▼
Πέμπτη 29 Απριλίου 2021
Πρωτομαγιάτικες ζαβολιές
Πρωτομαγιάτικες ζαβολιές
Το ότι οι πρόγονοί μας ήταν τετραπέρατοι και ξεπερνούσαν με την ευφυΐα τους κάθε εμπόδιο, σας είναι ήδη γνωστό, καμιά φορά όμως και το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται…
Ο κ. Αρνιαδάκης είναι νέος, καθ’ όλα εν τάξει. Αξιοπρεπής, σοβαρός όταν πρέπει, και εύθυμος επίσης όταν πρέπει, γενναίος όταν δεν πρέπει και το αντίθετο όταν πρέπει, ευήθης όπου πρέπει και ευφυέστατος όπου δεν πρέπει, γαλαντόμος όπου δεν πρέπει και σφιχτοχέρης όπου πρέπει, και κατακτητής όταν πρέπει και δεν πρέπει.
Κατόπιν όλων αυτών των χαρισμάτων είναι φυσικό ο κ. Αρνιαδάκης να διαπρέπει, να έχει φίλους και προ πάντων φιλενάδες και να κάνει μεγάλη ζωή. Τίποτε άλλο.
Ο κ. Αρνιαδάκης τη παραμονή της Πρωτομαγιάς είχε ελαφρές στενοχώριες, καθ’ όσον διέθετε ερωμένη μεγάλων διαστάσεων (τρόπος του λέγειν) προς την οποίαν υπεσχέθη να φέρει μεγαλοπρεπή Μάη. Ατυχώς όμως αι υποθέσεις του ολόκληρη την ημέρα δεν πήγαν καλώς, ανωμαλίες πολλές του συνέβησαν και κατόρθωσε το βράδυ της Πρωτομαγιάς να μείνει με ένα μόνο τάληρο.
Γνωρίζετε τί τραγωδία είναι αυτή, φίλοι μου, για ένα άνθρωπο καθώς πρέπει, που σέβεται τον εαυτόν του, την ερωμένη του και τις παραδόσεις.
-Θα είναι μεγάλος ο Μάης; Τον ρώτησε η φίλη του.
-Μεγάλος αγάπη μου, της είχε απαντήσει ο κ. Αρνιαδάκης λίγο μελαγχολικός.
-Πολύ μεγάλος;
-Τεράστιος!
***
Και τώρα ο καθ’ όλα εν τάξει νέος ήταν γεμάτος αγωνία, καθ’ όσον δεν εύρισκε κανένα τρόπον να πραγματοποιήσει τη δοθείσα υπόσχεση.
Ευτυχώς, που λόγω αδιαθεσίας η εκλεκτή του δεν του πρότεινε να πιάσουν μαζί το Μάη. Διότι ο δυστυχής θα τα εύρισκε φοβερά σκούρα.
Συμβαίνει όμως το εξής: Όταν ο άνθρωπος έχει λίγη φαντασία και καλές εμπνεύσεις, δεν χάνεται ποτέ. Και επειδή ο άνθρωπος διέθετε και τα δύο σκέφθηκε ότι θα μπορούσε να προσφέρει στην εκλεκτή του τον καλύτερο Μάη της γειτονιάς χωρίς να πληρώσει πεντάρα.
Πήρε λοιπόν αργά γλυρω στα μεσάνυχτα τους δρόμους, κοίταζε ψηλά τις πόρτες των σπιτιών, όπου υπήρχε ποικίλο δειγματολόγιο μαγιάτικων στεφανιών. Το πρόγραμμα του ήταν να βουτήξει την κατάλληλη στιγμή το πιο βαρύτιμο.
Και δεν χρειάστηκε πολύς κόπος. Αφού περιφέρθηκε για μισή ώρα και εξέτασε όλα τα στεφάνια, κατέληξε σε ένα πραγματικά πολυτελές και τεράστιο, που κρεμότανε επάνω σε μια μεγάλη σιδερένια πόρτα.
-Αυτό θα της προσφέρω!... σκέφθηκε. Θα τρελαθεί από τη χαρά της.
Και αφού ο φιλότιμος νέος έκοψε μερικές βόλτες για να βεβαιωθεί ότι δεν τον έβλεπε κανείς, σκαρφάλωσε στην πόρτα, ξεκρέμασε με μύριες προφυλάξεις το στεφάνι και έλαβε την άγουσα προς την οικία της ερωμένης του.
Ένας πόλισμαν, που τον είδε στο δρόμο, του έκανε μίαν σύσταση:
-Κύριε, μην το κρεμάσετε το στεφάνι σας απόψε. Είναι πολύ ωραίο και κάτι παλιόπαιδα, που συνήθως γυρνάνε αυτή τη νύχτα, μπορεί να σας το κλέψουν!
-Όχι, όχι!... μην ανησυχείτε, κύριε…
***
Η φίλη του κ. Αρνιαδάκη μόλις είδε το μεγαλοπρεπή Μάη πήδησε από χαρά.
-Χρυσέ μου! Αγάπη μου! Τί Μάης ειν’ αυτός. Τί ωραίος! Τί ωραία τριαντάφυλλα! Θα τρελαθώ! Μά, μά, μά… -είναι ο θόρυβος των φιλημάτων τα «μά». Αχ θα τον κρεμάσω τώρα, τώρα!
Ο γαλαντόμος κ. Αρνιαδάκης ρίγησε.
-Να τον κρεμάσεις στη μέσα πόρτα.
-Στη μέσα; Αστειεύεσαι; Στην εξώπορτα, να τον δει και ο κόσμος!
Ο καλός φίλος επέμενε:
-Μα όχι, όχι!... Θα μας τον κλέψουν!
-Αστειεύεσαι, χρυσέ μου; Τέτοιο στεφάνι και να το σκλαβώσω; Θα το κρεμάσω και τώρα μάλιστα. Έτσι κάνουμε κάθε φορά για το καλό του χρόνου. Μην ανησυχείς. Δεν μας το κλέβει κανείς. Τόσο ταπεινοί και βρωμεροί λωποδύτες να κλέβουν στεφάνια, δεν μπορεί να υπάρχουν!
Ο κ. Αρνιαδάκης ξεροκατάπινε:
-Όπως θέλεις…
Και αφού ασπάσθηκε τρέμοντας την ερωμένη του, την βοήθησε και κρέμασαν στην εξώπορτα το κλεμμένο στεφάνι.
-Φτου να πάρει ο διάβολος –είπε από μέσα του ο κ. Αρνιαδάκης. Να το είχα παρμένο τουλάχιστο από άλλη γειτονιά… Τώρα ο Θεός να βάλει το χεράκι του!
***
Το πρωί της Κυριακής το σπίτι της εκλεκτής του αναστατωνόταν από νευρικά χτυπήματα. ‘Εντρομη η φίλη του τινάχτηκε και βγήκε στο παράθυρο. Δύο άνδρες αγριωποί ωρυόντουσαν:
-Παλιοκλέφτες! Παλιολωποδύτες! Δεν ντρεπόσαστε! Δεν έχετε φιλότιμο! Να κλέβετε τα στεφάνια από τα ξένα σπίτια Φτου σας!
Η γυναίκα έμεινε κατάπληκτη. Η γειτονιά αγουροξυπνημένη άνοιξε τα παράθυρα και παρακολουθούσε τους μαινόμενους ανθρώπους.
Ένας πόλισμαν κατέφθασε:
-Να το στεφάνι μας κύριε πόλισμαν! Δικό μας είναι! Χθες το βράδυ το αγοράσαμε και το κρεμάσαμε! Μας το κλέψανε αυτοί οι λωποδύτες τη νύχτα.
Και υπό τη γενική καζούρα, το στεφάνι ξεκρεμάστηκε.
Η φίλη του κ. Αρνιαδάκη δικαιολογήθηκε στον πόλισμαν ότι ήταν εν αγνοία του κρεμάσματος του στεφανιού.
Όσο για τον ίδιο, αυτός πληροφορηθείς τα διατρέξαντα δεν τόλμησε μέχρι στιγμής να εμφανιστεί στο σπίτι της ερωμένης του…
(Βασισμένο σε Πρωτοχρονιάτικο αφήγημα στα ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ, 1932)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου