Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Τα Χριστούγεννα και τα έθιμά τους


Μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή είναι τα Χριστούγεννα. Ο εορτασμός τους γίνεται ,και για εμπορικούς λόγους, όλο και πιο παρατεταμένος τα τελευταία χρόνια, η συγκεκριμένη γιορτή όμως όπως και όλο το Δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα ως τα Θεοφάνια δεν έχουν χάσει τίποτα από τη λάμψη τους. Πόσο καλά όμως γνωρίζουμε τα Χριστούγεννα; Θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε κάποια στοιχεία που μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά.

Πότε άρχισε ο εορτασμός των Χριστουγέννων;

Ίσως πολλοί πιστεύουν ότι η Γέννηση του Χριστού εορταζόταν πάντα στις 25 Δεκεμβρίου. Αυτό όμως δεν ισχύει γιατί η συγκεκριμένη ημερομηνία καθιερώθηκε γενικά στην Εκκλησία στα μέσα του 4ου αιώνα. Ο Βλάσης Φειδάς γράφει ότι καθιερώθηκε πιθανότατα το 336 στη Ρώμη και διαδόθηκε ταχύτατα στις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης. Μέχρι τότε η Γέννηση του Χριστού εορταζόταν μαζί με τη Βάπτιση Του στις 6 Ιανουαρίου (Θεοφάνια). Ο Γ.Α. Μέγας γράφει ότι αυτό έγινε το 354. Η Αρμενική Εκκλησία δεν δέχθηκε τη συγκεκριμένη αλλαγή και διατήρησε την παλαιότερη παράδοση, ενώ η Εκκλησία των Ιεροσολύμων διατήρησε την παλαιά παράδοση ως την εποχή του Ιουστινιανού (527-565). Η καθιέρωση της νέας ημερομηνίας συνδέεται με τον εορτασμό από τους Ρωμαίους ειδωλολάτρες της εορτής της γέννησης του ανίκητου Ηλίου (natalis Solis invicti).











Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει σε λόγο του για την εορτή, ότι είχε καθιερωθεί πριν από δέκα χρόνια στην Αντιόχεια: «ούπω δέκατον έστιν έτος, εξ ου δήλη και γνώριμος ημίν αύτη η ημέρα γεγένηται» (PG 49,352).



Επισημαίνει ακόμα την ταχύτατη διάδοση της δεσποτικής αυτής εορτής ανάμεσα στις κορυφαίες του Χριστιανισμού: «Ουκ αν τις αμάρτοι και νέαν αυτήν ομού και αρχαία σεμνοτάτη και φρικωδεστάτη (που προκαλεί μεγάλο θρησκευτικό δέος) … μητρόπολιν πασών των εορτών» (PG 48,752). Η προσέλευση των πιστών στη Θεία Κοινωνία προϋπέθετε ολιγοήμερη νηστεία. Στα μοναστήρια κατά τον 6ο αιώνα καθιερώθηκε νηστεία σαράντα ημερών, η οποία κατά τον 12ο αιώνα εντάχθηκε στις περιόδους νηστείας όλων των Χριστιανών της Ανατολής (σαρανταήμερο).

Η ιστορία του χριστουγεννιάτικου δέντρου και ο ερχομός του εθίμου στην Ελλάδα

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο συνήθως έλατο, διακοσμείται με φώτα και στολίδια στο πλαίσιο του εορτασμού των Χριστουγέννων. Το δέντρο είναι πάντα αειθαλές. Η χρήση τέτοιου δέντρου, στεφανιού και γιρλάντας ως συμβόλων της αιώνιας ζωής αποτελούσε αρχαίο έθιμο των Κινέζων, των Αιγυπτίων και των Εβραίων. Μάλιστα οι ειδωλολάτρες είχαν και τα δέντρα ως αντικείμενα λατρείας. Οι Σκανδιναβοί την Πρωτοχρονιά διακοσμούσαν το σπίτι και τον αχυρώνα με αειθαλή φυτά για να μην πλησιάζει ο διάβολος, ενώ κατά την περίοδο των Χριστουγέννων συνήθιζαν να στήνουν ένα δέντρο για τα πουλιά. Ένα άλλο έθιμο που υπήρχε στη Γερμανία ήταν η τοποθέτηση στην είσοδο ή στο εσωτερικό του σπιτιού ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου κατά τη διάρκεια των εορτών του χειμερινού ηλιοστασίου.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο των νεότερων χρόνων έλκει την καταγωγή του από τη Γερμανία. Σε ένα λαϊκό μεσαιωνικό δράμα για τον Αδάμ και την Εύα, κυρίαρχη θέση στο σκηνικό κατείχε ένα έλατο διακοσμημένο με μήλα (το δέντρο του Παραδείσου) που συμβόλιζε τον Κήπο της Εδέμ. Αρχικά κρεμούσαν πάνω τους λεπτά μπισκότα που συμβόλιζαν την όστια, τον άζυμο άρτο της μετάληψης των Καθολικών, χριστιανικό σύμβολο της σωτηρίας. Αργότερα τα μπισκότα αντικαταστάθηκαν από μπισκότα σε διάφορα σχήματα ενώ προστέθηκαν συχνά και κεριά που συμβόλιζαν τον Χριστό. Στο ίδιο δωμάτιο με το δέντρο υπήρχε κατά την περίοδο των Χριστουγέννων μια τριγωνική ξύλινη κατασκευή με ράφια, πάνω στην οποία τοποθετούσαν χριστουγεννιάτικα ειδώλια, κλαδιά, κεριά κι ένα αστέρι, η λεγόμενη «πυραμίδα των Χριστουγέννων».






Τον 16ο αιώνα “συγχωνεύθηκαν” το «δέντρο του Παραδείσου» και η «πυραμίδα των Χριστουγέννων» και έτσι προέκυψε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ως τον 18ο αιώνα το χριστουγεννιάτικο δέντρο είχε διαδοθεί ευρέως στους Γερμανούς Λουθηρανούς αλλά το έθιμο καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα. Στη Βόρεια Αμερική τα χριστουγεννιάτικα δέντρα εισήχθησαν από Γερμανούς αποίκους τον 17ο αιώνα, ωστόσο έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή κατά τον 19ο αιώνα. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου είχε διαδοθεί ευρέως το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου ήταν η Αυστρία, η Πολωνία, η Ελβετία και η Ολλανδία. Τον 19ο και τον 20ο αιώνα Αμερικανοί ιεραπόστολοι εισήγαγαν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στην Κίνα και την Ιαπωνία.

Πότε ήρθε όμως το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Ελλάδα; Ο Δημήτριος Λουκάτος γράφει σχετικά: «Πριν από το 1833 κανείς στην Ελλάδα δεν ήξερε το λεγόμενο χριστουγεννιάτικο δέντρο... Το πρωτόστησαν στα ανάκτορα του Όθωνα οι Βαυαροί πρώτα στο Ναύπλιο κι ύστερα στην Αθήνα. Είναι γερμανικό και σκανδιναβικό έθιμο κι από εκείνους τους λαούς το έμαθαν οι άλλες χώρες. Ακόμα κι η Αγγλία το πρωτογνώρισε την ίδια εποχή μ’ εμάς όταν το έστησε στα ανάκτορα της το 1839 ο βασιλικός σύζυγος της Βικτωρίας, Αλβέρτος. Βέβαια στους ευρωπαϊκούς λαούς κυκλοφόρησε γρήγορα το έθιμο ενώ σ’ εμάς μόνο ύστερ’ από τον πόλεμο του 1940 εκλαϊκεύτηκε». Πάντως σε ελληνικό σπίτι στήθηκε για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο στις 24 Δεκεμβρίου 1843 στο αρχοντικό του Ναξιώτη Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου γενικού Πρόξενου της Ρωσίας στην Αθήνα. Το δέντρο, έλατο που ξεπερνούσε σε ύψος τα δύο μέρα, ήταν στολισμένο με κεράκια και στολίδια. Όπως ήταν φυσικό το δέντρο προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και περιέργεια στους Αθηναίους και τις Αθηναίες που έσπευσαν στην οδό Κυδαθηναίων της Πλάκας, εκεί βρισκόταν το σπίτι του Παπαρρηγόπουλου, για να το θαυμάσουν.




Πάντως όπως γράφει και ο Δ. Λουκάτος, η χρήση πράσινων φυτών ιδίως την Πρωτοχρονιά δεν είναι κάτι καινούργιο για την Ευρώπη. «Το συνήθιζαν στις Καλένδες τους οι Ρωμαίοι που κρεμούσαν από τις πόρτες και τα παράθυρα δάφνες και μυρτιές ή κλαδιά από άλλα δέντρα και θάμνους (όπως έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες στις δικές τους γιορτές), έφτιαχναν στεφάνια από λουλούδια και τα κρεμούσαν κι αυτά και, το σπουδαιότερο, έβαζαν μέσα στα κλαδιά γιορταστικά φαναράκια. Το έθιμο το συνέχισαν και στα βυζαντινά-ελληνικά χρόνια και ξέρουμε ότι ο κόσμος στόλιζε και τότε, το χάραμα της Πρωτοχρονιάς, τα σπίτια και τα μαγαζιά του με δάφνες, με κλαδιά από ελιά και στεφάνια».

Xmas: το ελληνικό στοιχείο στα... παγκόσμια Χριστούγεννα



Η συντομογραφία Xmas αντί για τη λέξη Christmas είναι γνωστή ακόμα και σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν αγγλικά. Ακόμα όμως και πολλοί απ’ όσους γνωρίζουν άπταιστα αγγλικά αγνοούν ότι το Χ του Xmas δεν είναι το αγγλικό Χ (εξ) αλλά το ελληνικό Χ! Ας δούμε περισσότερες λεπτομέρειες. Η λέξη Christmas υπάρχει στο αγγλικό λεξιλόγιο πριν από τον 12ο αιώνα. Η λέξη Xmas σύμφωνα με το Merriam Webster χρονολογείται από το 1721. Σύμφωνα με τη Wikipedia η πρώτη εμφάνιση της λέξης Xmas γίνεται στο «History of St Edmund’s College, Old Hall», του Bernard Ward που δημοσιεύθηκε αρχικά το 1755. Η εκδοχή “Xtemmas” πρωτοεμφανίστηκε το 1551 ενώ ο τύπος “Xpes masse” εμφανίστηκε γύρω στο 1100. Ο Λιούις Κάρολ, συγγραφέας του έργου «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» χρησιμοποίησε τον όρο Xmas το 1801 και ο λόρδος Βύρων το 1811. Από τα τέλη του 19ου αιώνα το Xmas επεκτάθηκε και σε άλλα αγγλόφωνα έθνη. Πώς προήλθε όμως η λέξη Xmas (προφέρεται συνήθως Έξμας); Το Χ όπως αναφέραμε προέρχεται από το ελληνικό γράμμα “Χ” το οποίο είναι το πρώτο της λέξης “Χριστός” που μεταφέρθηκε στα αγγλικά ως Christ. Το δε επίθημα -mas προέρχεται από τη λατινική λέξη της παλαιάς αγγλικής Mass (η κύρια ευχαριστηριακή λειτουργία σε πολλές μορφές του δυτικού Χριστιανισμού). Το ελληνικό Χ στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού χρησιμοποιούνταν από τους Χριστιανούς ως μυστικό σύμβολο για να δείξουν την πίστη τους και τη συμμετοχή τους στην Εκκλησία σε άλλους. Έτσι οι λέξεις Xmas και Christmas σημαίνουν το ίδιο πράγμα, τα Χριστούγεννα. Βέβαια η λέξη Xmas χρησιμοποιείται κυρίως σε διαφημίσεις, κάρτες κλπ. και όχι τόσο σε επίσημα έγγραφα.

Η ιστορία της χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας

Η γαλοπούλα, συνήθως γεμιστή στον φούρνο, είναι συνδεδεμένη με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Και η “χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα” όμως είναι ευρωπαϊκή συνήθεια, που αργότερα ήρθε και στην Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι έμαθαν το πτηνό αυτό μόλις το 1524, καθώς τότε “ήρθε” από το Μεξικό. Πρώτοι που εξέθρεψαν γαλοπούλες ήταν οι πλούσιοι, καθώς διατηρούσαν στα κτήματά τους ειδικά εκτροφεία για γαλοπούλες, που αποτελούσαν εκλεκτό έδεσμα για συμπόσια και γιορτές. Στη βενετοκρατούμενη τον 16ο αιώνα Κρήτη, φαίνεται ότι η γαλοπούλα είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή, το ίδιο και στην Κύπρο. Οι άρχοντες συνήθιζαν να κρατούσαν για τον εαυτό τους την πιο παχιά γαλοπούλα, την οποία παραγέμιζαν με διάφορα μπαχαρικά. Τον 19ο αιώνα η ευρωπαϊκή αυτή συνήθεια πέρασε και στις αστικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, κυρίως στην Αθήνα, αλλά και σε όσες είχαν δυτικές επιρροές (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Επτάνησα). Ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Λασκαράτος στο διήγημα του «Ιστορία ενός γαλόπουλου» (1886), σημειώνει ότι αρχοντικά σπίτια έτρεφαν ή αγόραζαν γάλους για τα Χριστούγεννα και ότι μεταπράτες έβγαζαν σε κλήρο καλοθρεμμένους γάλους γι’ αυτή τη μέρα.






Ο πολύς λαός πάντως στο παρελθόν συνήθιζε να τρώει τα Χριστούγεννα κότα ή κόκορα και, κυρίως, χοίρο τον οποίο έσφαζαν...τελετουργικά (“χοιροσφαγία”) και περνούσαν με το κρέας και το λίπος του όλη την εορταστική περίοδο. Με το πέρασμα των χρόνων οι αγοραστικές δυνατότητες του κόσμου αυξήθηκαν, το ίδιο και η εκτροφή της γαλοπούλας, που αποτέλεσε πλέον απαραίτητο χριστουγεννιάτικο έδεσμα σχεδόν σε κάθε σπίτι.

Τα κάλαντα

Τα κάλαντα είναι ευχετικά τραγούδια με θρησκευτικό περιεχόμενο που συνδέονται με ορισμένες χριστιανικές εορτές.

Αρχικά η λέξη κάλαντα σήμαινε μόνο τα τραγούδια που λέγονταν στις τρεις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαήμερου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα). Η λέξη κάλαντα έχει την εξής ετυμολογία: κάλαντα <μεσν: κάλανδα/κάλαντα “πρώτη μέρα του μήνα’’, κατ΄ επέκταση Πρωτοχρονιά” <καλάνδη/καλάνδα “η πρώτη μέρα του μήνα”, κυρίως στον πληθυντικό καλάνδαι/καλένδαι. Καλένδες ονόμαζαν οι Ρωμαίοι τις πέντε ή επτά πρώτες μέρες κάθε μήνα κατά το ημερολόγιό τους. Και επειδή οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν καλένδες, όταν κάτι αναβάλλεται επ’ αόριστον, λέμε ότι «παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες», που είναι πιο σωστό ή στις καλένδες.Τα κάλαντα έχουν την αφετηρία τους στον ρωμαϊκό εορτασμό των καλενδών του έτους, δηλαδή της Πρωτοχρονιάς (αρχικά την 1η Μαρτίου, αργότερα την 1η Ιανουαρίου), κατά τον οποίο ανταλλάσσονταν ευχές και δώρα. Ήδη ο Μιχαήλ Ψελλός (11ος αιώνας) σημείωνε σχετικά με την Πρωτοχρονιά: «τας γαρ καλάνδας οίδεν (γνώρισε) η Κωνσταντίνου (ενν. πόλις), προ των θυρών δε συρρεούσι μυρίο σκιρτώντες ηδύ και γελώντες αθρόον, ευάγγελον σκίρτημα τον παντός χρόνου, εύηχον οιώνισμα, κήρυγμα ξένον».

Μια μεταγενέστερη μαρτυρία για κάλαντα δίνει ο Ιωάννης Τζέτζης (12ος αιώνας) που αναφέρεται στους σύγχρονούς του “μηναγύρτες”, τους σημερινούς καλαντιστές: «οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προαπαιτούσι/και όσοι κατ΄ αρχίμηνον την Ιανουαρίου/και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων την ημέρα/οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες/μετά ωδών ή επωδών ή λόγοις εγκωμίων...».




Τα κάλαντα κάθε εορτής παίρνουν, ανάλογα με το περιεχόμενο της, ξεχωριστή μορφή. Γενικά, στην αρχή αναγγέλλουν ή περιγράφουν το γεγονός που εορτάζει η Εκκλησία. Ακολουθούν, κυρίως στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ευχές και έπαινοι για το σπίτι και τους ενοίκους του, ανάλογα με την ασχολία του νοικοκύρη, τα μέλη της οικογένειας κλπ. Οι καλαντιστές ολοκληρώνουν με στίχους αιτητικούς, με τους οποίους ζητούν συνήθως, πλούσια φιλοδωρήματα.

Σε ορισμένα μέρη εκτός από τα συνηθισμένα φιλοδωρήματα (γλυκά και χρήματα) προσφέρουν στους καλαντιστές λάδι ή διάφορα τοπικά προϊόντα. Οι καλαντιστές συνοδεύουν τα τραγούδια τους με μουσικά όργανα ή μεταλλικά τρίγωνα (παλαιότερα μικρά σήμαντρα). Από τα κάλαντα, άλλα είναι λαϊκά ή λαϊκόφωνα στιχουργήματα και άλλα λόγιες ή ημιλόγιες συνθέσεις (μερικές με βυζαντινή προέλευση), με μορφολογικά γνωρίσματα δημοτικών τραγουδιών. Τα κάλαντα και οι μελωδίες τους, που παλαιότερα μεταδίδονταν με τη προφορική παράδοση, έχουν πανελλήνια διάδοση με τοπικές παραλλαγές.



Για τα δαιμόνια του Δωδεκαήμερου , τους καλικάντζαρους δείτε σχετικό άρθρο μας στις 23/12/2016.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ σε όλες και όλους!


Πηγές: Δημήτριος Σ. Λουκάτος, “ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ”, Β΄ έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, 1984.

Γ. Α. ΜΕΓΑΣ, “ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ”, ΕΣΤΙΑ, 2007.

ΑΛΚΗ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ - ΝΕΣΤΟΡΟΣ, “Οι 12 μήνες - ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ παιδεία
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΥΣ - ΛΑΡΟΥΣ - ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ.

1 σχόλιο: