Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Άουσβιτς: Η συγκλονιστική ιστορία αγάπης του ζευγαριού που ξανασυναντήθηκε 70 χρόνια μετά

Η αγάπη έχει τη δύναμη ν' ανθίζει ακόμη και κάτω από τον πιο σκοτεινό ουρανό, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται, για πολλοστή φορά, μέσα από το βιβλίο της δημοσιογράφου – συγγραφέα Κέρεν Μπλάνκφελντ «Εραστές στο Άουσβιτς: Μια αληθινή ιστορία», που κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες – δεν υπάρχει ακόμη ελληνική μετάφραση - με αφορμή την 27η Ιανουαρίου που έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης Θυμάτων του Ολοκαυτώματος.
 








Πρόκειται για το συγκλονιστικό χρονικό της σχέσης ενός νεαρού ζευγαριού Εβραίων, έγκλειστων στο κολαστήριο του Άουσβιτς, οι οποίοι ερωτεύτηκαν βαθιά, ολοκλήρωσαν τη σχέση τους με κίνδυνο της ζωής τους, χωρίστηκαν για πολλές δεκαετίες και συναντήθηκαν ξανά μετά από 72 ολόκληρα χρόνια για να διαπιστώσουν ότι αυτό που τούς έδεσε τότε, ήταν πολύ δυνατό για να το ξεχάσουν παρά το ότι συνδεόταν άρρηκτα με τις πιο φρικτές εμπειρίες της ζωής τους.

Στο μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης, εκεί που διαπράχθηκε το επαχθέστερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, δύο νέα παιδιά είχαν το θάρρος να επιτρέψουν στη φλόγα του έρωτα να ζεστάνει τα κορμιά και τις ψυχές τους, «δραπετεύοντας», έστω και για λίγες στιγμές, από τη φρίκη που ζούσαν, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την δική τους αντίσταση στο τέρας του ναζισμού.



Η Zippi Spitzer ήταν 23 ετών όταν απελάθηκε από την Μπρατισλάβα της Σλοβακίας όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και αφού στοιβάχτηκε σε ένα τρένο, χωρίς φαγητό και νερό, κατέληξε στο Άουσβιτς. Ο David Wisnia, βρέθηκε στον ίδιο μαρτυρικό τόπο, στα 15 του μόλις χρόνια, ολομόναχος, και αφού είχε δει τους γονείς του, τον παππού και τον αδελφό του να σκοτώνονται από τους Ναζί, στην πατρίδα του, την Πολωνία.


Μέσα στην ατυχία τους τα δύο αυτά παιδιά υπήρξαν τυχερά καθώς τα ταλέντα τους τα γλίτωσαν, σχετικά σύντομα, από τις σκληρές χειρωνακτικές εργασίες του στρατοπέδου. Εκείνη, είχε γνώσεις γραφιστικής οπότε τής ανατέθηκε να σχεδιάζει τις στολές των κρατουμένων, κι εκείνος διέθετε μια σπάνια φωνή - από μικρός ονειρευόταν να γίνει λυρικός τραγουδιστής - και έτσι τον έβαζαν να τραγουδά τα βράδια για να διασκεδάζει τους αξιωματικούς - βασανιστές.



Συναντήθηκαν για πρώτη φορά, στις αρχές του 1943, στη λεγόμενη «σάουνα», εκεί όπου πλένονταν οι στολές των κρατουμένων. Η Zippy ήταν πλέον 25 και ο David 18. Όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, αισθάνθηκαν αμέσως μια απίστευτη έλξη. Εκείνος πλησίασε τη βούρτσα στο μανίκι της, στέλνοντάς της έτσι ένα κρυφό μήνυμα κι εκείνη σιγομουρμούρισε ένα «γεια». «Όταν εμφανίστηκε (η Zippy), σχεδόν ξέχασε πού ήταν. Η εικόνα της τού έδωσε κάτι να περιμένει με ανυπομονησία» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο.







Οι επόμενες συναντήσεις τους ωστόσο δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση. Η ευφυέστατη Zippy σκέφτηκε να δημιουργήσουν ένα μικρό δωμάτιο από στοίβες ρούχων πάνω από μια αποθήκη όπου ανέβαιναν μέσω μιας αυτοσχέδιας σκάλας φτιαγμένης επίσης τα ρούχα που είχαν κατασχεθεί από τους κρατούμενους. Εκεί στήθηκε η ερωτική φωλιά τους όπου συναντιούνταν για μισή, το πολύ μία ώρα κάποιες ημέρες, με την βοήθεια των συγκρατούμενών τους, τους οποίους έπειθαν να φυλάνε τσίλιες με αντάλλαγμα ρούχα ή φαγητό. Στις ερωτικές αυτές συνευρέσεις τους, μάλιστα, συνήθιζαν να σιγοτραγουδούν μαζί ένα ουγγρικό τραγούδι που είχε τίτλο «Βράδυ στο φως του φεγγαριού».

Το ζευγάρι αναγκάστηκε να χωριστεί στις αρχές του 1945, υποσχέθηκαν, ωστόσο, ο ένας στο άλλο, πως θα συναντηθούν, μετά το τέλος του πολέμου, στο Εβραϊκό Κοινοτικό Κέντρο στη Βαρσοβία. Η Zippi πήγε στο προκαθορισμένο ραντεβού ο David όμως δεν είχε τις ψυχικές αντοχές να επιστρέψει στην Πολωνία, τον τόπο όπου έχασε, τόσο πρόωρα και τόσο βίαια, την οικογένειά του. Ήθελε να τρέξει μακριά, να φύγει, να ξεχάσει...Και η απόφασή του αυτή έμελλε να πληγώσει βαθιά την Zippi.

Εντέλει η ζωή τούς έφερε και τους δύο στην Αμερική. Εκείνη έκανε οικογένεια στη Νέα Υόρκη κι εκείνος εγκαταστάθηκε σε μια πόλη της Πενσιλβανία, πουλούσε εγκυκλοπαίδειες, παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Ποτέ όμως δεν ξέχασε το κορίτσι που με την αγάπη του τον κράτησε ζωντανό στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Γι’ αυτό και τήν αναζήτησε, μέσω άλλων επιζώντων, τήν βρήκε και κάπου εκεί στα 1959 τής ζήτησε να συναντηθούν. Εκείνη αρνήθηκε. Ένιωθε πως τήν είχε εγκαταλείψει, τήν είχε προδώσει. Το 1963 ο David θα κάνει μία ακόμη προσπάθεια. Θα την πείσει τελικά να συναντηθούν σε ένα ξενοδοχείο την Νέας Υόρκης αλλά η Zippi δεν θα βρει το κουράγιο να εμφανιστεί.


Το 2016 όμως τού επέτρεψε να τήν επισκεφθεί στο σπίτι της. Ήταν τόσο αλλαγμένοι και οι δύο. Τα βλέμματα όμως της 97χρονης και του 90χρονου είχαν μείνει ίδια και έλεγαν πολλά... «Σε αγάπησα», τού ψιθύρισε εκείνη. «Κι εγώ» τής απάντησε εκείνος ο οποίος έμαθε, μετά από δεκαετίες, πως τής όφειλε τη ζωή του καθώς είχε αλλάξει πέντε φορές τους καταλόγους με τα ονόματα των κρατουμένων που επρόκειτο να εξοντωθούν. Κατά την διάρκεια της συγκινητικής επανένωσής τους δεν τού ζήτησε να τής εξηγήσει γιατί δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού τους στη Βαρσοβία. Το μόνο που ήθελε ήταν να τής τραγουδήσει το τραγούδι «Βράδυ στο φως του φεγγαριού» που η ίδια τού είχε μάθει στην ερωτική φωλιά που είχαν στήσει κάτω από τα φουγάρα του Άουσβιτς κάνοντας έτσι τη δική τους επανάσταση!

Η Zippi πέθανε το 2018 σε ηλικία 99 ετών και ο Ντέιβιντ το 2021, στα 94 του. Τρία χρόνια πριν, όμως, είχε μοιραστεί με την δημοσιογράφο Κέρεν Μπλάνκφελντ τις σκοτεινές αναμνήσεις του από το Άουσβιτς. Αφού είχε τελειώσει τη διήγησή του κι ενώ η δημοσιογράφος ήταν όρθια στην πόρτα, έτοιμη να φύγει, τής αποκάλυψε την σχέση που σημάδεψε ανεξίτηλα της ζωή του. Ήταν η στιγμή που άναψε η πρώτη σπίθα για την δημιουργία αυτού του βιβλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου