Πώς η ΕΛ.ΑΣ. κατάφερε να ξεσκεπάσει τον πιλότο - Αστυνομικοί έχτισαν μαζί του σχέσεις οικειότητας και εμπιστοσύνης, την ώρα που τα εργαστήρια του Εγκληματολογικού δούλευαν στο φουλ για να δέσουν την υπόθεση και να αναγκάσουν τον συζυγοκτόνο να ομολογήσει
«Ρε συ Μπάμπη, έχεις τίποτα να μας πεις;», ρώτησε ο χειριστής του τραβώντας λίγο πίσω, χωρίς να σηκωθεί, την καρέκλα του. Η κουβέντα τους κόντευε να κλείσει εξάωρο εκείνο το σούρουπο της Πέμπτης 17 Ιουνίου, στα γραφεία του 11ου ορόφου της ΓΑΔΑ. Οι δυο τους είχαν χτίσει σχέση οικειότητας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Από την αρχή κιόλας, οι αστυνομικοί που ανέλαβαν τον χειρισμό του τού συμπεριφέρθηκαν σαν να είναι το εύθραυστο επιζών θύμα μιας ζοφερής τραγωδίας.
Τον συμβούλευαν, τον νουθετούσαν, του συνιστούσαν να αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις. Στην περίπτωση που οι περιγραφές του ήταν ασαφείς ή αντιφατικές, αρχικά τουλάχιστον, τον δικαιολογούσαν εξαιτίας του σοκ που υποτίθεται ότι υπέστη βιώνοντας δήθεν τραυματικά ένα εφιαλτικό σκηνικό. Ακόμη και όταν η υπόθεση αποκτούσε βαθμιαία στέρεες υποψίες εις βάρος του, συνέχισαν να του φέρονται ήπια και προσεκτικά, αν όχι με μεγαθυμία.
Ούτε πιέσεις, ούτε εξόφθαλμες ανακριτικές μέθοδοι ή ψυχολογικοί εκβιασμοί, ούτε απειλές, κατηχήσεις, παραινέσεις ή διδακτισμοί. Τίποτα. Μόνο τετ α τετ επαφές και συνομιλίες. Και ξανά ατέρμονες συζητήσεις χωρίς εξάρσεις και κλιμακωτές κορυφώσεις. Με τους διαλόγους να κλωθογυρίζουν στο σενάριο που ο ίδιος ξετύλιγε με τους τρεις βίαιους κουκουλοφόρους που μιλούσαν σπαστά ελληνικά, οι οποίοι, αφού μπούκαραν στη μεζονέτα με την απειλή όπλων και μοχλό πίεσης τη ζωή της μόλις 11 μηνών κόρης του ζευγαριού, απέσπασαν χρήματα από ένα κουτί επιτραπέζιου παιχνιδιού Monopoly. «Και που λες, Μπάμπη, μετά έπνιξαν την Καρολάιν...», συνέχιζε ο χειριστής του, με εκείνον πιστό στην εκδοχή του δικού του παραμυθιού που είχε ως κρυμμένο «δράκο» μονάχα τον ίδιο. Ωστόσο, το ατελέσφορο της κουβέντας κάποτε θα σταματούσε να προσκρούει σε αδιέξοδο.
Οι καταθέσεις του είχαν διπλοτριπλοτσεκαριστεί, οι διακυμάνσεις της φωνής του κατά τους παραπλανητικούς ισχυρισμούς του είχαν εξονυχιστικά αναλυθεί. Επιπλέον, η επιμονή στο αφήγημά του είχε ελεγχθεί συστηματικά, μήπως τυχόν η προσήλωσή του στην εξιστόρηση των περιστατικών φανέρωνε τον λάκκο στη φάβα. Παράλληλα, είχε σκιαγραφηθεί και μελετηθεί το ψυχολογικό του προφίλ.
Δοκιμασμένοι αστυνομικοί διέκριναν νωρίς στην εκφορά του λόγου του μια μορφή «πώρωσης», αλλά για ασφάλεια στη διάγνωσή τους περίμεναν διεξοδικότερες έρευνες, εξετάσεις, διασταυρώσεις ευρημάτων κ.λπ. Τα εργαστήρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών δούλευαν στο φουλ.
11Μαΐου 2021: Ελάχιστες ώρες μετά τη δολοφονία της γυναίκας του, ο πιλότος, ψύχραιμος, κάνει δηλώσεις στα κανάλια
Σταδιακά, η δεξαμενή γνώσεων των αστυνομικών αρχών είχε γεμίσει σταγόνα-σταγόνα, συλλεγμένες επί έναν μήνα, με ίχνη, στοιχεία, τεκμήρια, αποχρώσες ενδείξεις. Η υπόθεση της ανθρωποκτονίας είχε αμπαλαριστεί μεθοδικά και σφιχτοδεθεί οργανωμένα. Και από πουθενά δεν προέκυπτε εμπλοκή τρίτου προσώπου.
Ο έμπειρος αξιωματικός της Αστυνομίας, όμως, συνέχιζε την καλοπροαίρετη ρουτίνα του απέναντι στον ύποπτο, χωρίς να εκδηλώνει στάλα υπαινιγμού περί της βάσιμης βεβαιότητας που είχε συντριπτικά προκύψει για την ενοχή του. Περίμενε υπομονετικά. Γνώριζε πως στην εξέλιξη της κουβέντας αν ο κόμπος έφτανε στο χτένι και εκείνος συνέχιζε την ωμή, κενή συναισθημάτων, ανέκφραστη παράστασή του, θα τον «έλουζε» με ατράνταχτα στοιχεία. Δεν χρειάστηκε. Για τελευταία φορά είχε κληθεί και μεταφερθεί, ούτε καν ως ύποπτος, εκείνο το μεσημέρι της Πέμπτης στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση για περαιτέρω εξηγήσεις.
Προηγουμένως, επί τέσσερα συνεχόμενα μερόνυχτα οι αστυνομικοί είχαν συνθέσει ψηφίδα-ψηφίδα ένα άψογο μωσαϊκό από κρίσιμα ερωτήματα, το οποίο είχε καλυφθεί αριστοτεχνικά με μια αδιάφορη επίστρωση για να μη μοιάζει ότι επείγεται για άμεσες απαντήσεις. Ετσι κι αλλιώς, ήταν ο μοναδικός μάρτυρας στο στυγερό έγκλημα στα Γλυκά Νερά που συγκλόνιζε απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την Ελλάδα. Ηδη, πάντως, νοερά στριφογύριζε στην ατμόσφαιρα η αντλημένη από το ρωμαϊκό δίκαιο ρήση «testis unus, testis nullus», δηλαδή «εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς». Πόσο μάλλον που τα ευρήματα κονταροχτυπιόνταν με τους ισχυρισμούς του…
«Συγγνώμη, Εγώ το έκανα»
Στην είσοδο του κτιρίου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας 173, στο ύψος των Προσφυγικών, είχαν παραταχθεί από νωρίς τηλεοπτικές κάμερες και ρεπόρτερ καραδοκώντας για να μεταφέρουν στο κοινό τους κάποια είδηση. Εν τω μεταξύ, αρκετά ΜΜΕ είχαν κιόλας «ζωγραφίσει» την ενοχή του. Από την προηγούμενη μέρα φημολογούνταν πως στοιχεία που είχε υποβάλει η Αστυνομία στους αρμόδιους εισαγγελείς είχαν διαρρεύσει. Το περίεργο ήταν ότι κόντευε να βραδιάσει και ενόσω ήταν σε γνώση των γονιών και του αδελφού του ότι βρισκόταν στη ΓΑΔΑ από το μεσημέρι, ούτε ένας δικηγόρος του δεν εμφανίστηκε στο κτίριο. Ο κλοιός στένευε ασφυκτικά και το ρολόι των επικείμενων αποκαλύψεων για το πρωτοφανούς αγριότητας έγκλημα μετρούσε αντίστροφα.
«Λοιπόν, Μπάμπη, τι άλλο;», επανέλαβε ο χειριστής του την κρίσιμη στιγμή του διαλόγου τους, που περισσότερο σε στιχομυθία παρά σε ανάκριση έφερνε. Καθηλωμένος, ο πιλότος ιδιωτικών ελικοπτέρων Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, εμφανώς κουρασμένος, με μαζεμένους τους ώμους ακούμπησε, τότε, τα χέρια στο τραπέζι. Και «έσπασε». «Συγγνώμη, ρε Λ. Εγώ το έκανα», είπε ανέκφραστα και σχεδόν αφοπλιστικά. Η «συγγνώμη» ήταν μια πλάγια απολογία επειδή υπέθετε ότι ξεγελούσε τον χειριστή του επί τόσο καιρό.
Το ουσιαστικό ήταν η ευθεία ομολογία του για τη σοκαριστικά φρικιαστική δολοφονία διά πνιγμού της άτυχης 20χρονης συζύγου του μέσα στο σπίτι τους. Και ακόμα η παραδοχή της ενοχής του για το δαιμονικά τελετουργικό κρέμασμα του σκύλου της οικογένειας στην ξύλινη κουπαστή της εσωτερικής σκάλας, καθώς και τη διαβρωτικής αναίδειας σκηνοθεσία της «κάλυψής» του με πρόσχημα μια υποτιθέμενη ληστεία. Στις 9 παρά τέταρτο ο ήλιος έδυε λούζοντας με το τελευταίο φως του τη λεωφόρο Αλεξάνδρας και μαζί του έπεφτε βαριά η αυλαία μιας οικτρής θεατρικής παράστασης 37 ολόκληρων ημερών.
Τίποτα δεν μπορούσε πια να σκεπάσει τη γύμνια τής θανατερά παγωμένης αλήθειας. Τα ψέματα τέλειωσαν. Ολες οι προηγούμενες κατασκευασμένες εξιστορήσεις τους θρυμματίστηκαν θλιβερά σκορπίζοντας ντροπή στο πάτωμα, στους τοίχους, στα ταβάνια. Η ομολογία του έμεινε ψυχρά μετέωρη στην άδεια αίθουσα της ΓΑΔΑ να ανταγωνίζεται τον βόμβο του κλιματιστικού.
Λίγα λεπτά μετά τις 9.30 μ.μ. η Ελληνική Αστυνομία ανακοίνωνε με τυπική εκφραστική λιτότητα: «Εξιχνίαση ανθρωποκτονίας 20χρονης ημεδαπής που έλαβε χώρα την 11η Μαΐου 2021 στα Γλυκά Νερά. Δράστης είναι ο 33χρονος σύζυγός της, ο οποίος και ομολόγησε την πράξη του». Η κοινή γνώμη παρακολούθησε άφωνη την κορύφωση του θρίλερ προτου η βουβαμάρα της εξελιχθεί σε πάνδημη οργή για τον αυτουργό της εν ψυχρώ δολοφονικής πράξης. Αναπόφευκτα μετά την απολογία του, από κοινού ανακριτής και εισαγγελέας αποφάσισαν την προφυλάκισή του στον Κορυδαλλό με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Τον λόγο πλέον έχει η Δικαιοσύνη.
14 Μαΐου 2021: Στην κηδεία της Καρολάιν εμφανίστηκε στην Αλόννησο με τη μικρή Λυδία στην αγκαλιά του
Ζήτημα τιμής
Πέρα από καθήκον και υποχρέωση ήταν ζήτημα τιμής για την ΕΛ.ΑΣ. να εξιχνιάσει το αποτρόπαιο έγκλημα. Κινητοποιήθηκε άμεσα, σβέλτα και με επάρκεια από τη στιγμή που το τηλεφωνικό κέντρο της Αμεσης Δράσης δέχτηκε κλήση λίγο μετά τις 6 π.μ. της Τρίτης 11ης Μαΐου από τον ίδιο τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο. Αυτοπροσώπως ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης πήρε ζεστά την υπόθεση και έδωσε εντολή για άμεση διαλεύκανση του εγκλήματος. Το απαιτούσε άλλωστε και η συγκυρία.
Μετά την υπαρξιακή αγωνία της πανδημίας, ο φόβος της κοινωνίας διαχεόταν προς άλλες απειλές και προσανατολιζόταν μερικώς προς τα εμβόλια και με μεγαλύτερη ένταση προς την έξαρση της εγκληματικότητας. Στην πραγματικότητα τα στοιχεία για τη δεύτερη δεν δικαιολογούσαν καμία ασύστολη κινδυνολογία και λαϊκιστική κριτική περί έκρηξής της. Αντίθετα καταδείκνυαν τη μείωσή της.
Γι’ αυτό και ο ίδιος μίλησε με υπευθυνότητα από το βήμα τη Βουλής για «σύγχυση» μεταξύ «εγκληματοφοβίας και εγκληματικότητας». Ωστόσο, το βάρβαρο έγκλημα στα Γλυκά Νερά έθιγε τον πυρήνα της περιφρούρησης των πολιτών και δοκίμαζε το αίσθημα της ασφάλειας μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Αναπόδραστα, ως δημοκρατικά ευαίσθητος άνθρωπος με επίγνωση του κράτους δικαίου και συνείδηση του όρου «προστασία του πολίτη», δραστηριοποιήθηκε ακαριαία. Πρώτο του μέλημα, ως όφειλε, ήταν να ερευνηθεί η δολοφονικά άγρια ληστρική επιδρομή και να δοθούν γρήγορες απαντήσεις για την ταυτότητα των δραστών.
Η Αστυνομία έδρασε ταχύτατα με στόχο τον εντοπισμό τους. Προσέγγισε τις γειτονικές μοντέρνες μεζονέτες και τις καλαίσθητες μονοκατοικίες του συγκεκριμένου προαστίου της Ανατολικής Αττικής, συγκέντρωσε μαρτυρίες από τους περιοίκους για τυχόν περίεργους περαστικούς, προσέγγισε με τακτ τον συγγενικό και φιλικό περίγυρο του ζευγαριού.
Ακόμη, έλεγξε και μελέτησε εξονυχιστικά τις εξωτερικές κάμερες ασφαλείας ακόμη και στην Αττική οδό για διερχόμενα αυτοκίνητα ως οχήματα διαφυγής, εξέτασε παρόμοιες ληστείες και διαρρήξεις του παρελθόντος, εστίασε σε συμμορίες βίαιων μπουκαδόρων, προχώρησε σε αιτήματα άρσης απορρήτου στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας για ύποπτες κλήσεις και μηνύματα. Ολα συντονίστηκαν βήμα-βήμα και, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα, χωρίς παρέκκλιση από τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών.
Σπιθαμή προς σπιθαμή
Παράλληλα, εξελισσόταν ενδελεχής έρευνα σπιθαμή προς σπιθαμή μέσα στο σπίτι, το οποίο έγινε το εφιαλτικό σκηνικό της δολοφονίας διά ασφυξίας της δύστυχης 20χρονης. Εκεί ακριβώς άρχισαν οι εκπλήξεις. Πλήρης έλλειψη ευρημάτων κατά την εξέταση της ληστρικής επιδρομής. Μηδενικό γενετικό υλικό, ούτε μια σταγόνα ιδρώτα, μια στάλα σάλιο ή μια τρίχα, απουσία αποτυπωμάτων των δραστών, καμία υφασμάτινη ίνα, κανένα ίχνος, έστω πλαστικών γαντιών, καμία παραβίαση στο παράθυρο, που όλως τυχαίως οι κάτοικοι της μεζονέτας είχαν ξεχάσει ανοιχτό.
Τίποτα δεν επιβεβαίωνε την παρουσία «τρίτων προσώπων» στη μεζονέτα, λες και οι εισβολείς ήταν άυλοι και αόρατοι. Χώρια που δεν είχαν προνοήσει να κουβαλήσουν μονωτική ταινία και χρησιμοποίησαν εκείνη του σπιτιού για να σφραγίσουν τα μάτια, αλλά όχι ερμητικά, και να φιμώσουν τον άνδρα της οικίας.
Τα ερωτήματα προέκυπταν μέσα στη δραματικότητά τους αβίαστα. Γιατί οι δράστες άφησαν -μοιραίο λάθος -το κινητό μπροστά στον πιλότο; Και πώς εκείνος κατάφερε να το ανοίξει με τη μύτη του! Γιατί αποφάσισαν να πνίξουν την 20χρονη και όχι να την ακινητοποιήσουν; Γιατί η Καρολάιν δεν έφερε χτυπήματα στο σώμα της; Γιατί τα ελεεινά, δίχως άλλο, «απολίτιστα και αλλόθρησκα» κτήνη δεν τη στραγγάλισαν ακαριαία ή δεν την κακοποίησαν σεξουαλικά;
Γιατί ο 33χρονος σύζυγος δεν έφερε εμφανή ίχνη στο σώμα του από τα επί δίωρο δεσμά των δραστών; Γιατί οι κακοποιοί εξαφάνισαν τις κάρτες μνήμης από τις κάμερες αντί να τις ξηλώσουν; Γιατί οι γείτονες δεν άκουσαν φωνές την επίμαχη νύχτα; Γιατί θανάτωσαν με αλλόκοτο σαδισμό τον σκύλο ενώ θα μπορούσαν να τον εξουδετερώσουν με άλλο απλούστερο και ανώδυνο τρόπο; Πέντε-έξι μέρες μετά την πρώτη είσοδο των ανδρών της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. στη μεζονέτα των Γλυκών Νερών μετά το τηλεφώνημα στο «100», οι εύλογες απορίες πύκνωναν, πολλαπλασιάζονταν και κακοφόρμιζαν «μυρίζοντας» αφόρητα.
Οι αστυνομικοί και τα στελέχη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη εξέφραζαν, δικαίως, τον έντονο προβληματισμό τους. Εμενε ως μοναδική αξιόπιστη πηγή μαρτυρίας ο σύζυγος. Μόνο που το αφήγημά του δεν σύναδε με τα δεδομένα του ερευνητικού έργου.
Οι αστυνομικοί δεν ήταν τίποτα κορόιδα για να καταπιούν αμάσητο το «ποίημά» του, αλλά όφειλαν καταρχήν να αποκλείσουν την πιθανότητα ληστείας και να συγκεντρώσουν ισχυρές ενδείξεις και αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να τα προσκομίσουν στον ανακριτή.
Αλλωστε όποιος είχε ξεφυλλίσει τη θεωρία της εγκληματολογίας θα ανακάλυπτε ότι «ο ένοχος ενός εγκλήματος πληροί τρεις προϋποθέσεις: είχε κίνητρο, είχε τα μέσα και είχε και την ευκαιρία». Ωστόσο, όλα αυτά θα έπρεπε να θεμελιωθούν ως αποδεικτικό υλικό.
17 Ιουνίου 2021: Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος ομολογεί ότι αυτός σκότωσε τη γυναίκα του και την επομένη οδηγείται στον εισαγγελέα
Με μεθόδους CSI
Προηγουμένως, ως πρώτη παρότρυνση το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είχε προχωρήσει στην επικήρυξη των δραστών με αμοιβή 300.000 ευρώ για όποιον παρείχε πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψή τους. Οι πληροφορίες κατέφθασαν αθρόα καθώς το χρηματικό κίνητρο αποτελούσε κατεξοχήν δέλεαρ. Οι τηλεφωνικοί αριθμοί της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής πήραν φωτιά. Μέσα από τις φυλακές συμμορίες σκληρών βαρυποινιτών υποδείκνυαν σεσημασμένους διαρρήκτες και αντιστρόφως.
Το πρόβλημα ήταν ότι οι μεν πρώτοι δεν ασχολούνταν με ληστείες σε σπίτια και δεν κρεμούσαν σκύλους, οι δε δεύτεροι επικαλούνταν σθεναρά ότι ήταν μεν κλέφτες, αλλά όχι και δολοφόνοι. Προς τιμήν τους αρκετοί πολίτες χωρίς να αποβλέπουν στα οικονομικά ανταλλάγματα συνεισέφεραν ανώνυμα πληροφορίες προς αξιολόγηση στις αστυνομικές αρχές.
Ανοίχτηκαν τα κιτάπια με τους αποφυλακισμένους εγκληματίες, αλλά κλείστηκαν σύντομα καθώς οι ερευνόμενοι παρουσίασαν ατράνταχτα άλλοθι. Από τη συλλογή μαρτυριών ερευνήθηκαν οι μειονοτικές ομάδες που συνηθίζουν να σκοτώνουν οικόσιτα ζώα για ενδοφυλετική αντεκδίκηση, αλλά είναι ανήκουστο για τα ήθη τους να πνίγουν κυνικά ξένες γυναίκες. Μπήκαν, ακόμη, στο μικροσκόπιο οι συνθέσεις αλλοδαπών συμμοριών, αλλά από τους συστηματικούς ελέγχους δεν προέκυψε τίποτα.
Ακόμα και ο Γεωργιανός κακοποιός που προσπάθησε να διαφύγει εκείνες τις μέρες από τα σύνορα και συνελήφθη κατόπιν εντάλματος -ταυτοποιημένος για ληστεία στο Πικέρμι όπου παραλίγο να ξεκάνει δυο γεροντάκια- αποδείχθηκε ότι δεν σχετιζόταν με το έγκλημα στα Γλυκά Νερά. Ο ίδιος, ωστόσο, ως τρόφιμος των Φυλακών Κορυδαλλού, επιχείρησε να δημιουργήσει ντόρο με τις καταγγελίες περί υποτιθέμενου βασανισμού του σε ιστότοπο της χώρας του, δυσφημώντας τις δημοκρατικές αξίες, τις συνταγματικές αρχές και το κράτος δικαίου της Ελλάδας.
Απέμειναν να υιοθετήσουν άκριτα τις απόψεις του περί βίαιης κακομεταχείρισης στην Ασφάλεια για να ομολογήσει τη δολοφονία της Καρολάιν όσοι φαντασιώνονται ότι στη χώρα λειτουργούν κολαστήρια τύπου ιρακινού Αμπού Γκράιμπ ή Γκουαντανάμο. Οπως κι αν έχει, πάντως, η επικήρυξη απέφερε μηδενικά αποτελέσματα που έρχονταν μελαγχολικά να προστεθούν στο ήδη ολοστρόγγυλο μηδέν των ερευνών.
Εντελώς ξαφνικά, τις ίδιες ώρες που η Αστυνομία στεκόταν αμήχανη μπροστά στην παντελή έλλειψη ευρημάτων στον χώρο του εγκλήματος, κόπηκαν μαχαίρι και τα τηλεφωνήματα με τις όποιες πληροφορίες. Απόλυτη σιωπή. Η «αποφορά» που ανέδυε η υπόθεση μάλλον άγγιζε ταχύτερα την όσφρηση των πιο ψυλλιασμένων. Είχε πλέον φτάσει η ώρα της απόλυτης ενεργοποίησης του εγχώριου CSI. Η συγκέντρωση και η ανάλυση των ψηφιακών πειστηρίων αποτέλεσε πρώτη προτεραιότητα.
Το ρολόι
Ο ίδιος ο Χρυσοχοΐδης άφησε το λιτά διακοσμημένο γραφείο του με μόνο καλλωπιστικό στοιχείο του τη γραφιστική αφίσα της Παγκόσμιας Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αναχώρησε από τον 7ο όροφο της Κατεχάκη. Μοίραζε πια τη μέρα και τη νύχτα του μεταξύ του Εγκληματολογικού της οδού Πέτρου Ράλλη και του Ανθρωποκτονιών στη ΓΑΔΑ. Εκεί που παλλόταν πλέον η καρδιά της εξιχνίασης του εγκλήματος.
Η καθημερινή παρουσία του ήταν καθοριστική προκειμένου να επιταχυνθούν οι διαδικασίες. Συγκαλούσε συσκέψεις, συμμετείχε καθημερινά σε συζητήσεις, άκουγε προσηλωμένος τις απόψεις των αξιωματικών, στήριζε, ενθάρρυνε, έδινε κίνητρα, παρείχε βοήθεια και εξασφάλιζε τα μέσα για αποδοτική δουλειά. Με τον ζήλο του διαμορφώθηκε μια ομάδα αστυνομικών αφοσιωμένη στον στόχο που είχαν θέσει. Ταυτόχρονα με το συνεργατικό της πνεύμα υπερέβαινε στεγανά, αντιζηλίες και ανταγωνισμούς μεταξύ των διάφορων τμημάτων. Η ολημερίς και ολονυκτίς δουλειά καρποφόρησε για να καταρριφθεί η θεωρία της ληστείας.
Οχι χωρίς στεναγμούς και οδύνες. Η μέρα που «μίλησε» το αποκρυπτογραφημένο smartwach της Καρολάιν ήταν συγκλονιστική για τους παρόντες. Το «έξυπνο» ρολόι στο χέρι της αποκάλυπτε πως η άτυχη νεαρή μάνα, ένα χαρούμενο κορίτσι με μωρό και σκύλο, κοιμόταν αμέριμνη καταγράφοντας 40 σφυγμούς. Στις 04.11 και 57 δευτερόλεπτα, η καρδιά της Καρολάιν Κράουτς έφτασε αυτομάτως στους 59 παλμούς, ενώ στα επόμενα λεπτά άγγιξε τους 80.
Αγχος, στρες, φόβος, δύσπνοια, ελάχιστο οξυγόνο στο αίμα, πανικός, παράλυση του αναπνευστικού συστήματος. Σύμφωνα με τα βιομετρικά στοιχεία, είχε ξεκινήσει η διαδικασία θανάτου της. Ο ιατροδικαστής περιέγραφε στους απόλυτα βουβούς και συγκλονισμένους παρευρισκόμενους ότι ο δράστης πίεζε με όλο του το βάρος το πρόσωπό της πάνω στο μαξιλάρι και το στρώμα. Η 20χρονη, στην προσπάθειά της να πάρει ανάσα, δάγκωσε και μάτωσε τη γλώσσα της.
Μέχρι τον θάνατό της από ασφυξία πέρασαν 10 λεπτά. Δέκα ολόκληρα λεπτά βίαιου, αργού και βασανιστικού θανάτου. Σκληροτράχηλοι αξιωματικοί, που έχουν αντικρίσει τα μύρια όσα δυσάρεστα, ταράχτηκαν, με τα μάτια τους να σπιθίζουν από οργή. Ψύχραιμα, κατά τα άλλα, στελέχη του υπουργείου βούρκωσαν. Νεαροί ένστολοι τεχνικοί έσφιξαν τις γροθιές τους μέχρι που τα ακροδάχτυλά τους πάνιασαν από την πίεση. Κανένας δεν έμεινε ανεπηρέαστος.
Κάποιοι είχαν μια μικρή αδελφή, μια κόρη, μια ανιψιά στην ηλικία του θύματος. Δεν θα το συγχωρούσαν στον εαυτό τους, στην οικογένειά τους, στη μνήμη της δύσμοιρης κοπέλας να διαφύγει τη σύλληψη και να μην παραδοθεί στη Δικαιοσύνη ο δράστης. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτός ο ίδιος ήταν που τοποθέτησε απάνθρωπα τη μικρή της κόρη δίπλα στη νεκρή. Ο Μπάμπης ο συζυγοκτόνος.
25 Ιουνίου 2021: Ο συζυγοκτόνος στις Φυλακές Κορυδαλλού
Καταγραφή βημάτων
Η απόδειξη εμπεδωνόταν από το κινητό τηλέφωνό του. Οι ειδικοί της ΕΛ.ΑΣ. ανέκτησαν τα ψηφιακά πειστήρια λειτουργώντας σαν χειρουργοί ή, καλύτερα, σαν πυροτεχνουργοί που απασφαλίζουν εκρηκτικές βόμβες. Κάθε στιγμή ελλόχευε ο κίνδυνος να σκάσει το λειτουργικό σύστημα του τηλεφώνου και να χαθεί κάθε πληροφορία.
Με ατέλειωτες ώρες λεπτοδουλειάς κατάφεραν να αποσπάσουν από αυτό καταγραφή βημάτων, αποστάσεων, μετακινήσεων μεταξύ των ορόφων, το χρονικό διάστημα που προσχεδιασμένα παρουσίαζε ότι ήταν δεμένος με χαμένες τις αισθήσεις του. Από τις 4 τα ξημερώματα έως και τις 6 το πρωί χρησιμοποιούσε κανονικά το κινητό του και το φόρτιζε. Το κλειδί είχε μπει στο λουκέτο.
Η Αστυνομία έκανε με κάθε λεπτομέρεια αυτοψία αναπαριστώντας τις κινήσεις του. Τόσα βήματα μετρημένα στη σοφίτα-κρεβατοκάμαρα, τόσα στις σκάλες, τόσα στο υπόγειο σε συγκεκριμένες και ακριβείς χρονικές στιγμές. Στην έκθεση του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών δεν υπήρχε περιθώριο παρερμηνείας. Αποτυπωνόταν πλήρως η δραστηριότητα του συζύγου το μοιραίο βράδυ.
Για να εξαντλήσουν κάθε πιθανότητα περιστατικού ληστείας, οι τεχνικοί της ΕΛ.ΑΣ. αγόρασαν πανομοιότυπες κάμερες παρακολούθησης με εκείνες που υπήρχαν στη μεζονέτα. Επιχείρησαν να αποσπάσουν την κάρτα μνήμης της και απρόσμενα η διαδικασία αφαίρεσής της τους πήρε δύο ολόκληρες ώρες.
Το πώς κατόρθωσαν οι υποτιθέμενοι αιμοβόροι ληστές, που μάλλον δεν ήταν ειδικοί, να κουβαλούν μαζί τους κατσαβίδι, ενώ ξέχασαν τη μονωτική ταινία, να τη βγάλουν σε λίγα λεπτά, ήταν ζήτημα που μόνο η σκόπιμη επεξεργασία του αφηγήματος του συζυγοκτόνου μπορούσε να συλλάβει. Προφανώς ο ίδιος «τύφλωσε» το σύστημα παρακολούθησης το οποίο θα κάρφωνε την ενοχή του. Μαζί με την αποκάλυψη και άλλων άστοχων μικρολεπτομερειών με τις οποίες προσπαθούσε να κουκουλώσει την αποτρόπαια πράξη του, η υπόθεση όδευε αμείλικτα σε μονόδρομο. Η ώρα της λύτρωσης και της κάθαρσης πλησίαζε.
Τίτλοι τέλους
Η επιχείρηση δρομολογήθηκε περίτεχνα από έμπειρους, μάχιμους αξιωματικούς της Αστυνομίας με ενημέρωση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου. Τον άφησαν να πάει στην Αλόννησο για το τρισάγιο στη μνήμη της Καρολάιν. Τον ακολουθούσε, χωρίς να το γνωρίζει, η «σκιά» του, ο επιφορτισμένος με την παρακολούθησή του αστυνομικός με πολιτική αμφίεση. Ο συζυγοκτόνος με τη μητέρα του θύματος Σουζάνα έμειναν αγκαλιασμένοι μερικά λεπτά κλαίγοντας και εκτονώνοντας τη συναισθηματική τους φόρτιση.
Η υποκρισία εμβόλιζε μια ανενδοίαστα ευτελή σαπουνόπερα στο φόντο ενός υπαρκτού δράματος που άφηνε ένα μωρό κοριτσάκι ορφανό με μητέρα νεκρή και φονιά της τον πατέρα του. Ηδη το σχέδιο της Αστυνομίας είχε προβλέψει την άφιξη αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. με ελικόπτερο στο νησί των Σποράδων για τη μεταγωγή του Μπάμπη στην Αθήνα.
Ολα έπρεπε να εκτελεστούν με πειθώ, ακρίβεια και λεπτότητα, καθώς υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο ο δράστης να την κοπανήσει, να αυτοκτονήσει ή, γιατί όχι, να δολοφονηθεί. Το ελικόπτερο επέστρεψε αμέσως στη βάση του και όλα όσα ειπώθηκαν στα ΜΜΕ περί μεταφοράς του εύπορου, ξανθού πιλότου στην Αθήνα με αυτό ήταν μούφα. Στην πραγματικότητα το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. είχαν να διαχειριστούν μια κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες αν κάτι στράβωνε στον αρχικό σχεδιασμό.
Το πλάνο προέβλεπε τη μεταφορά του με σκάφος του Λιμενικού, αλλά κάτι ένα πρόβλημα στην προπέλα, κάτι η έλλειψη ενός ανταλλακτικού στη μηχανή, ανάγκασε τις αστυνομικές αρχές να ενοικιάσουν ιδιωτικό ταχύπλοο κλειστού τύπου. Οταν οι τοπικές αστυνομικές δυνάμεις τον προσέγγισαν ζητώντας του να τους ακολουθήσει στο Αστυνομικό Τμήμα του νησιού τού ξεφούρνισαν, δασκαλεμένες, πως τάχα είχε προκύψει μια πάρα πολύ σοβαρή εξέλιξη, καθώς είχε δήθεν συλληφθεί στο αεροδρόμιο ένας ύποπτος, τον οποίο ήταν ο μόνος που τον είχε δει και μπορούσε να αναγνωρίσει.
Τον Μπάμπη τον έζωσαν τα φίδια, αλλά έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και αποχώρησε διακριτικά χωρίς σκηνές και τηλεφωνικές επικοινωνίες, καθώς οι κάμερες της τηλεόρασης παρακολουθούσαν βουλιμικά να αρπάξουν ένα στιγμιότυπο αντίστασής του. Μάταια, μια και είχε καλλιεργήσει τη φιγούρα του ψύχραιμου πλην τεθλιμμένου θύματος.
Στη διαδρομή οι ντόπιοι αστυνομικοί τού πέρασαν με ακατάληπτη αποκοτιά χειροπέδες, κάνοντας έξαλλους τους αξιωματικούς στην Αθήνα που παρακολουθούσαν εκ του μακρόθεν την εξέλιξη. Φωνάζοντας οργισμένοι, απαιτούσαν εν χορώ από τους συναδέλφους τους να του τις βγάλουν πάραυτα, επαναλαμβάνοντας σχεδόν ρυθμικά «δεν είναι ύποπτος!».
Τελικά τον οδήγησαν αποδεσμευμένο από «βραχιολάκια» στο λιμάνι και από εκεί στη Σκιάθο, όπου τον περίμενε ναυλωμένο ιδιωτικό αεροσκάφος. Με αυτό, συνοδεία των αξιωματικών, προσγειώθηκε σε ειδικό χώρο στο «Ελ. Βενιζέλος» και από εκεί, με αυτοκίνητο χωρίς εμφανή διακριτικά που να κάνει μπαμ ότι είναι «μπατσάδικο», τον οδήγησαν το μεσημέρι της Πέμπτης στη ΓΑΔΑ μέσω ανυποψίαστης εισόδου.
Ο καταυλισμός από κάμερες και οι αεικίνητοι ρεπόρτερ χαμπάρι δεν πήραν πότε έφτασε. Ο ίδιος, όμως, είχε πάρει πρέφα ότι το μέλλον του δεν θα ήταν φλου, έφτανε οριστικά το φινάλε. Στον 11ο όροφο ο Χαράλαμπος Αναγνωστόπουλος συναπάντησε τον γνώριμο χειριστή του και ξεκίνησαν άλλη μια μακρόσυρτη συζήτηση. Ούτε άλλος ύποπτος προς αναγνώριση υπήρχε, ούτε κάποια μυστήρια εξέλιξη που ζητούσε τη διευκρινιστική συμβολή του με καινούρια ερμηνεία. Οι τίτλοι τέλους έπεφταν σε ένα ρημαγμένο σκηνικό που υπογραμμιζόταν από τη φράση: «Ρε συ Μπάμπη, έχεις τίποτα να μας πεις;».
Ηταν μια δικαίωση για την ηγεσία της Αστυνομίας και του πολιτικού προϊσταμένου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Εδρασαν ταχύτατα, σχεδόν με παραφορά ζηλωτή για να εξιχνιάσουν ένα τερατωδώς σκυθρωπό έγκλημα, παρά τις κακοήθειες, τις μνησικακίες και τις υπονομεύσεις περί καθυστερήσεών τους. Επαλήθευσαν μέσα σε 37 ημέρες πως δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα, εναρμονιζόμενοι, προς καθησυχασμό της κοινωνίας, με τη ρήση του πατέρα του Σέρλοκ Χολμς, Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, που διαβεβαίωνε ότι «κατά κανόνα, όσο πιο παράξενο είναι ένα έγκλημα τόσο λιγότερο μυστηριώδες αποδεικνύεται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου