
Οι δικαστικές αίθουσες στις οποίες πρωταγωνίστησε επί 60 και πλέον χρόνια υπογραμμίζουν πλέον απαισιόδοξα τη μετάβαση μιας ανθηρής, επιτυχημένης και δημιουργικής δράσης σε δυσμενή και υποδεέστερα δεδομένα. Ετσι, όμως, είναι η ζωή. Απρόβλεπτη και ικανή να φθείρει έως και το όνομα ενός ζωντανού μύθου στον χώρο του Ποινικού Δικαίου. Απρόοπτη, όμως, είναι και η διαδρομή των οικογενειακών σχέσεων, οι οποίες τείνουν να διαμορφώνονται σύμφωνα με την εισαγωγική φράση του έργου «Αννα Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι: «Ολες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της μοναδικό τρόπο».

Μόνο που από την πρώτη δημοσίευσή της έχουν περάσει σχεδόν 150 χρόνια. Στο διάστημα που διανύθηκε έως σήμερα η συγκεκριμένη ταξινόμηση έχει μάλλον διαφοροποιηθεί τόσο στη μορφή όσο και στην έκφραση. Η πολυφωνία των αντιφατικών πλευρών της ευτυχίας ή της δυστυχίας δεν καλύπτεται πλέον από ένα κοινό αφηγηματικό προφίλ. Αρκεί η τυχαία, αναπάντεχη, αλλά σχεδόν ταυτόχρονη μέσα στον φετινό Μάρτιο εμφάνιση δύο γεγονότων στα δικαστήρια για να αναδείξει ότι η αέναη ευημερία στην οικογενειακή και προσωπική ζωή είναι απλώς μυθοποιημένη.
Τα κοινόχρηστα της βίλας Πριν από πέντε ημέρες εκδικάστηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα που κατέθεσε η εταιρεία διαχείρισης των κοινόχρηστων στη βίλα στο Πόρτο Ράφτη που κληρονόμησαν η Μάρθα Κουτουμάνου και η Αίθρα (παλαιότερα γνωστή ως Μαρία-Ελένη) Λυκουρέζου από την αείμνηστη ηθοποιό μητέρα τους. Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι από το 2017 δεν έχει λάβει καμία πληρωμή. Ως εκ τούτου ζητάει δέσμευση του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας των δύο ετεροθαλών αδελφών. Πρωτόγνωρη, όπως και να έχει, διεκδίκηση για μια υπό εκκρεμότητα οφειλή μερικών δεκάδων χιλιάδων ευρώ σε σχέση με την αξία των σχεδόν 3 εκατ. ευρώ του σπιτιού με ειδυλλιακή θέα στη θάλασσα στο πολυτελές συγκρότημα κατοικιών στο Πόρτο Ράφτη, το όποιο έχτισε ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Δοξιάδης.
Σε αυτό ζει η ευρισκόμενη σε οικονομική δυσχέρεια και αδυναμία βιοπορισμού Μάρθα Κουτουμάνου. Της οποίας έχουν ήδη δεσμευτεί όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι τραπεζικοί λογαριασμοί, ακόμα και η σύνταξη χηρείας από τον σύζυγό της Βλάσση Μπονάτσο. Είχε προηγηθεί η μεταξύ τους αντιδικία, ύστερα από αγωγή της Αίθρας, η οποία νοίκιαζε διαμέρισμα στη Γλυφάδα προς την αδελφή της Μάρθα. Σε αυτή απαιτούσε κάποια χρήματα αναφορικά με τη μίσθωση του σπιτιού των 500 τ.μ. που, υποτίθεται, θα μπορούσε να είναι εκμεταλλεύσιμο ως προς την είσπραξη ενοικίων. Εν τω μεταξύ, τα χρέη έτρεχαν, οι πιστωτές πίεζαν, ο κίνδυνος να κατασχεθεί το σπίτι γινόταν ολοένα πιο ορατός.
Ωστόσο η μεταξύ τους ασυνεννοησία εμπόδιζε την από κοινού πώλησή του. Ακολούθησε η απόπειρα να πουληθούν τα εννέα κοσμήματα που κληροδότησε η σταρ του ελληνικού κινηματογράφου στην κόρη της από τον πρώτο γάμο με τον επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο. Περιδέραια, σκουλαρίκια, βραχιόλια, δαχτυλίδια εξαιρετικής ποιότητας πέρασαν στην κατοχή της Μάρθας. Η υψηλή αξία τους θα ξεπερνούσε το ύψος των κοινόχρηστων, τουλάχιστον, οφειλών της.

Ωστόσο, παρότι εκείνη διέθεσε τα πολύτιμα τιμαλφή σε γκαλερίστα προκειμένου να δημοπρατηθούν, προέκυψε κώλυμα στη δημόσια διαδικασία εκποίησης αφότου ιδιώτης διεκδικούσε εξωδίκως χρήματα για τα χρέη της. Πάει και αυτή η οικονομική ανάσα για τη χήρα με ένα παιδί Μάρθα. Απέμεινε έντονη η διάσταση και ενεργητική η πεισματάρικη αντιπαράθεση ανάµεσα στις δύο θυγατέρες της Ζωής Λάσκαρη.
Με βαριές κουβέντες, ανταλλαγές εξωδίκων και εκατέρωθεν ασφαλιστικά µέτρα. Γεγονότα που έκαναν κακόηχο ντόρο σε τηλεπαράθυρα και ενοχλητικά φασαριόζικο γκελ σε δικαστικές αίθουσες. Τα θλιβερά αυτά ενδοοικογενειακά συμβάντα σκόρπισαν απογοήτευση σε έναν οξυδερκή ανατόμο της ανθρώπινης υπόστασης που ιχνηλατούσε εξονυχιστικά την ψυχική άβυσσο των εντολέων του που υπερασπιζόταν με σθένος στα δικαστήρια.
Αν και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος επέλεξε να μείνει εκτός της κληρονομιάς της ηθοποιού συζύγου του, επιχείρησε με αμέριστη φροντίδα να πείσει τις δύο ηλικιακά ώριμες πια γυναίκες, οι οποίες μεγάλωσαν στο ίδιο σπίτι, για αμοιβαία επωφελή εξωδικαστικό συμβιβασμό. Οι προσπάθειές του απέβησαν αδιέξοδα μάταιες απέναντι στο ανυποχώρητο γινάτι τους. Με αποτέλεσμα η αδιάλλακτη ισχυρογνωμοσύνη τους να πλαταίνει την ανοιχτή πληγή που του άφησε το τραύμα από τον θάνατο της συζύγου του.
Η ζωή με τη Ζωίτσα Πάνε επτάμισι κιόλας χρόνια από το ισχυρό σοκ που δέχτηκε εκείνο τον τελευταίο καλοκαιριάτικο μήνα του 2017. Τον Δεκαπενταύγουστο το ζευγάρι κοινώνησε στην εκκλησία. Το πρωί της Παρασκευής 18 του μηνός ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος έφυγε από το σπίτι στο Πόρτο Ράφτη με προορισμό το δικηγορικό γραφείο του στην οδό Δημοκρίτου 19 στο Κολωνάκι. Η Ζωή Λάσκαρη κοιμόταν. Οταν επέστρεψε μετά από μερικές ώρες βρήκε τη σύζυγό του ασάλευτη στην ίδια θέση που την άφησε. Δεν ζούσε πια. Μια ολόκληρη κοινή ζωή 41 χαρούμενων ως επί το πλείστον χρόνων είχε διακοπεί με την απρόσμενη, αλλά οριστική απώλεια της αγαπημένης του συντρόφου. Δεν άντεξε τη μοναχική παραμονή στο παραθαλάσσιο σπίτι που μοιράζονταν τόσα χρονιά, καθώς το βάραινε καταθλιπτικά η σιωπή της απουσίας της. Μετακόμισε στο πατρικό του σπίτι στην Ηροδότου στο Κολωνάκι, ανασύροντας μνήμες μιας ολοζώντανης γεμάτης ενεργητικότητα συμπόρευσης.
Οπως τότε στην επέτειο των 30χρονων του γάμου τους όπου έκανε ενώπιόν της μια δημόσια απολογία. «Διέπραξα πλημμελήματα, κακουργήματα, ζητώ συγγνώμη και σ’ ευχαριστώ που είχες την επιμονή και την υπομονή να μείνεις κοντά μου», είπε στη ξαφνιασμένη Ζωή και τους άναυδους από έκπληξη καλεσμένους τους. Ανέκαθεν εκείνη υπήρξε το ακλόνητο στήριγμά του σε όλες τις περιστάσεις του κοινού τους έγγαμου βίου. Είχαν παντρευτεί, ύστερα από κεραυνοβόλο έρωτα, στις 21 Ιουνίου του 1976.
Η τελετή έγινε σε κλειστό οικογενειακό κύκλο στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα. Ιερέας του μυστηρίου ήταν ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης, με το ευρύτατο κοινωνικό και πολιτιστικό έργο, ο οποίος υπερασπίστηκε έμπρακτα τους πολιτικούς κρατούμενους στη διάρκεια της χούντας. Κουμπάρος ο δημοσιογράφος, ποιητής και εκ των κορυφαίων στιχουργών του λαϊκού τραγουδιού, Λευτέρης Παπαδόπουλος. Η νύφη έφτασε διστακτικά ως τα Αναφιώτικα συνοδευομένη από τον αδελφικό της φίλο, ηθοποιό Χρήστο Νομικό, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Χρήστος Ζούζουλας. Αλλά και εκείνης το πραγματικό επίθετο ήταν Ζωή Κουρούκλη. Κατέφτασε στον μοναστηριακό ναό κρατώντας από το χέρι την 8χρονη κόρη της Μάρθα. Η μικρή μαθήτρια του Δημοτικού συγκατοίκησε έκτοτε με το νιόπαντρο ζευγάρι. Δύο χρόνια αργότερα η Ζωή έφερε στον κόσμο τον καρπό του έρωτά τους.
Ο ερχομός της Μαρίας-Ελένης Λυκουρέζου συμπλήρωσε την οικογενειακή ευτυχία. Για τον Αλέξανδρο ήταν το τρίτο παιδί του. Είχαν προηγηθεί ο Ιάσονας και η Μαρίνα από τον πρώτο του γάμο το 1966 με την εκπληκτικής ομορφιάς Αμερικανοβραζιλιάνα φωτογράφο, κοινωνιολόγο και πρώην φωτομοντέλο Αλίσια Κοριολάνο. Τα παιδιά τους, που γεννήθηκαν με τρία χρόνια διαφορά, μεγάλωσαν στο Λονδίνο και το Παρίσι καθώς η οικογένεια ακολούθησε τον πατέρα στην αυτοεξορία του μετά το Απριλιανό Πραξικόπημα των συνταγματαρχών που κατέλυσε τη Δημοκρατία το 1967.
Η κόρη του Μαρίνα δραστηριοποιείται σήμερα στην παράγωγη χειροποίητων προϊόντων σωματικής περιποίησης από αγνά φυσικά υλικά με έδρα της στην Αίγινα. Ο γιος του Ιάσονας είναι γιατρός και διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό. Οι δυο τους δεν απασχολούν ποτέ τη δημοσιότητα, παρότι βρίσκονται σταθερά στο πλευρό του πατέρα τους σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της διαδρομής του.
Μάρθα και Μπονάτσος Από τη μεριά τους, η Μάρθα και η Μαρία-Ελένη ανατράφηκαν στο ανοιχτό και φιλόξενο σπίτι του Αλέξανδρου και της Ζωής, όπου τακτικά συνέρρεαν καλλιτέχνες, διανοούμενοι και πολιτικοί. Τα δύο κορίτσια σπούδασαν σε επώνυμα ιδιωτικά σχολεία και μεγάλωσαν κοντά στη σταρ μαμά τους ανάμεσα σε πρόβες, σκηνικά, φώτα, καμαρίνια και θεατρικό σανίδι. Διαμόρφωσαν, ωστόσο, διαφορετικούς χαρακτήρες και αλλιώτικες συμπεριφορές.
Πρώτη παντρεύτηκε η Μάρθα τον Βλάσση Μπονάτσο. Είχαν γνωριστεί και ερωτευτεί το καλοκαίρι του 1995. Παρότι τους χώριζαν ηλικιακά 19 χρόνια, εκείνη 27, αυτός 46, ο έξω καρδιά, δοτικός, αυθόρμητος και παρορμητικός τραγουδιστής και ηθοποιός της ζήτησε έντιμα και με σεβασμό να παντρευτούν. Επισημοποίησαν τη σχέση τους με παπά και με κουμπάρο τον Ιούνιο του 1996 στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στο Καβούρι. Εναν χρόνο αργότερα το νεόνυμφο ζευγάρι υποδέχτηκε στον κόσμο την κόρη τους Ζένια. Η Ζωή άκουσε με συγκίνηση την εγγονή της να την αποκαλεί για πρώτη φορά γιαγιά και ο Αλέξανδρος ξεχείλιζε από τρυφερότητα καθώς τον φώναζε παππού. Ηταν τα ολόγεμα φεγγάρια που οι δυο τους μεσουρανούσαν στην καριέρα τους.

Η ηθοποιός ανέβαζε με επιτυχία διαλεχτά θεατρικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου γραμμένα από συγγραφείς όπως οι Σαμ Σέπαρντ, Εντουαρντ Αλμπι, Ευγένιος Ο’Νιλ, ενώ αξιοποιούσε τις ευέλικτες υποκριτικές της δεξιότητες και στην αρχαία τραγωδία. Ο έμπειρος δικηγόρος κορύφωνε μια διαχρονικά πλούσια και λαμπρή σταδιοδρομία αναλαμβάνοντας και, κυρίως, διεκπεραιώνοντας επιτυχώς για τους εντολείς του τις μεγαλύτερες ποινικές υποθέσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Συνήγορος υψηλού κύρους και αναστήματος, καθώς και εντυπωσιακού διανοητικού εκτοπίσματος, διέπρεπε στις δικαστικές αίθουσες. Αυτός ο λάτρης της λογοτεχνίας, του θεάτρου και του κινηματογράφου, της μονοφωνικής βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής και παλαιόθεν κοινωνός της πολιτικής, κοσμικής και καλλιτεχνικής ζωής της χώρας προσυπέγραψε τον τίτλο του δικηγόρου-σταρ που του αποδόθηκε. Δεν τον αρνήθηκε ποτέ. Παραδέχτηκε με την εκφραστική του δεινότητα ότι επέκτεινε σχοινοβατώντας τα όριά του προς μια ακραία διάσταση που υπονόμευε τη σοβαρότητα και την ακεραιότητα της ποινικής δικηγορίας. Σε ανύποπτο χρόνο, με βαθιά επίγνωση των όποιων ευθυνών του στην άσκηση του επαγγέλματος, εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια ότι «η αστοχία μου ήταν ότι έφτασα στο σημείο να μετατρέψω την οθόνη και τις αφορμές των τηλεοπτικών εμφανίσεών μου σε τηλεοπτικές δίκες». Είχε, άλλωστε, μια μακρόχρονη οικογενειακή παράδοση εξεχόντων νομικών να υπερασπίσει ως μαχόμενος δικηγόρος και όχι ως σελέμπριτι των καναλιών.
Μαρία-Ελένη και Γκλέτσος Δύο χρόνια μετά τον γάμο της Μάρθας έφτασε αναπάντεχα η στιγμή να παντρευτεί η κόρη του διάσημου ζευγαριού Μαρία-Ελένη. Ηταν μόλις 20 χρόνων. Η ανεκτική, ανοιχτόμυαλη και κοινωνικά φιλελεύθερη οικογένειά της δεν έφερε καμία αντίρρηση στην απόφασή της για γαμήλια δέσμευση. Της είχαν αφιερωμένη ολόψυχη αδυναμία. Ισως να συνέτειναν και οι δικές τους ενοχές για τα χαλαρά χαλινάρια επίβλεψης της γεμάτης ανιχνευτική ζωντάνια κόρης τους που είχε υπερβεί με ραγδαία ταχύτητα τη μετεφηβική ηλικία.
Ο αεικίνητος νομικός μπαμπάς έτρεχε ολημερίς στα δικαστήρια και ολονυχτίς μελετούσε υποθέσεις και οργάνωνε τη δικαστική στρατηγική του στο γραφείο, ενώ παράλληλα δρομολογούσε την πολιτική του σταδιοδρομία. Η υπερδραστήρια καλλιτέχνις μαμά πρωταγωνιστούσε τουλάχιστον σε δύο θεατρικές παραστάσεις κάθε βράδυ και μετά έβγαινε για να χαλαρώσει από την υπερένταση του ρόλου, με συνέπεια να κοιμάται ως αργά την επομένη. Πρώτα απ’ όλα, όμως, την εμπιστεύονταν. Και δεν της χαλούσαν χατίρι. Πού να ’ξεραν... Η ίδια ζούσε από τα 18 της σε δικό της διαμέρισμα και περνούσε την έξαλλη φάση των ψευδαισθήσεων συναναστρεφόμενη απερίσκεπτα τοξικούς ντίλερ που την προμήθευαν με ναρκωτικά. Καμπόσα χρόνια αργότερα θα εκμυστηρευόταν δημοσίως ότι είχε δοκιμάσει τα πάντα: κοκαΐνη, ecstasy, τριπάκια, όπιο!

Εκείνα τα χρόνια όμως τα συναισθήματά της προς τον 30χρονο ηθοποιό Απόστολο Γλέτσο ήταν απολύτως αληθινά, χωρίς την παρεμβολή τεχνητών παραισθήσεων. Είχαν ζήσει έναν αμοιβαίο έρωτα. Οφθαλμοφανή σε όσους τους αντίκριζαν να διασχίζουν αγκαλιασμένοι πάνω σε μια μοτοσικλέτα τους δρόμους και να ανταλλάσσουν με απαλό πάθος φιλιά σε διαφορά νυχτερινά στέκια. Στεφανώθηκαν τον Αύγουστο του 1998 στο Πόρτο Ράφτη σε ένα γαμήλιο γλέντι που άφησε εποχή και τροφοδότησε τις κοσμικές στήλες για εβδομάδες.
Ολη η μοδάτη, λαϊφσταϊλάδικη κοσμικότητα της εποχής παρήλασε σχεδόν «λιώμα», μη εξαιρουμένης της νεαρής νύφης, από το πάρτυ των νεονύμφων εκείνο το βράδυ. Με τον γαμπρό στο τσακίρ κέφι να πυροβολεί με μπαταριές στον αέρα για να γιορτάσει αγέρωχα και αντρίκεια την παντρειά του. Λίγες ημέρες μετά κατηγορήθηκε για παράνομη οπλοκατοχή και οπλοχρησία που τον έσυραν στα δικαστήρια.
Η πραγματική ομοβροντία, όμως, ακούστηκε εκκωφαντική όταν το ζευγάρι επιχείρησε να συμβιώσει. Αμφότεροι φρίκαραν, τσακώθηκαν, αντιλήφθηκαν ότι δεν ταίριαζαν στο ίδιο σπίτι και χώρισαν σε 17 ημέρες. Το διαζύγιο του γάμου-εξπρές εκδόθηκε μόλις σε 32 ημέρες μετά το μυστήριο της εκκλησίας. Καθένας με διαφορετικές προσδοκίες και όνειρα, πήρε το δικό του μονοπάτι.Εκτοτε η Μαρία-Ελένη προσπάθησε να οργανώσει τη ζωή της και να πατήσει στέρεα τα πόδια της στο έδαφος. Πάλεψε σκληρά, έως ότου στις 18 Μαΐου του 2003 έβαλε οριστικά αποφασιστικό τέλος στα drugs, καθάρισε συνειδητά από τις εθιστικές ουσίες και από τότε είναι νηφάλια.
Απανωτά χτυπήματα Ωστόσο, σαν να καραδοκούσε ανυποψίαστος ένας ολέθριος κομήτης πάνω από την αδιατάρακτα στιλπνή επιφάνεια της οικογενειακής λίμνης. Επεσε συντριπτικά καταστροφικός στις 14 Οκτωβρίου του 2004. Ο μοναδικός Βλάσσης άφησε ξαφνικά την τελευταία του πνοή στα 55 του χρόνια εξαιτίας ενός σπάνιου κληρονομικού νοσήματος. Εμειναν αναπόδραστα η 36χρονη σύζυγός του Μάρθα χήρα και η 7χρονη κόρη τους Ζένια ορφανή να μεγαλώνει μεν μέσα στο κέλυφος της αγάπης των παππούδων, αλλά και εντός του ρήγματος της οδυνηρής απώλειας του γονιού της. Καμία επική αφήγηση μιας οικογενειακής σάγκα δεν θα μπορούσε πια να χωρέσει την εκτενή μελαγχολία από τη θλιβερή τραγωδία που έπληξε τη φαμίλια της Λάσκαρη και του Λυκουρέζου.
Μετά και τον θάνατο της Ζωής, όλα σαν να τσούλησαν καταιγιστικά σε βάρος του διάσημου ποινικολόγου. Θίχτηκε η επαγγελματική του αίγλη και επιχειρήθηκε το στραπατσάρισμα της νομικής του εγκυρότητας. Κρίνεται πως τον ενέπλεξαν στο «σκάνδαλο της Αιξωνής», μια υπόθεση καταπάτησης εκατοντάδων στρεμμάτων δημόσιας αναδασωτέας έκτασης στην πλαγιά του Υμηττού. Το 2018 κηρύχθηκε αθώος στο Εφετείο για όλες τις κατηγορίες ως συγκατηγορούμενος στη δίκη. Τον Απρίλιο του 2019 συνελήφθη μετά από ένταλμα του ανακριτή που ερευνούσε την υπόθεση της μαφίας των φυλακών και του απέδωσε κατηγορίες για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και απόπειρα εκβίασης. Μετά την απολογία του αφέθηκε ελεύθερος με χρηματική εγγύηση και περιοριστικούς όρους.
Το ποινικό μητρώο παραμένει καθαρό για τον άνθρωπο που με αλλεπάλληλους δικαστικούς θριάμβους εκτοξεύτηκε στη στρατόσφαιρα της εγχώριας ποινικής δικονομίας. Παρέμειναν βέβαια ενοχλητικά τα ατομικά του χρέη για να σκιάζουν το βαρύ όνομά του. Αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, οφειλές και πλειστηριασμούς. Το εμβληματικό γραφείο του, στο οποίο σκάφτηκαν με επιμέλεια οχυρώματα, θεμελιώθηκαν αναχώματα υπερασπιστικής τακτικής και μαθήτευσαν σημαντικοί δικηγόροι της επόμενης γενιάς πλειστηριάστηκε αρκετές φορές. Παρότι ο ίδιος φέρεται να είχε ρυθμίσει μέρος των χρεών του προς το Δημόσιο, αυτό έκλεισε. Το πατρογονικό του σπίτι κινδύνευε επίσης με κατάσχεση.

Ο ίδιος βαθμιαία εγκατέλειψε το ριγέ με λευκό στρογγυλό γιακά Winchester πουκάμισο και τις πλέκτες γραβάτες, μια διαχρονική δήλωση διακριτού στυλ, υιοθετώντας τους ενδυματολογικούς κώδικες ενός πιο casual look. Δεν απομάκρυνε όμως από τη χαρακτηριστική του εμφάνιση το μεξικάνικου τύπου πυκνό μακρύ μουστάκι, που ασπρισμένο πια ενώνεται με τη λευκή του γενειάδα. Ούτε παράτησε το συμβολικό μόνιμο κομπολόι από τα χέρια του. Και βέβαια, εξακολουθεί να είναι αξιοζήλευτα ενεργός λάτρης του ωραίου φύλου, όπως μαρτυρά η σχέση που σύναψε με την ηθοποιό Νατάσα Καλογρίδη και τον δεσμό που διατηρεί τώρα με την επίσης ξανθή ηθοποιό Τζένη Οικονόμου.
Τρία χρόνια Αναμφίβολα έχει αδάμαστη θέληση και γερή κράση, η οποία πιστοποιήθηκε όταν πριν από έναν μήνα μεταφέρθηκε με αδιαθεσία στον «Ερυθρό Σταυρό» και σε απειροελάχιστο χρόνο πήρε απολύτως υγιής εξιτήριο από το νοσοκομείο. Και συνεχίζει απαρέγκλιτα να δονείται στον παλμό της αναμέτρησης με το δικαστικό σύστημα. Με την αύρα της εξ εμπειρίας αντλούμενης πεποίθησης να μην το βάζει ποτέ κάτω. Πιστεύοντας ακράδαντα ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι απλώς ένα αποτέλεσμα, αλλά μια διαδικασία στην οποία ακόμη και η μικρότερη πιθανότητα νίκης αξίζει τον αγώνα. Το έχει αποδείξει επί δεκαετίες και, αν χρειαστεί, θεωρείται σίγουρο ότι θα το επαναλάβει.
Λίγα 24ωρα μετά την εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων κατά της Μαρίας-Ελένης ή Αίθρας Λυκουρέζου και της Μάρθας Κουτουμάνου, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος βρισκόταν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων κατηγορούμενος για παράβαση της εργατικής νομοθεσίας κατ’ εξακολούθηση. Τρεις πρώην εργαζόμενοι του ανενεργού πλέον γραφείου του διεκδικούσαν μη καταβληθέντα επιδόματα και δώρα Πάσχα. Πρωτόδικα ο δικηγόρος είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση τριών ετών για τις οφειλές.
Εξωδικαστικά δεν υπήρξε συμβιβασμός μεταξύ των δύο πλευρών. Στο Εφετείο ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την ενοχή του και τελικά το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο επιβάλλοντάς του ποινή φυλάκισης 30 μηνών με τριετή αναστολή. Αναμενόμενα ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος θα προσφύγει στον Αρειο Πάγο. Οχι μόνο για να υπενθυμίσει την άσβεστη φλόγα που διαπερνά ακόμη έναν βετεράνο ποινικολόγο, αλλά για να διατρανώσει το ακατάβλητο ανταγωνιστικό πνεύμα ενός πρώην πανελληνιονίκη στην ξιφασκία και άλλοτε πρωταθλητή της κολύμβησης. Κυρίως, όμως, για να δικαιώσει από το ύψος της ηλικίας και το βάθος της εμπειρίας του πως στη ζωή, είτε αυτή είναι μικρή είτε μεγάλη, οι αξιακές αρχές έχουν χρησιμότητα για να βιωθεί αυτή με αξιοπρέπεια. Το δυσάρεστο είναι ότι η σπουδαιότητά τους δεν μεταβιβάζεται κληρονομικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου