Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

ΣΓΟΥΡΔΑ 1870: Το τέλος μιας εταιρείας με ιστορία 154 ετών (pics)

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις των εταιρειών που έχουν καταφέρει να «πατήσουν» σε τρεις αιώνες, αποτελώντας πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της επιχειρηματικής ιστορίας του τόπου. Η πιο χαρακτηριστική είναι αυτή της Σγούρδα 1870, που, όπως δηλοί και η επωνυμία της, καταγράφει μια διαδρομή 154 ετών από το μακρινό 1870, μπαίνοντας έκτοτε σε χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά και όχι μόνο. Δυστυχώς, όμως, αυτή η πλούσια πορεία στην εκπνοή του 2024 φτάνει στο τέλος της, καθώς στις 31 Δεκεμβρίου κατεβάζει για πάντα τα ρολά της…

Πρόκειται αναμφίβολα για έναν «δύσκολο αποχαιρετισμό», δεδομένου ότι ο Σγούρδας ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα κατάστημα. «Προικίζοντας» κυριολεκτικά επί σειρά δεκαετιών τα παλιά αρχοντικά, τα νέα σπίτια και τα όνειρα τόσων ζευγαριών που δημιούργησαν τις δικές τους οικογένειες, αλλά και «ντύνοντας» με τα ποιοτικά προϊόντα της μέχρι και τη Βουλή των Ελλήνων, το εμβληματικό ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» και αμέτρητα ακόμη κτίρια, έγινε συστατικό στοιχείο της ζώσας ιστορίας της Αθήνας.

Βέβαια, οι εποχές άλλαξαν, μαζί και οι καταναλωτικές συνήθειες, περιορίζοντας αρχικά την εμβέλεια της επιχείρησης, στη συνέχεια αναγκάζοντας σε μετακόμιση από το ιστορικό κατάστημα της οδού Αιόλου, και οδηγώντας πλέον στον επίλογο.

Η αφετηρία και οι μεγάλοι σταθμοί

Η αφετηρία αυτής της ξεχωριστής εταιρείας θα πρέπει να αναζητηθεί στο 1860, όταν ο Γεώργιος Ν. Σγούρδας έφυγε από τον τόπο καταγωγής του, το Γεωργίτσι Λακωνίας, και σε ηλικία μόλις 18 ετών ήρθε στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Μιλάμε βέβαια για μια άλλη Αθήνα, των 50.000 κατοίκων, δηλαδή κλάσμα σε έκταση και πληθυσμό της σημερινής. Οπως περιγράφεται στο πλούσιο ιστορικό της εταιρείας, αρχικά έπιασε δουλειά στο σιδηροπωλείο του Δ. Τσώνη, επί της οδού Αιόλου, και γρήγορα ξεχώρισε για το ταλέντο, την τέχνη, αλλά και την ηγετική του προσωπικότητα.

Ηταν μια εποχή που χαρακτηριζόταν από οικοδομικό οργασμό, με τα γιαπιά να κυριαρχούν παντού, «υποσχόμενα» την ανάδυση μιας νέας Αθήνας. Ασφαλώς η ζήτηση για οικοδομικά υλικά πάσης φύσεως ήταν τεράστια, με τον νεαρό Σγούρδα να διαβλέπει τη μεγάλη ευκαιρία και τους ορίζοντες που ανοίγονταν μπροστά του.
Οταν στο κατάστημα της Αιόλου σχηματίζονταν ουρές από τους Αθηναίους

Τα προσόντα του, όπως η εργατικότητά του, το ήθος και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του, τα διακρίνει βεβαίως και το αφεντικό του, που αντιλαμβάνεται ότι είναι θέμα χρόνου ο φιλόδοξος νέος να ανοίξει τα δικά του φτερά. Ετσι, προσπαθεί να τον «δεσμεύσει» και το πετυχαίνει με τον καλύτερο τρόπο, καθώς αποφασίζει να του δώσει για γυναίκα του τη μονάκριβη θυγατέρα του.

Ο Γ. Σγούρδας μαζί με τον πεθερό του εκμεταλλεύονται την αυξανόμενη ζήτηση σε καινούρια υλικά και η κοινή επιχείρηση μεγαλώνει. Το παλιό κατάστημα δεν επαρκεί πλέον για να καλύψει τις απαιτήσεις και έτσι δημιουργείται νέο, κατά πολύ μεγαλύτερο, πάντα στην οδό Αιόλου, απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, την πρώτη Μητρόπολη της Αθήνας. Σε αυτό προστίθεται και άλλου είδους εμπόρευμα σιδηρικών, σε μεγάλη ποικιλία, που αναφέρεται γενικώς ως Είδη Κιγκαλερίας, έννοια άγνωστη ως τότε στο ευρύ κοινό, που την ερμηνεύει χαριτολογώντας με τη φράση «ο Σγούρδας έγινε Καγκελάριος».



Οι δουλειές πήγαιναν περίφημα και έτσι ακόμη και το νέο κατάστημα αποδεικνύεται με τη σειρά του ανεπαρκές, με αποτέλεσμα το 1880 να ανοίξει ένα ακόμη στην οδό Αιόλου 61, που θα γίνει η έδρα της επιχείρησης, με τη διαφορά ότι αυτή φέρει πλέον την επωνυμία «Γ. Ν. Σγούρδας και Υιοί». Εκεί το κοινό μπορούσε να βρει προϊόντα με επίσης μεγάλη ζήτηση, όπως κρύσταλλα, πορσελάνες, σερβίτσια, λάμπες, είδη οικιακής χρήσης, επάργυρα, μαχαιροπίρουνα και ό,τι άλλο μπορεί να χρειαστεί ένα μοντέρνο νοικοκυριό. Και σε μια εποχή όπου η προίκα ήταν θεσμός, όλη η Αθήνα προσέφευγε στου Σγούρδα.

Σιγά-σιγά το σιδηροπωλείο μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και την κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει το υαλοπωλείο. Ο Γεώργιος Σγούρδας δεν επαναπαύεται στις δάφνες της επιτυχίας. Αντίθετα, καθιερώνει τακτικά επαγγελματικά ταξίδια στην Ευρώπη προκειμένου να δημιουργήσει προσωπικές σχέσεις με όλους τους μεγάλους οίκους από τους οποίους προμηθεύεται τα είδη του. Παράλληλα επεκτείνεται και σε άλλα πεδία, φτάνοντας το 1900 να αποκτήσει την κυριότητα των μεταλλείων στον Τυρό της Αρκαδίας. Λίγο αργότερα εισέρχεται στην αγορά φωτιστικών ειδών και την ίδια περίοδο ιδρύει εταιρεία που παράγει τα ξύλινα ψυγεία πάγου.


Στην πορεία αποκτούν ενεργό ρόλο στην επιχείρηση και τα παιδιά του, ο πρωτότοκος Νικόλαος, με εμπορικές σπουδές στην Ελβετία, και ο δευτερότοκος Δημήτριος, με ανάλογες σπουδές στο εξωτερικό, οι οποίοι αναλαμβάνουν τις επαφές με τους ξένους προμηθευτές, ενώ ο τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνος σπουδάζει στη Ροβέρτειο Σχολή Κωνσταντινουπόλεως και ο τέταρτος, ο Βρασίδας, πάει ακόμη σχολείο.
Ο πόλεμος και η γιγάντωση

Το θετικό κλίμα ανατρέπεται με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων το 1912-1913. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι επιστρατεύονται αμέσως και το κενό στην επιχείρηση καλύπτει ο Κωνσταντίνος. Ακολουθεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα δεινά που επέφερε. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όμως, η επιχείρηση παραμένει ζωντανή, και αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον άλλο γιο, τον Δημήτριο, που στο μεταξύ έχει εγκατασταθεί στη Βαρκελώνη, καταφέρνοντας, παρά τις αντιξοότητες, να εφοδιάσει το κατάστημα με εμπόρευμα.




Με τη λήξη του πολέμου, το 1919 θα αποτελέσει ένα ορόσημο για την ιστορία και το εκτόπισμα της εταιρείας, με τον Κωνσταντίνο να ταξιδεύει στη Γερμανία και να εξασφαλίζει την εκτέλεση τεράστιων, για την περίοδο εκείνη, παραγγελιών. Κάπως έτσι ο Σγούρδας έγινε προμηθευτής όχι μόνο των νοικοκυριών, αλλά και όλων σχεδόν των τότε ομοειδών καταστημάτων της Αθήνας.

Το 1927 έφυγε από τη ζωή ο Γεώργιος Σγούρδας, έχοντας όμως αφήσει το πηδάλιο σε άξιους διαδόχους. Τα επόμενα χρόνια η εταιρεία, με γενικό διευθυντή τον Κωνσταντίνο Σγούρδα και με τη συμμετοχή του μικρότερου αδελφού του Βρασίδα, ακολουθεί ανοδική πορεία, ενώ επεκτείνεται και σε άλλους τομείς. Ολα αυτά βέβαια μέχρι να ζυγώσουν και πάλι τα απειλητικά σύννεφα του πολέμου. Οταν πλέον τη χώρα και τον πλανήτη σκεπάζει η φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σγούρδας δίνει το «παρών» προσφέροντας στον ελληνικό στρατό χιλιάδες μέτρα μουσαμάδες και καραβόπανα που χρησιμοποιήθηκαν για σκηνές, καθώς και πολλά μαγειρικά σκεύη αλουμινίου, μαχαιροπίρουνα, καραβάνες, κατσαρόλες κ.ά.

Η νέα αρχή

Οταν τέλειωσε αυτή η οδυνηρή περιπέτεια αφήνοντας καθημαγμένη τη χώρα, ο κόσμος άρχισε να αποτινάσει τις στάχτες της καταστροφής και να στέκεται σιγά-σιγά ξανά στα πόδια του. Το ίδιο κάνει και η οικογενειακή επιχείρηση, που ανασυγκροτείται δυναμικά, έχοντας πλέον επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Σγούρδα. Πνεύμα τολμηρό και ανήσυχο, εφαρμόζει καινοτομίες εμπλουτίζοντας το κατάστημα με διάφορα καινούρια είδη που μαγνητίζουν τους Αθηναίους στη βιτρίνα του. Παράλληλα, επεκτείνεται με τολμηρά βήματα δημιουργώντας, μεταξύ άλλων, μια μεγάλη βιοτεχνία κατασκευής χειροποίητων φωτιστικών από μασίφ μπρούτζο, που ακόμα και σήμερα κοσμούν τη Βουλή των Ελλήνων, το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας» και πολλά παλιά αρχοντικά. Διαφήμιση του 1938
Η πορεία των μελών της οικογένειας

Στο φόντο της εξέλιξης της εταιρείας, το δικό της ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει και η προσωπική πορεία των μελών της οικογένειας Σγούρδα. Ο Κωνσταντίνος, όπως σημειώνεται, «παντρεύτηκε την ωραία Αθηναία Μαρίκα Γ. Ιατρού, κόρη του υποδιοικητού της Εθνικής Τραπέζης, επί διοικήσεως Ιωάννου Δροσοπούλου, και ο Βρασίδας τον ακολούθησε στον υμεναίον με την Υακίνθη Σκάσση-Φιξ, της επίσης γνωστής αθηναϊκής οικογενείας». Η μοίρα ωστόσο «χτύπησε» και το 1954 πεθαίνει ξαφνικά ο Κωνσταντίνος Σγούρδας, ενώ ύστερα από δύο μήνες τον ακολούθησε και η γυναίκα του, αφήνοντας πίσω τις δύο κόρες τους, τη Ρενέ και την Αντιγόνη, που η φύση τις προίκισε με πολλά χαρίσματα.

Η πρώτη, η Ρενέ, μια μοντέρνα κοπέλα όλο ζωντάνια, με ένα μυαλό ξυράφι ανοιχτό προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά και φύση καλλιτεχνική με λατρεία στη μουσική, σπούδασε στην Αγγλία, στο Cambridge, Οικονομικές Επιστήμες. Η δεύτερη, η Αντιγόνη, διαθέτοντας ωραία φωνή, μετά από σπουδές εξελίχθηκε σε μια εξαιρετική σοπράνο. Διέμεινε στο εξωτερικό ως τακτικό μέλος της Οπερας της Ζυρίχης και εμφανίστηκε σε πολλές Λυρικές Σκηνές της Ευρώπης, όπως και στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1971.

Στο μεταξύ, η επιχείρηση ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 διοικείται από τον Βρασίδα Σγούρδα, και μάλιστα αποκτά ένα ακόμη κατάστημα επί της οδού Πατησίων. Στην επόμενη ιστορική φάση τα ηνία της πέρασαν στη Ρενέ Σγούρδα που το 1968 εξαγοράζει από τον θείο της Βρασίδα το μερίδιό του και έτσι μένει απόλυτη κυρίαρχη του παιχνιδιού. Μαζί με τον σύζυγό της, τον επιχειρηματία Διονύση Καράμπελα, εκπροσωπούν την τρίτη γενιά ως άξιοι συνεχιστές του έργου των προκατόχων τους. Τη δεκαετία του ’70 εγκαινιάζεται ένα ακόμη κατάστημα επί της Κηφισίας, ωστόσο τα χρόνια που ακολούθησαν λόγω του έντονου ανταγωνισμού και της αλλαγής των συνθηκών στην αγορά η εταιρεία παρέμεινε μόνο με το αρχικό κατάστημα στην οδό Αιόλου 61, όντας η αρχαιότερη εμπορική επιχείρηση του κλάδου της στην Αθήνα. Παλιά ταμειακή του καταστήματος

Κάπως έτσι, το πηδάλιο πέρασε στην τέταρτη γενιά της οικογένειας, με τη Μαριλιάνα Καράμπελα-Σγούρδα και τους αδελφούς της Κωνσταντίνο και Αλέξανδρο, που με πολύ κόπο και παρά τις δυσκολίες κράτησαν το ιστορικό κατάστημα στην ίδια θέση μέχρι το 2021. Εκτοτε και μετά από 140 χρόνια, η εκτόξευση των ενοικίων και άλλοι παράγοντες κατέστησαν αναγκαία τη μετεγκατάστασή του επί της οδού Ηπείρου 24 στο Γαλάτσι, με την εταιρεία να επικεντρώνεται στα είδη κουζίνας και μαγειρικής, τα διακοσμητικά κ.ά. Εκεί θα συνεχίσει να λειτουργεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, διαθέτοντας αυτές τις λίγες μέρες πριν πέσουν οι «τίτλοι τέλους» πλήθος προϊόντων σε τιμές προσφοράς.
«Έκλεισε τον κύκλο της»

Συνομιλήσαμε με την κα Μαριλιάνα Καράμπελα-Σγούρδα, καταγράφοντας την πικρία για το επικείμενο τέλος αυτής της μεγάλης διαδρομής, κάτι ωστόσο το οποίο αντιμετωπίζεται σε ρεαλιστική βάση. Η ίδια αποδίδει τη δυσάρεστη εξέλιξη στο γεγονός ότι ο τρόπος ζωής, οι καταναλωτικές συνήθειες και οι τάσεις έχουν αλλάξει άρδην σε σχέση με το παρελθόν. Για παράδειγμα, και μόνο το γεγονός ότι εδώ και χρόνια καταργήθηκε ο θεσμός της προίκας, κάτι που σήμαινε ότι ένα νέο σπίτι θα έπρεπε να εξοπλιστεί με δεκάδες απαραίτητα -κάποτε- προϊόντα, αρκεί.

«Οταν μεσουρανούσε ο Σγούρδας ήταν οι εποχές όπου καταρχήν γίνονταν πολλοί γάμοι και έπειτα κάθε κοπέλα έπρεπε να διαθέτει τα πάντα, από μαχαιροπίρουνα μέχρι κρύσταλλα. Τώρα όσα ζευγάρια παντρεύονται προμηθεύονται μόνο τα απαραίτητα. Εχουν αλλάξει γενικότερα οι συνήθειες», σημειώνει.
Ακόμη, «ο κόσμος δεν μαγειρεύει, καταφεύγοντας στο ντελίβερι, δεν υπάρχει όλο αυτό το ωραίο τελετουργικό με τα πορσελάνινα σερβίτσια, τα κρυστάλλινα ποτήρια κ.ά. Επίσης, τα σπίτια είναι πλέον πολύ μικρά και δεν χωρούν πολλά πράγματα», προσθέτει.

Αναφέρει ως παράδειγμα πολλές πελάτισσες στην Αιόλου που έρχονταν και θυμούνταν με συγκίνηση ότι από εκεί είχαν πάρει την προίκα τους. «Τώρα τα παιδιά ή τα εγγόνια τους αρκούνται σε ελάχιστα πράγματα. Κάτι λογικό καθώς έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής», όπως λέει. Ενας ακόμη λόγος είναι οι αθρόες εισαγωγές φθηνών προϊόντων από την Κίνα που έχουν σαρώσει την αγορά. Τα τελευταία 4-5 χρόνια μάλιστα που ο καθένας μπορεί να παραγγείλει από την Κίνα χωρίς μεταφορικά έχουν εκτοπιστεί ακόμη και οι ελληνικές επιχειρήσεις που έκαναν εισαγωγές από εκεί. «Αυτό θα έπρεπε να έχει χτυπήσει κάποια καμπανάκια», τονίζει. Σκίτσο του Αρχέλαου

Ολα αυτά έπαιξαν τον ρόλο τους, μαζί βέβαια με τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συνεπείς ελληνικές επιχειρήσεις. «Εμείς ως εταιρεία πηγαίναμε πάντα με το σταυρό στο χέρι, έτσι όπως έκαναν και οι γονείς μας», προσθέτει. Στον αντίποδα, άλλες επιχειρήσεις που δεν ακολούθησαν την ίδια τακτική στέκονται μια χαρά… Οσο για το μέλλον, η κυρία Σγούρδα είναι απόλυτη, αποκλείοντας την περίπτωση να δραστηριοποιηθεί ξανά επιχειρηματικά στο ίδιο πεδίο της αγοράς.

Ως επίλογος η άποψή της ότι η ιστορική εταιρεία έκανε έναν κύκλο με τα προϊόντα που διέθετε, ενώ τώρα πλέον είναι διαφορετικές οι ανάγκες. «Θεωρώ ότι πρέπει να το δεχθούμε καθώς δεν μπορούμε να πάμε κόντρα στην εξέλιξη. Μακάρι να μπορούσαμε, αλλά πρέπει κανείς να προχωρά με βάση την πραγματικότητα και την εξέλιξη της κοινωνίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου