Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Οι τουρκόφωνοι μισθοφόροι Βυζαντινών στην Πελοπόννησο από το 1262 ως το 1265


Η περίοδος της φραγκοκρατίας ή λατινοκρατίας στην Ελλάδα είναι σχεδόν άγνωστη. Σημαντικά γεγονότα που καθόρισαν την τύχη αρκετών περιοχών του ελλαδικού χώρου είναι ελάχιστα γνωστά όχι μόνο σε μαθητές και μαθήτριες, αλλά και σε φοιτητές τμημάτων ιστορίας. Ανάμεσα σ' αυτά και η παρουσία τουρκόφωνων μισθοφόρων στην Πελοπόννησο στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1262 και 1265, σχεδόν 200 χρόνια πριν την κατάλυση του Δεσποτάτου του Μυστρά από τον Μωάμεθ Β' το 1460.

Πώς βρέθηκαν οι τουρκόφωνοι στον Μοριά;

Πολύτιμες πληροφορίες για την παρουσία των πρώτων τουρκόφωνων μισθοφόρων στην Πελοπόννησο, δίνει ο κορυφαίος βυζαντινολόγος και πανεπιστημιακός Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης στο βιβλίο "ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ" (εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, 2013), το οποίο συνυπογράφει με τον επίσης διαπρεπή Βυζαντινολόγο και πανεπιστημιακό Παναγιώτη Α. Γιαννόπουλο. Μετά τη μάχη της Πελαγονίας (φθινόπωρο 1259), ο ηγεμόνας του φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας Γουλιέλμος Β' Βιλεαρδουίνος έπεσε στα χέρια του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, αυτοκράτορα τότε της Νίκαιας και από το 1261 της Κωνσταντινούπολης.









Αφέθηκε ελεύθερος τρία χρόνια αργότερα το 1262, αφού υποσχέθηκε ότι θα παραμείνει υποτελής του Βυζαντινού αυτοκράτορα, στον οποίο παραχώρησε τέσσερα σημαντικά κάστρα του Μοριά: τον Μυστρά, τη Μάνη, τη Μονεμβασία και το Γεράκι καθώς και "παν το περί την Κινστέρναν θέμα" (Παχυμέρης Α', 88). Έτσι ο Μιχαήλ Η', ο πρώτος Παλαιολόγος έγινε κύριος σημαντικού τμήματος της Λακωνίας. Η μη τήρηση των συμφωνηθέντων όμως από τον Βιλεαρδουίνο οδήγησε στο ξέσπασμα πολέμου ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Φράγκους.



Έτσι γύρω στα τέλη του 1262 (ή αρχές 1263 σύμφωνα με άλλους), μετά την "παρασπονδία" του Βιλεαρδουίνου ο Μιχαήλ Η' έστειλε στην Πελοπόννησο τον ετεροθαλή αδελφό του Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ο οποίος έφερε τον τίτλο του σεβαστοκράτορα. Ο τίτλος αυτός απονεμήθηκε για πρώτη φορά από τον Ισαάκιο Κομνηνό στον αδελφό του Αλέξιο. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έφτασε με γενουατικά πλοία στη Μονεμβασία, επικεφαλής σημαντικής δύναμης στην οποία συμμετείχαν επίλεκτες ελληνικές μακεδονικές δυνάμεις καθώς και το "περσικό άπαν" (Παχυμέρης Α', 205). Ανάμεσα στους άνδρες του ήταν και Τούρκοι μισθοφόροι (mercemaires turks κατά τον Δ. Ζακυθηνό).







Ο Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης θεωρεί ότι αυτοί ήταν "Τουρκόπουλοι" δηλαδή εκχριστιανισμένοι Μουσουλμάνοι μισθοφόροι τουραννικής καταγωγής και απόγονοι μεικτών γάμων ανάμεσα σε Σελτζούκους ή Τουρκομάνους και σε Ελληνίδες Μικρασιάτισσες Χριστιανές. Στόχος του σεβαστοκράτορα ήταν η άμεση επιβολή της βυζαντινής κυριαρχίας στις λατινοκρατούμενες, από το 1204, περιοχές. Αυτοί οι μισθοφόροι ενώθηκαν με τους μισθοφόρους Μηλιγγούς, Εζερίτες, τους Τζάκωνες και τους γασμούλους, όσους δηλαδή είχαν πατέρα Φράγκο και μητέρα Ελληνίδα. Σύντομα ο Μιχαήλ κατέλαβε τα προαναφερόμενα κάστρα και εγκατέστησε τη βάση των επιχειρήσεών του στον Μυστρά, με βασική προτεραιότητα την κατάληψη της φραγκικής πρωτεύουσας Ανδραβίδας και την επαναφορά όλης της Πελοποννήσου υπό βυζαντινή κυριαρχία.

Σύμφωνα με το "Χρονικόν του Μορέως", την άνοιξη του 1263 έφτασαν από τη θάλασσα περίπου 3.500 "Τούρκοι" ιππείς μισθοφόροι από τη Μικρά Ασία, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις του σεβαστοκράτορα κατά τον Φράγκων. Έτσι, συνολικά, οι τουρκόφωνοι μισθοφόροι στον Μοριά ήταν 6.000 (σύμφωνα με άλλες πηγές 5.000).

Αρχηγοί των νεόφερτων μισθοφόρων ήταν οι αρχηγοί - φύλαρχοι Μελίκ ή Μελίκης (τουρκικά Melik) και Σαλίκ ή Σαλίκης (τουρκ. Salik ή Salih).
Ο Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης θεωρεί ότι σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή οι Μελίκ και Σαλίκ όπως και οι άνδρες τους ήταν Τουρκομάνοι από τη Μικρά Ασία, ογουζικής καταγωγής, οι οποίοι όμως σε αρκετές περιπτώσεις διατήρησαν τα παγανιστικά τους ήθη και έθιμα.




Οι μάχες Βυζαντινών και Φράγκων στον Μοριά

«Στις πρώτες φάσεις του βυζαντινοφραγκικού πολέμου του 1263-1264 οι Τουρκομάνοι αυτοί μισθοφόροι μαζί με τους Σλάβους (ιδιαίτερα Μηλιγγούς), τους Τζάκωνες και τους γασμούλους μισθοφόρους των Βυζαντινών έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες του σεβαστοκράτορα...», γράφει ο Α.Γ.Κ. Σαββίδης.

Για τους Μηλιγγούς και τους Εζερίτες, περισσότερα μπορείτε να βρείτε σε άρθρο μας στις 5/01/2019 με σχετικό θέμα. Όμως οι επιδρομές των μισθοφόρων αυτών, που έγιναν με την άδεια του Κωνσταντίνου, προξένησαν πολύ μεγάλες καταστροφές. Εισέβαλαν στην Ήλιδα και τα Σκορτά της Αρκαδίας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα κοπάδια των Σκορτινών που αναγκάστηκαν να δηλώσουν υποταγή στον αυτοκράτορα, ενισχύοντας τις δυνάμεις του εναντίον των Φράγκων, κατέλαβαν και πυρπόλησαν το εμπορικό κέντρο της Βελίγοστης, κοντά στη Μεγαλόπολη, δεν κυρίευσαν όμως την ακρόπολή της, κατέλαβαν τα Καλάβρυτα και πυρπόλησαν τον γοτθικό ναό της Ίσοβας.

Λίγο αργότερα, στα τέλη του 1263-αρχές 1264 όμως η ολιγάριθμη φραγκική φρουρά της Ανδραβίδας υπό τον Jean de Catavas ή Carevas νίκησε τους Βυζαντινούς στη μάχη της Πρινίτσας (Brenizza κατά τον Μαρίνο Σανούδο,δείτε περισσότερα στο σχετικό μας άρθρο στις 29/9/2019 . Ο σεβαστοκράτορας έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, δεν χρησιμοποίησε τους Τουρκομάνους. Σύμφωνα με το "Χρονικόν του Μορέως" μάλιστα, έφυγε πανικόβλητος πάνω σε ταχύ τουρκομανικό άλογο προς τον Μυστρά.




Εκεί κάποιος Φράγκος ευγενής που είχε προσχωρήσει στους Βυζαντινούς του θύμισε τη σημαντική βοήθεια των "Τούρκων" (δηλαδή Ούγγρων, Κομάνων και Τουρκόπουλων) προς τον αδελφό του Μιχαήλ στη μάχη της Πελαγονίας και του σύστησε να αποφύγει στο μέλλον να διεξαγάγει μάχη εκ τον συστάδην με τους Φράγκους ιππότες χωρίς τους Τουρκομάνους.

Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν την άνοιξη του 1264, όταν ο σεβαστοκράτορας αντιμετώπισε τους Φράγκους στη λεγόμενη μάχη του Αγίου Νικολάου του Μεσίσκλη κοντά στα Σεργιανά (ανατολικά της Ανδραβίδας). Ούτε σ' αυτή τη μάχη αναφέρονται οι Μελίκ και Σαλίκ. Οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν, μάλιστα έχασαν και τον γενναιότερο αξιωματούχο τους και υπαρχηγό του σεβαστοκράτορα, Μιχαήλ Καντακουζηνό.

Η προσχώρηση των Τουρκομάνων στους Φράγκους - Η μάχη του Μακρυπλαγίου (1264).

Στο μεταξύ οι Μελίκ και Σαλίκ έχοντας παραμείνει για έξι μήνες περίπου απλήρωτοι, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους Βυζαντινούς και να μεταβούν στην Καρύταινα την άνοιξη του 1264 για να συναντηθούν τελικά κοντά στην Ανδραβίδα με τον πρίγκιπα Βιλεαρδουίνο. Εκεί σύμφωνα με τη γαλλική παραλλαγή του "Χρονικού του Μορέως", συμφώνησαν να γίνουν μισθοφόροι των μέχρι τότε αντιπάλων τους Φράγκων, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του σεβαστοκράτορα να τους μεταπείσει και να τους επαναφέρει στις τάξεις των Βυζαντινών:
«Στραφάτε οπίσω, οι άρχοντες, στον όρκον σας απάνω να πληρωθείτε παρευτύς την ρόγαν (μισθό)σας ακέραιαν».
Τα χρήματα για την πληρωμή των Τουρκομάνων εξασφαλίστηκαν χάρη σε προσφορά του πάπα Ουρβανού Δ'.
Τις διαπραγματεύσεις διεξήγαγε ο Φράγκος αξιωματούχους Ανσέλμος ντε Τουσί, που μιλούσε ελληνικά και τουρκικά.



Στη μάχη που ακολούθησε στα στενά του Μακρυπλαγίου (τέλος της άνοιξης του 1264), μεταξύ Μεγαλόπολης και Καλαμάτας, αρχικά οι Βυζαντινοί νικούσαν και κατάφεραν να αποκρούσουν δύο φορές τις δυνάμεις του Ανσέλμου.


Μάλιστα κατέλαβαν προσωρινά και τις κορυφές του στενού.

Ο Ανσέλμος όμως πέτυχε να τους διώξει από τα υψώματα και στη συνέχεια οι Μελίκ και Σαλίκ με τους Τουρκομάνους ανακάλυψαν μυστικό μονοπάτι που οδηγούσε στα νώτα των Βυζαντινών και των μισθοφόρων τους. Επιτέθηκαν με ορμή εναντίον τους και τους προξένησαν τρομερές απώλειες. Οι τρεις αρχηγοί των Βυζαντινών, ο μέγας δομέστικος Αλέξιος Φιλής, ο Αλέξιος Καβαλλάριος (ή Καβαλλαρίτσης) και ο παρακαιμώμενος Ιωάννης Μακρηνός κατέφυγαν σε σπηλιά στο Γαρδίκι.

Τελικά συνελήφθησαν από τους Φράγκους και φυλακίστηκαν στο Χλεμούτσι. Ο μεν Φιλής πέθανε εκεί γύρω στο 1270, ενώ οι Καβαλάριος και Μακρηνός ανταλλάχθηκαν αργότερα.

Πού βρισκόταν όμως ο σεβαστοκράτορας Κωνσταντίνος; Παρά όσα γράφονται στο Χρονικόν του Μορέως", ο Αλέξιος Σαββίδης θεωρεί ότι αυτός είχε αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη μετά τη μάχη στο Μεσίσκλη και την προσχώρηση των Τουρκομάνων στους Φράγκους, πιθανότατα μετά από διαταγή του αυτοκράτορα Μιχαήλ που ήταν, όπως αναφέραμε, ετεροθαλής αδελφός του.


Η δράση των Τουρκομάνων στον Μοριά

Είναι φανερό, ότι οι μισθοφόροι Τουρκομάνοι υπό τους Μελίκ και Σαλίκ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση των Φράγκων επί των Βυζαντινών. Ενδιαφέρον έχουν όσα γράφει η αραγονική παραλλαγή του "Χρονικού του Μορέως": πριν τη μάχη του Μακρυπλαγίου ο Μελίκ έκανε μαγικές τελετές με δύο βέλη και συμπέρανε ότι στην επικείμενη μάχη οι Βυζαντινοί θα συντρίβονταν. Συμβούλευσε μάλιστα τον Ανσέλμο να μην διστάσει να συναντήσει τους Βυζαντινούς με τους ιππείς του στα σύνορα Αρκαδίας και Μεσσηνίας.

Μετά τη μάχη του Μακρυπλαγίου οι Τουρκομάνοι συνέχισαν για λίγο να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Βιλεαρδουίνο. Ο Φράγκος πρίγκιπας επιχείρησε να καταλάβει και τον Μυστρά με τη συνδρομή τους, όμως δεν τα κατάφερε και αποσύρθηκε στο Νίκλι. Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίσει τη νέα εξέγερση των Σκορτινών. Ο λεγόμενος "δρόγγος των Σκορτών" βρισκόταν σε κρίσιμη στρατηγική θέση στη ΒΔ Αρκαδία και περιελάβανε κυρίως τη Γορτυνία αλλά και τμήματα των σημερινών περιοχών Ολυμπίας και Μεγαλόπολης. Κέντρο του δρόγγου (δασώδες μέρος, η λέξη προέρχεται από τη λατινική drungus = σώμα στρατού) ήταν το κάστρο της Καρύταινας και άλλα σημαντικά κάστρα αυτά του Αρακλόβου και της Άκαβας (Matefrigon).
Οι εξεγερμένοι Σκορτινοί είχαν επιτεθεί στα κάστρα του Αρακλόβου και της Καρύταινας.

Ο γενναίος βαρόνος της Καρύταινας Γοδεφρείδος de Briel που κρατούσε για καιρό τους Σκορτινούς υπό έλεγχο δεν βρισκόταν πλέον στον Μοριά και ο Βιλεαρδονίνος έστειλε εναντίον τους, μετά από συμβουλή του Ανσέλμου de Toucy και πάλι, τους Τουρκομάνους του Μαλίκ, η βιαιότητα των οποίων ήταν τέτοια, ώστε οι Σκορτινοί ζήτησαν τη συγγνώμη και την επικυριαρχία του Βιλεαρδουίνου μέσα σε λίγο καιρό. Παράλληλα το "Χρονικόν του Μορέως" αναφέρει και άλλες τουρκομανικές επιδρομές, με άδεια του Βιλεαρδουίνου, στις βυζαντινές κτήσεις των Βάτικων, της Μονεμβασίας, του Έλους και των περιοχών της Τσακωνίας.


Τι απέγιναν οι τουρκόφωνοι μισθοφόροι του Μοριά;

Το 1265, μετά την επικράτηση των Φράγκων επί των Βυζαντινών, ο Μελίκ ζήτησε από τον Βιλεαρδουίνο να τηρήσει τη συμφωνία τους και να τον αφήσει να επιστρέψει με τους άνδρες του στη Μικρά Ασία. Ο πρίγκιπας αρχικά έδειξε απρόθυμος, όμως στη συνέχεια τήρησε τη συμφωνία.
Σύμφωνα με τη γαλλική παραλλαγή του "Χρονικού του Μορέως":
α) μερικοί Τουρκομάνοι επέλεξαν να μείνουν στην Πελοπόννησο, όπου όλοι τους βαφτίστηκαν Χριστιανοί (Καθολικοί), μετά από εντολή του Βιλεαρδουίνου.
β) δύο από τους Τουρκομάνους που παρέμειναν στην Πελοπόννησο χρίστηκαν ιππότες από τον Φράγκο πρίγκιπα που μάλιστα τους πάντρεψε με Χριστιανές (Φράγκισσες).
γ) Οι απόγονοι αυτών των μεικτών γάμων ζούσαν ακόμα στα τέλη του 14ου αιώνα σε συγκεκριμένες περιοχές του Μοριά, όπως "στου Βουνάρβη" (χωριό Βούναργος της Ηλείας) και "στην Ρένταν" (χωριό Ρετεντού της Ηλείας). Ο Νικόλαος Βέης συνδέει τα παραπάνω με το "Μαλίκι", σήμερα Πολυθέα της Μεσσηνίας και το "Τουρκοχώρι", σήμερα Ερυμάνθεια της Αχαΐας.

Όσο για τον φύλαρχο Μαλίκ, σύμφωνα με την αραγονική παραλλαγή του "Χρονικού του Μορέως", έμεινε κι αυτός στον Μοριά και με τη μεσολάβηση του ίδιου του Βιλεαρδονίκου παντρεύτηκε τελικά την Φράγκισσα πλούσια χήρα, γνωστή ως "κυρά της Παύλιτσας", σημαντικής περιοχής στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Ηλείας κοντά στις αρχαίες Βάσσες.

Όμως ο Α.Γ.Κ. Σαββίδης δεν θεωρεί πιθανή αυτή την εκδοχή και πιστεύει ότι ο Μαλίκ επέστρεψε στη Μικρά Ασία διαμέσου της "Βλαχίας" (έτσι ονομαζόταν η Θεσσαλία εκείνη την εποχή), όπως γράφει και ο Π. Καλλιγάς.

Τι έγινε στην Πελοπόννησο μετά το 1265;

Σταδιακά, η καταπίεση των ξένων ηγεμόνων μαζί με την αύξηση του φραγκικού πληθυσμού της Πελοποννήσου, ενέτεινε τη δυσφορία των Ελλήνων του Μοριά, που συσπειρώθηκε γύρω από τα ελληνικά κέντρα και ιδιαίτερα τον Μυστρά. Από το 1262 ως το 1308 ο Μυστράς διοικήθηκε από Στρατηγό ο οποίος άλλαζε κάθε χρόνο. Μετά το 1308 απέκτησε μόνιμο διοικητή ο οποίος με τον τίτλο του Δεσπότη κυβερνούσε το Δεσποτάτο του Μορέως, όπως ονομαζόταν πλέον το ελληνικό κράτος.

Οι οικογένειες των Καντακουζηνών πρώτα (1348-1384) και των Παλαιολόγων ύστερα (1384-1460) κυβέρνησαν το Δεσποτάτο. Στα χρόνια των δεύτερων το Δεσποτάτο επεκτάθηκε σταδιακά σε όλη την Πελοπόννησο, καθώς το Φραγκικό Πριγκιπάτο έπεσε σταδιακά σε παρακμή. Μόνο η Κορώνη, η Μεθώνη και από το 1388 το Ναύπλιο ανήκαν στους Βενετούς. Οι αλβανικοί πληθυσμοί που άρχισαν να εγκαθίστανται στον Μοριά, περίπου από τα μέσα του 14ου αιώνα συμπληρώνουν το μωσαϊκό των λαών που προηγήθηκαν των Οθωμανών ως επιδρομές ή ως κατακτητές...


Πηγή: Παναγιώτης Α. Γιαννόπουλος - Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης "ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ - ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ - ΠΡΩΙΜΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ", εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ 2013.
Ευχαριστούμε θερμά τον εκδότη κύριο Δημήτρη Σταμούλη και τον πανεπιστημιακό κύριο Αλέξιο Γ.Κ. Σαββίδη για την πολύτιμη βοήθειά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου