Στις 5/18 Αυγούστου 1916 ισχυρές βουλγαρικές δυνάμεις συνοδευόμενες από Γερμανούς αξιωματικούς εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στην Ανατολική Μακεδονία. Άνδρες της 2ης Στρατιάς πέρασαν από τα στενά του Ρούπελ που είχαν ήδη καταληφθεί αμαχητί, μετά από συναίνεση της Κυβέρνησης Σκουλούδη και προωθήθηκαν ταχύτατα. Τις ίδιες ώρες στα ανατολικά ταχυκίνητες μονάδες πέρασαν τον συνοριακό ,τότε, ποταμό Νέστο και απείλησαν την Καβάλα. Άλλες βουλγαρικές δυνάμεις μια μέρα νωρίτερα προσέγγισαν το Μοναστήρι και αφού απώθησαν τα συνοριακά αποσπάσματα των Συμμάχων προέλασαν νοτιότερα καταλαμβάνοντας τη Φλώρινα.
Την ίδια εποχή στα εδάφη της Μακεδονίας ήταν εγκατεστημένα στρατεύματα της λεγόμενης Συμμαχικής Στρατιάς της Ανατολής υπό τον Στρατηγό Σαράιγ, συνολικά 300.000 άνδρες. Βόρεια και ανατολικά των ελληνικών συνόρων ήταν παρατεταγμένοι άνδρες των λεγόμενων Κεντρικών Δυνάμεων: Αυστριακοί, Ούγγροι, Γερμανοί και Βούλγαροι. Στην περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου, βρίσκονταν λιγοστές δυνάμεις του ελληνικού Δ’ Σώματος Στρατού αποτελούμενες από τρεις Μεραρχίες: την V (Δράμας), την VI (Σερρών) και την VII (Καβάλας). Έδρα του Σώματος ήταν η Καβάλα. Συνολικά υπήρχαν εκεί 600 αξιωματικοί και 8.000 οπλίτες ,καθώς λίγες εβδομάδες νωρίτερα όπως όλος ο Ελληνικός Στρατός έτσι και το Δ’ Σώμα, είχε υποχρεωθεί να απολύσει όλες τις εφεδρείες του μετά από συμμαχικό τελεσίγραφο.
Το Δ’ Σώμα Στρατού παρά το ότι ήταν πλαισιωμένο από σύγχρονες μονάδες ορεινού και πεδινού πυροβολικού με ιππικό και με όλα τα συνήθη για την εποχή μάχιμα και βοηθητικά τμήματα ήταν πλήρως αποκομμένο από τον κορμό της υπόλοιπης Ελλάδας λόγω της παρεμβολής των συμμαχικών στρατευμάτων. Παράλληλα όλοι οι αξιωματικοί με βαθμό ανώτερο του Συνταγματάρχη έλειπαν τον Αύγουστο του 1916 για διαβουλεύσεις στην Αθήνα ή ήταν αδειούχοι. Τον απόντα επικεφαλής Αντιστράτηγο Γεννάδη αναπλήρωσε ο ως τότε Διοικητής της VII Μεραρχίας Συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος με στενούς συνεργάτες τον Επιτελάρχη Γεώργιο Βαλέτα και τον διοικητή του φρουρίου Καβάλας Συνταγματάρχη Πολυχρόνη Καράκαλο.
Λίγες μέρες πριν τη βουλγαρική επίθεση η αμφιταλαντευόμενη ως τότε Ρουμανία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επίσπευση της εισβολής Βούλγαρων και Γερμανών στην Ανατολική Μακεδονία. Ο Γερμανός Στρατάρχης Erich von Falkenhayn τηλεγραφούσε στις 14/8/1916: «Επιφυλάξεις όσον αφορά την προέλαση σε ελληνικά εδάφη δεν έχουν πλέον καμία θέση. Στο εξής η πορεία μας θα υπαγορεύεται από στρατιωτικές και μόνο αναγκαιότητες. Η επίθεση θα εκδηλωθεί λοιπόν κανονικά στις 17 Αυγούστου. Την ίδια μέρα θα ενημερωθεί σχετικώς η ελληνική κυβέρνηση. Στη διακοίνωση θα πρέπει να δίνεται έμφαση στο γεγονός ότι η διοίκηση των γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων εισβολής θα βρίσκεται σε γερμανικά χέρια. Όσον αφορά τις εγγυήσεις μας προς την ελληνική πλευρά θα μπορούσαν να επαναληφθούν οι ίδιες ακριβώς διαβεβαιώσεις που είχαν παρασχεθεί και κατά την επίθεση μας στα στενά του Ρούπελ».
Πραγματικά, τη μέρα της βουλγαρικής εισβολής (η γερμανική συμμετοχή στο μέτωπο περιορίστηκε στην παρουσία ενός ή δύο αξιωματικών – συνδέσμων) οι πρέσβεις Γερμανίας και Βουλγαρίας επέδωσαν ταυτόσημη ανακοίνωση στην οποία επαναλαμβάνονταν τα εξής:
α) η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας θα ήταν απολύτως σεβαστές,
β) τα στρατεύματα θα εγκατέλειπαν το ελληνικό έδαφος όταν θα εξέλιπαν οι στρατιωτικοί λόγοι,
γ) οι ατομικές και θρησκευτικές ελευθερίες και οι ιδιοκτησίες των κατοίκων θα ήταν σεβαστές και
δ) θα καταβάλλονταν αποζημιώσεις για τυχόν ζημιές που θα προκαλούσαν τα στρατεύματα κατοχής.
Επιπλέον μετά από πρόταση του ίδιου του Falkenhayn δήλωσαν ρητά ότι δεν σκόπευαν να εισέλθουν στις πόλεις των Σερρών, της Δράμας και της Καβάλας ενώ σε περίπτωση που Έλληνες στρατιώτες θα εγκλωβίζονταν ή θα αποκόπτονταν από τις βάσεις τους, θα παραδίδονταν το συντομότερο στις μονάδες τους. Οι γερμανικές διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις καθησύχασαν το γερμανόφιλο αυλικό περιβάλλον στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση με επικεφαλής τον μετριοπαθή και αποδεκτό από την Αντάντ Αλέξανδρο Ζαΐμη περιορίστηκε σε τυπικές μόνο διαμαρτυρίες, ζητώντας την παραμονή των Ελληνικών Αρχών στις κατεχόμενες περιοχές κάτι που έγινε αμέσως αποδεκτό. Επίσης το Βερολίνο έδωσε και την πρόσθετη υπόσχεση ότι θα κάνει ό, τι είναι δυνατό για να αποτρέψει τυχόν έκτροπα των Βούλγαρων σε βάρος των Ελλήνων.
Ο Κωνσταντίνος και το επιτελείο του έδωσαν εντολή στο Δ’ Σώμα Στρατού με έδρα την Καβάλα να αποχωρήσει χωρίς αντίσταση από τα συνοριακά φυλάκια και να συμπτυχθεί στις κύριες πόλεις της περιοχής αναμένοντας νέες οδηγίες. Αμήχανα και μουδιασμένα τα ελληνικά στρατεύματα εγκατέλειπαν το ένα μετά το άλλο τα οχυρά και τα φυλάκια. Όπως αναφέρει ο Γεράσιμος Αλεξάτος υπήρξαν δύο αξιομνημόνευτες εξαιρέσεις. Στο Σιδηρόκαστρο το 18ο Σύνταγμα Πεζικού της VI Μεραρχίας με προσωρινό διοικητή τον ταγματάρχη Νικόλαο Χριστοδούλου αποφάσισε αυτοβούλως να αντισταθεί. Καθώς δεν λάμβανε διαταγές λόγω διακοπής της επικοινωνίας με τα υπόλοιπα τμήματα οχυρώθηκε και αρνήθηκε να παραδώσει την πόλη. Αναγκάστηκε να παραδοθεί στις συντριπτικά περισσότερες εχθρικές δυνάμεις μετά από πολύωρες αιματηρές συγκρούσεις με σημαντικό αριθμό θυμάτων εκατέρωθεν. Επίσης δεν παραδόθηκε το οχυρό της Φαιάς Πέτρας, βόρεια του Σιδηρόκαστρου που το υπερασπιζόταν ο τότε Λοχαγός και μετέπειτα Πρωθυπουργός Γεώργιος Κονδύλης. Αποχώρησε μόνο όταν του τελείωσαν τα τρόφιμα αφού η Επιμελητεία του Στρατού είχε διακόψει την αποστολή τους και κατάφερε μαχόμενος σκληρά να απεγκλωβιστεί και να διαφύγει με τους άνδρες του με όλα τους τα εφόδια και πυρομαχικά!
Έξαλλος ο διοικητής των βουλγαρικών δυνάμεων Στρατηγός Γκέκοφ τηλεγραφούσε στο Βερολίνο: «Χθες ο στρατός μας υπέστη σημαντικές απώλειες από ελληνικά πυρά… Στο εξής θα αρνηθούμε διαπραγματεύσεις με ιδιόρρυθμους τοπικούς Έλληνες διοικητές. Σε περίπτωση δε που τα ελληνικά στρατεύματα, μετά από προειδοποίηση δεν αποχωρήσουν ο στρατός μας θα συνεχίσει την προέλασή του έως ότου οι Έλληνες ως ουδέτεροι καταθέσουν τα όπλα τους». Παρά τις διαβεβαιώσεις που είχαν δώσει οι Βούλγαροι προέβαιναν σε βάναυσες και εχθρικές ενέργειες σε βάρος των Ελλήνων. Στρατιώτες συλλαμβάνονταν και κακοποιούνταν οι τοπικές πολιτικές Αρχές μαζί με τις δυνάμεις της Χωροφυλακής εκδιώκονταν από τις θέσεις τους. Οι φανατικοί κομιτατζήδες που ακολουθούσαν τις δυνάμεις κατοχής έκαναν επιδρομές εναντίον της υπαίθρου και των κατοίκων της.
Ο Συνταγματάρχης Χατζόπουλος επιχείρησε με συνεχή και αγωνιώδη τηλεγραφήματα να αφυπνίσει την Αθήνα: «Οι προθέσεις των Βουλγάρων περί καταλήψεως της Καβάλας εκδηλούνται από ώρα σε ώρα σαφέστερες εάν δεν συμβεί τούτο, η πόλις θα καταστραφεί και θα αιχμαλωτιστεί το Σώμα ολόκληρον» ανέφερε σε ένα από αυτά. Όμως η Κυβέρνηση και το επιτελείο ,πιθανότατα με υποδείξεις του βασιλιά Κωνσταντίνου αρνήθηκαν κάθε βοήθεια. Ο βασιλιάς αρκέστηκε στην απομάκρυνση των φιλογερμαν΄ψν αξιωματικών Μεταξά και Δούσμανη από το επιτελείο του. Οι εξελίξεις έπειτα ήταν ραγδαίες. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκαν ογκώδεις διαδηλώσεις ενώ εκδηλώθηκε και το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή και τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη δίνοντας έτσι και το γεωγραφικό χαρακτήρα στον εθνικό διχασμό. Λίγες εβδομάδες αργότερα σχημάτισαν Προσωρινή Κυβέρνηση επιδιώκοντας τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ αλλά και την απομάκρυνση των βουλγαρικών δυνάμεων από τα ελληνικά εδάφη.
Η κατάληψη της Καβάλας από τους Βούλγαρους
Η Αντάντ θεωρώντας ότι οι κινήσεις του βουλγαρικού στρατού αποτελούσαν προσυμφωνημένη συμπαιγνία μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου κήρυξε τον αποκλεισμό της Καβάλας από τον βρετανικό στόλο και κατέσχεσε τον μοναδικό ασύρματο της διοίκησης του Δ’ Σώματος Στρατού.
Η κατάσταση στην Καβάλα ήταν στο μεταξύ δραματική. Χιλιάδες πρόσφυγες έφταναν στην πόλη από τις Σέρρες, τη Δράμα και τα γύρω χωριά. Ο Χατζόπουλος απηύθυνε απεγνωσμένες εκκλήσεις προς την Αθήνα για συγκέντρωση τροφίμων προς τους πληθυσμούς αυτούς αλλά και την προστασία των ανδρών του Δ’ Σώματος Στρατού. Οι Στρατάρχες Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και Έριχ Λούντεντορφ που είχαν μόλις αναλάβει την ηγεσία του γερμανικού στρατού ενημέρωσαν τη βουλγαρική ηγεσία ότι η Αντάντ ετοίμαζε απόβαση στην Καβάλα και ζήτησαν να εμποδίσουν οι Βούλγαροι Έλληνες στρατιώτες από τη Δράμα και τις Σέρρες να φτάσουν στην Καβάλα, να υποχρεώσει τον Ελληνικό Στρατό να απομακρυνθεί από την Καβάλα προς την ενδοχώρα και να διακόψει κάθε επικοινωνία της μακεδονικής πόλης με την Αθήνα.
Ο απεσταλμένος του Χίντενμπουργκ Ταγματάρχης φον Σβάινιτς επισκέφθηκε τον Χατζόπουλο και του ζήτησε να εγκαταλείψει την πόλη καθώς σε περίπτωση άρνησης το βουλγαρικό πυροβολικό που είχε περικυκλώσει την πόλη θα ξεκινούσε «αμέσως πυρ εναντίον της Καβάλας». Κάτω από την πίεση των γεγονότων ο Χατζόπουλος απευθύνθηκε προσωπικά στον Γερμανό Στρατάρχη ζητώντας τη μεταφορά του Δ’ Σώματος Στρατού μαζί με τον εξοπλισμό του στη Γερμανία όπου θα παρέμενε ως το τέλος του πολέμου υπό καθεστώς «φιλοξενίας» αφού η Ελλάδα διατηρούσε τυπικά την ουδετερότητα της.
Περιμένοντας την απάντηση του Χίντενμπουργκ ο Χατζόπουλος με τη σύμφωνη γνώμη του επιτελείου του ήρθε σε επαφή και με τους Βρετανούς για παράδοση του Σώματος στην Αντάντ με την προϋπόθεση της μεταφοράς του σε λιμάνι της Παλαιάς Ελλάδας. Προεξοφλώντας τη θετική απάντηση των Βρετανών ο Χατζόπουλος έδωσε εντολή στους άνδρες του με πλήρη οπλισμό και εξάρτυση να παραταχθούν κατά μήκος της προκυμαίας αναμένοντας τα βρετανικά πλοία. Αυτό έγινε τη νύχτα της 28ης προς 29η Αυγούστου (10 προς 11 Σεπτεμβρίου) 1916. Τα γεγονότα που ακολούθησαν παραμένουν συγκεχυμένα. Όταν έφτασαν τα τρία ατμοκίνητα βρετανικά μεταγωγικά χωρητικότητας το πολύ 2.000 ατόμων, οι Βρετανοί πλοίαρχοι μαζί με νεαρούς αξιωματικούς της Εθνικής Άμυνας άρχισαν να χειρίζονται κατά το δοκούν τη διαδικασία της επιβίβασης. Μέσα σε άγρια σύγχυση και διαπληκτισμούς ο Χατζόπουλος με το επιτελείο του προσέγγισε με λέμβο βρετανικό πολεμικό πλοίο και προσπάθησε να ανέβει. Ο Άγγλος πλοίαρχος όμως μέσω νεαρού αμυνίτη αξιωματικού απαγόρευσε την επιβίβαση του Χατζόπουλου ως «ανεπιθύμητου» καθώς τα πλοία προορίζονταν αποκλειστικά μόνο για τους «εθελοντές της Εθνικής Αμύνης». Έξαλλος ο Χατζόπουλος επέστρεψε στην προκυμαία και απαγόρευσε την επιβίβαση των ανδρών που διατάχθηκαν να επιστρέψουν στους στρατώνες τους και η έξοδος στην πόλη απαγορεύτηκε.
Όπως γράφει ο Γεράσιμος Αλεξάτος «… τη μοιραία εκείνη νύχτα, τα λιγοστά πολεμικά που κατέπλευσαν στο λιμάνι (της Καβάλας) δεν είχαν έρθει για την παραλαβή ολόκληρου του Σώματος όπως νόμιζε ο Χατζόπουλος αλλά ήταν επιταγμένα από το κίνημα της Θεσσαλονίκης. Η σύγκρουση ήταν αναπότρεπτη και το σκηνικό χάους στο λιμάνι της Καβάλας ήταν ήδη προδιαγραμμένο». Στην πόλη επικράτησε πανικός. Λιποτάκτες στρατιώτες και άμαχοι, ντόπιοι και πρόσφυγες, ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα έτρεχαν αλλόφρονες να ανέβουν στα λιγοστά πλοία. Όσοι τα κατάφερναν δέχονταν από την παραλία πισώπλατους πυροβολισμούς. Βάρκες γεμάτες από κόσμο έμεναν ακυβέρνητες και παρασύρονταν από τα ρεύματα. Οι ελάχιστοι που έφταναν στα ατμόπλοια προσπαθούσαν απεγνωσμένα να δέσουν τις βάρκες, τα σχοινιά όμως κόβονταν και οι λέμβοι ανατρέπονταν. Οι φυλακές άνοιξαν και εξαγριωμένα πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους λεηλατώντας εγκαταλελειμμένα σπίτια και καταστήματα.
Πυροβολισμοί ακούγονταν όλη τη νύχτα. Τα ίδια έγιναν και την επόμενη ημέρα. Με τις τραγικές εικόνες στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922 συγκρίνει ο Γ. Αλεξάτος όσα έγιναν τότε στο λιμάνι της Καβάλας…
Στις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου ο Ταγματάρχης Σβάινιτς παρέδωσε την απάντηση του Χίντενμπουργκ. Η επιθυμία του Χατζόπουλου γινόταν αποδεκτή. Το Σώμα με τον βαρύ οπλισμό του θα μεταφερόταν στη Γερμανία χωρίς κανένα βουλγαρικό έλεγχο. Οι άνδρες δεν θα ήταν αιχμάλωτοι αλλά «φιλοξενούμενοι» ενώ όλες οι λεπτομέρειες θα κανονίζονταν από κοινού με τον Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο. Ενδιάμεσος σταθμός για τη συνάθροιση των μονάδων οριζόταν η Δράμα. Ο Γερμανός Στρατάρχης τόνιζε μεταξύ άλλων: «Γνωρίζω και εκτιμώ τα οδυνηρά συναισθήματα της αυτού εξοχότητας του Έλληνος διοικητού όστις ήτο αναγκασμένος να λάβει τοιαύτην σοβαράν απόφασιν χωρίς να δύναται να λάβει τας διαταγάς του ανωτάτου άρχοντος του στρατού του βασιλέως Κωνσταντίνου. Συμμετέχων θλίβω την χείραν αυτού συναδελφικώς. Φον Χίντενμπουργκ». Προσπαθώντας να δικαιολογήσει την απόφαση του Χατζόπουλου ο συνεργάτης του Καράκαλος έγραψε μετά από χρόνια: «Δεν ηδύνατο όμως και να υποκύψει (το Δ’ Σώμα Στρατού) εις την θέλησιν νεαρού τότε υπολοχαγού (επρόκειτο για τον Δημήτριο Βακά που δεν επέτρεψε την επιβίβαση του Χατζόπουλου στο βρετανικό πλοίο) κατ’ ουδένα λόγον, ουδέν δικαίωμα έχοντος να χειρίζεται ζήτημα εθνικόν ως το εχειρίσθη… Πάντες οι λόγοι ούτοι εβάρυναν τόσον ώστε ο Χατζόπουλος δικαίως να προτιμήσει την ήττον (τη λιγότερο) οδυνηρόν λύσιν».
Ο Γερμανός υπολοχαγός Σμιτ που έζησε από κοντά τα γεγονότα θεωρεί ότι τα εγκάρδια λόγια του Χίντενμπουργκ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τελική απόφαση των Ελλήνων. Ιδιαίτερα επαινετικός ήταν μάλιστα για τον επιτελάρχη Βαλέτα.
Ωστόσο ο Σβάινιτς θέλοντας να αποφύγει κάποια συνεννόηση της τελευταίας στιγμής του Χατζόπουλου με την Αθήνα, αξίωσε την άμεση, μέσα στη νύχτα, εκκένωση της Καβάλας και την παράδοση κατόπιν βουλγαρικών πιέσεων δύο Λόχων του Σώματος ως ομήρων. Οι ενστάσεις και οι διαμαρτυρίες του Χατζόπουλου δεν μετέπεισαν τον Γερμανό. Έτσι στις 11 μ.μ. της 29ης Αυγούστου/11ης Σεπτεμβρίου 1916 ολόκληρη η φρουρά Καβάλας ακολουθούμενη από τις οικογένειες των αξιωματικών ξεκίνησε με τα πόδια την πορεία προς τη Δράμα τον πρώτο σταθμό του ταξιδιού τους. Πίσω έμειναν οι κάτοικοι, οι πρόσφυγες, όσοι δεν πρόλαβαν να διαφύγουν καθώς και αποθήκες γεμάτες πανάκριβο στρατιωτικό υλικό, καπνά, ρουχισμό και τρόφιμα τα οποία λίγο αργότερα έπεσαν στα χέρια των εισβολέων…
Όπως σημειώνει ο Γ. Αλεξάτος, το Σώμα ακολούθησαν κρυφά και 20 περίπου πολίτες παρά τις αντίθετες διαταγές που εξέδωσε το Σώμα μετά από απαίτηση των Βούλγαρων. Μετά από συνεννόηση με Έλληνες αξιωματικούς φόρεσαν στρατιωτική στολή και εντάχθηκαν εικονικά σε Λόχους ακολουθώντας το Σώμα στη Γερμανία.
Μερικοί από αυτούς ήταν οι σπουδαίοι Μακεδονομάχοι όπως ο τότε κοινοτάρχης Ελευθερών Καβάλας Στέργιος Καραμπερίδης τον οποίο καταδίωκαν αμείλικτα εισβολείς και κομιτατζήδες. Κλείνοντας αναφέρουμε ότι στις 23 Αυγούστου/5 Σεπτεμβρίου οι εκπρόσωποι της Εθνικής Άμυνας στη Θάσο Ταγματάρχης Διονύσιος Σταυριανόπουλος και Υπολοχαγός Δημήτριος Βακάς, συνοδευόμενοι από τον Βρετανό υποπρόξενο στην Καβάλα G.G. Knox, συναντήθηκαν κρυφά έξω από την πόλη με τον Διοικητή της VI Μεραρχίας Συνταγματάρχη Νικόλαο Χριστοδούλου και τους Λοχαγούς Πεζικού Γεώργιο Κονδύλη και Παύλο Παλλίδη και συμφώνησαν τη μεταφορά της Μεραρχίας του, φιλοβασιλικού ως τότε, Χριστοδούλου με συμμαχικά πλοία στη Θεσσαλονίκη και την προσχώρησή της στην Εθνική Άμυνα. Το βράδυ της 27/28 Αυγούστου (9/10 Σεπτεμβρίου) συμμαχικά πλοία σταλμένα από τον Σαράιγ έφτασαν με σβησμένα φώτα στο λιμάνι της Καβάλας. Όμως οι προθέσεις του Χριστοδούλου και των ανδρών του έγιναν αντιληπτές και ένοπλοι άντρες, μετά από εντολή του Χατζόπουλου έφτασαν επειγόντως στην παραλία και εμπόδισαν την επιβίβασή τους.
Μόνο 15 αξιωματικοί και 50 στρατιώτες κατάφεραν να ανέβουν στα συμμαχικά πλοία και να περάσουν στη Θήβα. Οι άνδρες του Δ’ Σώματος Στρατού έφτασαν μετά από πολυήμερο ταξίδι στη γερμανική πόλη Γκέρλιτς όπου και εγκαταστάθηκαν ως το 1919. Με τη διαμονή τους και όσα έγιναν εκεί θα ασχοληθούμε στο Β’ μέρος του άρθρου.
Πηγές: Γεράσιμος Αλεξάτος, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΓΚΑΙΡΛΙΤΣ 1916-1919», Γ’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ 2022
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΣ, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΓΚΕΡΛΙΤΣ 1916-1919: «ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΙ», ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ‘Η ΠΡΟΔΟΤΕΣ;», ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ, τ. 643, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου