«Διατί «μερσί» και όχι «ευχαριστώ»; Διότι το «μερσί» είνε κομψότερον, πιο εύηχον και έρχεται και από τους Παρισίους.
Εν τούτοις ο άνθρωπος, προς τον οποίον προσφέρετε μίαν υπηρεσίαν ή κάμνετε ένα δώρον, σπανίως το ενθυμείται.
Το γκαρσόνι και όταν λαμβάνη σπουδαίον πουμπουάρ λησμονεί να προφέρη την κομψήν γαλλικήν λέξιν. Η κυρία, εις την οποίαν προσφέρετε το κάθισμά σας εις το τραμ, νομίζει ότι δεν έχει υποχρέωσιν να σας ευχαριστήση με ένα «μερσί», απλούστατα διότι νομίζει ότι σας κάμνει μεγάλην τιμήν που δέχεται την προσφοράν σας και ότι πρέπει σεις να την ευχαριστήσετε:
-Καθίστε κυρία μου, και… μερσί.
Υπάρχει εν τούτοις μία περίπτωσις κατά την οποίαν το «μερσί» εκσφενδονίζεται γρήγορα και με πολλήν προθυμίαν. Όταν λ. χ. δίδετε ένα πενηντάρι εις την ή τον ταμίαν κάποιου θεάματος και έχετε να πάρετε ρέστα. Ταχέως και πριν προφθάσετε να απλώσετε το χέρι, ακούτε «μερσί». Αυτό σημαίνει ότι η ωραία ταμίας σας ευχαριστεί δια τα ρέστα που της αφήσατε!
Δεν της τα αφήσατε βέβαια, αλλά μετά το «μερσί» δεν σας επιτρέπεται πλέον να τα ζητήσετε. Ένας άνθρωπος καλοανατεθραμμένος και που θέλει να φαίνεται και κοσμογυρισμένος δεν ημπορεί να κάνη διαφορετικά όταν ακούει να τον ευχαριστούν εις κομψήν μάλιστα γαλλικήν. «Μερσί» είνε αυτό δεν είνε «ευχαριστώ»!
Εάν ήτανε ένα «ευχαριστώ» θα ημπορούσε να πη και αυτός εις άπταιστον ελληνικήν:
-Φερ’ τα ρέστα κι’ άσε τις σαχλαμάρες.
Αλλά το «μερσί» τον έσφαξε.
Θύμα ενός «μερσί» συνοδευθέντος μάλιστα με ένα «μπιεν» υπήρξε κάποτε και ένας γνωστός Αθηναίος. Ανέβηκε στο τραμ κρατώντας μια πανάκριβη ανθοδέσμη από καμέλιες. Στον εξώστη ήταν μια γνωστή του κυρία της οποίας ήτο και θαυμαστής. Αφού εχαιρέτισε επλησίασε.
-Ά, τι ωραία λουλούδια! Είπεν η κυρία.
Εκείνη τη στιγμή σε ένα τράνταγμα του τραμ ο κύριος εκλονίσθη και έγειρεν ολίγον προς την κυρίαν. Η θελκτική κυρία τότε, είτε δεν εννόησε, είτε εννόησε –ανεξερεύνητα πάντοτε τα βάθη της γυναικείας ψυχής- άπλωσε τα χέρια προς τα άνθη:
-Ά, μερσί… Μπιέν μερσί. Μα γιατί να σας τα υστερήσω;
Τι να έκανε ο ιππότης; Μια τόσο θελκτική κυρία και ένα τόσο μπιέν μερσί! Επροτίμησε να σφαγή. Και εσφάγη!».
(«ΕΘΝΟΣ», 1939)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Εν τούτοις ο άνθρωπος, προς τον οποίον προσφέρετε μίαν υπηρεσίαν ή κάμνετε ένα δώρον, σπανίως το ενθυμείται.
Το γκαρσόνι και όταν λαμβάνη σπουδαίον πουμπουάρ λησμονεί να προφέρη την κομψήν γαλλικήν λέξιν. Η κυρία, εις την οποίαν προσφέρετε το κάθισμά σας εις το τραμ, νομίζει ότι δεν έχει υποχρέωσιν να σας ευχαριστήση με ένα «μερσί», απλούστατα διότι νομίζει ότι σας κάμνει μεγάλην τιμήν που δέχεται την προσφοράν σας και ότι πρέπει σεις να την ευχαριστήσετε:
-Καθίστε κυρία μου, και… μερσί.
Υπάρχει εν τούτοις μία περίπτωσις κατά την οποίαν το «μερσί» εκσφενδονίζεται γρήγορα και με πολλήν προθυμίαν. Όταν λ. χ. δίδετε ένα πενηντάρι εις την ή τον ταμίαν κάποιου θεάματος και έχετε να πάρετε ρέστα. Ταχέως και πριν προφθάσετε να απλώσετε το χέρι, ακούτε «μερσί». Αυτό σημαίνει ότι η ωραία ταμίας σας ευχαριστεί δια τα ρέστα που της αφήσατε!
Δεν της τα αφήσατε βέβαια, αλλά μετά το «μερσί» δεν σας επιτρέπεται πλέον να τα ζητήσετε. Ένας άνθρωπος καλοανατεθραμμένος και που θέλει να φαίνεται και κοσμογυρισμένος δεν ημπορεί να κάνη διαφορετικά όταν ακούει να τον ευχαριστούν εις κομψήν μάλιστα γαλλικήν. «Μερσί» είνε αυτό δεν είνε «ευχαριστώ»!
Εάν ήτανε ένα «ευχαριστώ» θα ημπορούσε να πη και αυτός εις άπταιστον ελληνικήν:
-Φερ’ τα ρέστα κι’ άσε τις σαχλαμάρες.
Αλλά το «μερσί» τον έσφαξε.
Θύμα ενός «μερσί» συνοδευθέντος μάλιστα με ένα «μπιεν» υπήρξε κάποτε και ένας γνωστός Αθηναίος. Ανέβηκε στο τραμ κρατώντας μια πανάκριβη ανθοδέσμη από καμέλιες. Στον εξώστη ήταν μια γνωστή του κυρία της οποίας ήτο και θαυμαστής. Αφού εχαιρέτισε επλησίασε.
-Ά, τι ωραία λουλούδια! Είπεν η κυρία.
Εκείνη τη στιγμή σε ένα τράνταγμα του τραμ ο κύριος εκλονίσθη και έγειρεν ολίγον προς την κυρίαν. Η θελκτική κυρία τότε, είτε δεν εννόησε, είτε εννόησε –ανεξερεύνητα πάντοτε τα βάθη της γυναικείας ψυχής- άπλωσε τα χέρια προς τα άνθη:
-Ά, μερσί… Μπιέν μερσί. Μα γιατί να σας τα υστερήσω;
Τι να έκανε ο ιππότης; Μια τόσο θελκτική κυρία και ένα τόσο μπιέν μερσί! Επροτίμησε να σφαγή. Και εσφάγη!».
(«ΕΘΝΟΣ», 1939)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου