάξι» από τον αριθμό των ανθρώπων που είχε σκοτώσει, κάτι που του έδινε και μία προεξάρχουσα θέση στην άτυπη ιεραρχία των φυλακών. Όμως οι Μανιάτες φυλακισμένοι, που ήθελαν να έχουν το πάνω χέρι, δεν ήθελαν να του επιτρέψουν ούτε αυτό και τελικά τον σκότωσε ο κουρέας της φυλακής κόβοντάς του τον λαιμό με ξυράφι.

Η ιστορία του πολύνεκρου μακελειού των Κυθήρων συντάραξε την ελληνική κοινωνία για χρόνια, παραμένοντας μέχρι και σήμερα ένα εμβληματικό περιστατικό στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας μας. Το φονικό πέρασε στη λαϊκή κουλτούρα, με τους κατοίκους του νησιού να σκαρώνουν στίχους τραγουδιών που διατηρούνται ακόμα και σήμερα:

Πάνω στις Καλοκαιρινές τη μέγα πολιτεία/

ο Λαγωνάρης έκαμε μέγα ματοχυσία!/

Πάνω στις Καλοκαιρινές αγνάντια στον Πονέντε/

ο Λαγωνάρης έσφαξε άτομα δεκαπέντε

Σχετικά πρόσφατα έγινε και αρκετά επιτυχημένο βιβλίο, το μυθιστόρημα με τίτλο «Δεκαεπτά Κλωστές», το οποίο προσπαθεί να ρίξει φως στα βαθύτερα αίτια του φονικού και να εξετάσει τον τρόπο που ένας φιλήσυχος άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τόσο πολύ. Πάνω στο βιβλίο βασίζεται και μία πολύ ενδιαφέρουσα τηλεοπτική σειρά για ένα έγκλημα που ακόμα και σήμερα παραμένει το πιο πολύνεκρο της χώρας μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου