1870. Σε μια εποχή όπου η Ελλάδα προσπαθούσε να εμπεδώσει μια στοιχειώδη κανονικότητα έχοντας αποκτήσει σχετικά πρόσφατα ένα πολύ φιλελεύθερο σύνταγμα, η καθημερινότητα έξω από την Αθήνα ήταν βυθισμένη στην αναρχία και στην άγουρη ακόμα διάσταση μιας εθνικής συνείδησης που πάσχιζε να ξεπεράσει συνήθειες και αντιλήψεις των αιώνων της Τουρκοκρατίας. Σε αυτά τα κατάλοιπα μιας παλαιότερης εποχής και ως φαινόμενο ανάγκης για μετάβαση σε κάτι πιο συγκροτημένο και ώριμο, μπορεί να ενταχθεί και η διαβόητη «Σφαγή στο Δήλεσι» που τραυμάτισε όχι μόνο τη συλλογική μνήμη αλλά και ολόκληρη τη χώρα, καθιστώντας την αποδιοπομπαίο τράγο της Ευρώπης.
Παρά τα μέτρα που είχαν παρθεί αρχικά από τους Βαυαρούς αλλά και από τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν, οι ληστές δρούσαν σχεδόν ανενόχλητοι, έχοντας υπό τον πλήρη έλεγχό τους μεγάλες περιοχές μακριά από τα αστικά κέντρα της εποχής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η υπόθεση της απαγωγής και της εκτέλεσης μιας ομάδας από ξένους περιηγητές το 1870 ήρθε να αναδείξει με τον πιο τραυματικό τρόπο την ανάγκη να ξεκινήσει η αργή και επίπονη διαδικασία για να δοθεί ένα τέλος στη δράση τους. Όλα ξεκίνησαν μέσα σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα, το πρωί της Δευτέρας 29 Μαρτίου του 1870, όταν μια παρέα αποφάσισε να κάνει μια ανοιξιάτικη βόλτα προς τον Μαραθώνα.
Την ομάδα αποτελούσαν ο Άγγλος βαρόνος Τζόσλιν Φράνσις Μάνκαστερ, 36 ετών, η σύζυγός του λαίδη Κονστάνς Αν Μάνκαστερ, ο 23χρονος Φρέντερικ Γκράνθαμ Βάινερ, ο 32χρονος Έντουαρντ Χένρι Τσαρλς Χέρμπερτ από τη βρετανική πρεσβεία, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του και την 5χρονη κόρη τους, ο κόμης Αλμπέρτο Ντε Μπόιλε από την ιταλική πρεσβεία στην Αθήνα και ο Έντουαρντ Λόιντ, δικηγόρος. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι όλοι οι ξένοι, ιδίως οι Άγγλοι, ήταν γόνοι μεγάλων οικογενειών ή είχαν σχέσεις με τη βρετανική πολιτική σκηνή. Την παρέα συνόδευαν ο Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, ως διερμηνέας και ξεναγός, δύο αμαξάδες και τέσσερις χωροφύλακες που είχαν αναλάβει την ασφάλειά τους. Οι εκδρομείς φτάνουν περίπου στις 11.30 στον Μαραθώνα, κάνουν τη βόλτα τους και απολαμβάνουν την ανοιξιάτικη αττική φύση και κάποια στιγμή γύρω στις 2 το μεσημέρι αποφασίζουν να επιστρέψουν.
Κοντά στην περιοχή της Ραφήνας δέχονται την επίθεση των ληστών, οι οποίοι είχαν με κάποιον τρόπο πληροφορηθεί την παρουσία της στην περιοχή. Πάνω σε μια γέφυρα τους κόβουν τον δρόμο και με την απειλή των όπλων τους αναγκάζουν να κατέβουν από τις άμαξες και να τους ακολουθήσουν. Οι ληστές είναι μέλη της διαβόητης συμμορίας των Αδελφών Αρβανιτάκη, του Τάκου ή Δημήτρη και του Χρήστου, οι οποίοι είναι επικηρυγμένοι για φόνους και ληστείες. Η ομάδα αυτή των περίπου 30 ατόμων είχαν μπει στην Ελλάδα από την περιοχή των Αγράφων στη σημερινή Ευρυτανία, που είχαν ακόμα υπό την κατοχή τους οι Τούρκοι, και είχαν επιδοθεί σε δεκάδες ληστείες και παράνομες πράξεις, μέχρι να φθάσουν έως τα περίχωρα της Αττικής, που τα είχαν πλέον κάνει επίκεντρο της δράσης τους.
Η ομάδα των ληστών που μόλις έχει συλληφθεί.
Οι χωροφύλακες που συνοδεύουν τους εκδρομείς δέχονται πυρά από τους ληστές και τραυματίζονται. Στη συνέχεια οι Αρβανιτάκηδες παίρνουν μαζί τους την ομάδα των ξένων και τους μεταφέρουν σε μία σπηλιά στη βόρεια πλευρά της Πεντέλης, όπου είναι και το καταφύγιό τους. Εκεί αντιλαμβάνονται ότι οι όμηροι που έχουν στα χέρια τους είναι μάλλον σπουδαία πρόσωπα και από αριστοκρατικές οικογένειες και αφού πρώτα διώξουν τις γυναίκες, το μικρό κορίτσι και τους τραυματίες χωροφύλακες, ζητούν από το ελληνικό κράτος 32.000 χρυσές λίρες (στη συνέχεια ανέβασαν στις 50.000 λίρες) και αμνηστία για να απελευθερώσουν και τους υπόλοιπους.
Από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, οι Άγγλοι θέλουν να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των ληστών και να απελευθερωθούν οι όμηροι. Ωστόσο ο Έλληνας υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος, δεν συμφωνούσε, υποστηρίζοντας ότι ο όρος που είχαν βάλει για πλήρη αμνήστευση δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός καθώς θα αποθράσυνε τη δράση όλων των άλλων ληστρικών ομάδων. Η καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις άρχισε να δημιουργεί εκνευρισμό στους ληστές και έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τους άτυχους ομήρους. Η κλιμάκωση της κρίσης θα έρθει στις 9 Απριλίου του 1870, Μεγάλη Πέμπτη, όταν ένα τμήμα της Χωροφυλακής πλησιάζει ένα σπίτι στο οποίο έχουν καταλύσει οι ληστές στο χωριό Συκάμινο. Οι ληστές, όμως, τους αντιλαμβάνονται και οι Αρβανιτάκηδες αποφασίζουν να χωρίσουν σε δύο ομάδες, μία με αρχηγό τον Τάκο ο οποίος πήρε μαζί του τον Ντε Μπόιλε και τον Βρετανό Βάινερ και μία με τον Χρήστο Αρβανιτάκη που παίρνει μαζί του τον Χέρμπερτ και τον δικηγόρο Έντουαρντ Λόιντ.
Μαζί τους παίρνουν και χωρικούς ενώ ο Ανεμογιάννης, ο Έλληνας διερμηνέας, καταφέρνει να τους ξεφύγει. Το απόγευμα κοντά στο Δήλεσι οι χωροφύλακες βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τους ληστές και πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Οι Αρβανιτάκηδες χάνουν την ψυχραιμία τους και ο Χρήστος δίνει εντολή να σκοτώσουν τους δικούς του αιχμαλώτους, προτού πέσει ο ίδιος νεκρός από τα πυρά των χωροφυλάκων. Ο Τάκος κατευθύνεται προς το Σχηματάρι και για να καταφέρει να ξεφύγει σκοτώνει κι αυτός τους άλλους δύο, πυροβολώντας τους πισώπλατα. Από τις μάχες μεταξύ των δύο πλευρών σκοτώθηκαν επίσης και δέκα στρατιώτες αλλά και επτά ληστές, τα κεφάλια των οποίων εκτέθηκαν στον Ωρωπό.
Όπως ήταν φυσικό, λόγω της ευγενούς καταγωγής των νεκρών εκδρομών, ο σάλος που ξέσπασε εντός και -κυρίως- εκτός Ελλάδας ήταν τεράστιος. Οι ξένες εφημερίδες ξιφουλκούν εναντίον της χώρας μας περιγράφοντάς την ως έναν τόπο ημιβαρβάρων και ως μια φωλιά ληστών και πειρατών. Ακούστηκαν μάλιστα και φωνές για αποστολή ξένων στρατευμάτων για να επιβάλλουν την τάξη και να απαλλάξουν τη χώρα από το άγος των ληστών. Ο θάνατος των τεσσάρων δημιούργησε επίσης τεράστιο διπλωματικό επεισόδιο με την Αγγλία και έφερε μεγάλη πολιτική αναταραχή στην Ελλάδα, καθώς οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης Ζαΐμη τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Παράλληλα το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να δώσει αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων ύψους 22.000 λιρών στην καθεμία (πόσο τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής και την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας), ενώ ζητήθηκε να εκφράσει επίσημα της λύπη της στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας.
Η υπόθεση απασχόλησε επί πολλά χρόνια την κοινωνική και πολιτική ζωή της Αθήνας, με πολλούς να αποδίδουν ευθύνες στον Σκαρλάτο Σούτσο, τον απελευθερωτή της Λάρισας λίγα χρόνια αργότερα, ο οποίος φημολογούνταν ότι χρησιμοποιούσε τους ληστές για να προστατεύουν την τεράστια περιουσία του, μεταξύ των οποίων και το κτήμα στο Τατόι που αργότερα πούλησε στον βασιλιά. Όσο για τους ληστές, όσοι από τη συμμορία των Αρβανιτάκηδων δεν κατάφερε να ξεφύγει προς την τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, έπεσαν στα χέρια των αρχών, καταδικάστηκαν σε θάνατο και τα κεφάλια τους εκτέθηκαν στο Πεδίον του Άρεως, προς παραδειγματισμό των άλλων ληστών που λυμαίνονταν την Ελλάδα και για κατευνασμό της κοινής γνώμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου