Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

ΠτΔ για το trafficking: Η αδιαφορία μας είναι η πιο σκληρή υποκρισία

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας απηύθυνε ομιλία στη Βουλή στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Εμπορίας Ανθρώπων - «Δεν πρόκειται για φαινόμενο μακρινό και εξωτικό, αλλά αγγίζει ανθρώπους δίπλα μας, τους πιο ευάλωτους, αδύναμους και άτυχους από εμάς»
Στο ζήτημα του trafficking αναφέρθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων. Παρών στη συνεδρίαση ήταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασούλας καθώς και οι συναρμόδιοι υπουργοί της κυβέρνησης.

«Σήμερα υπάρχουν 27 εκατομμύρια σύγχρονοι σκλάβοι σε ολόκληρο τον κόσμο και ελάχιστα θύματα, διασώζονται από τις Αρχές, ενώ εξαιρετικά περιορισμένος είναι και ο αριθμός των δουλεμπόρων που διώκονται και καταδικάζονται», τόνισε η κυρία Σακελλαροπούλου, εξηγώντας ότι η εμπορία ανθρώπων δεν συναρτάται μόνο με τη δυσχέρεια της καταστολής του, αλλά και με τις κοινωνικές ανισότητες και προκαταλήψεις, ιδίως τη δική μας ανοχή.

«Δεν πρόκειται για φαινόμενο μακρινό και εξωτικό, αλλά αγγίζει ανθρώπους δίπλα μας, τους πιο ευάλωτους, αδύναμους και άτυχους από εμάς», επισήμανε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, προσθέτοντας ότι η οικονομική κρίση και η πανδημία του κορονοϊού επιτείνουν τις ανισότητες και δημιουργούν συνθήκες ύφεσης, με αποτέλεσμα την έξαρση της εμπορίας.




«Σε συνθήκες ανέχειας, τα θύματα συνιστούν παθητικούς δέκτες της εκμετάλλευσής τους. Άνθρωποι που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες, πολέμους και διωγμούς, και βρίσκονται σε καθεστώς ακραίας ένδειας, γίνονται εύκολα έρμαια κάθε επιτήδειου που τους υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κ. Σακελλαροπούλου προέταξε την ανάγκη προστασίας, περίθαλψης και αλληλεγγύης προς τα θύματα, όπως και τη βιώσιμη κοινωνική ενσωμάτωση των πλέων ευάλωτων, όπως οι πρόσφυγες και κυρίως οι ασυνόδευτοι ανήλικοι.



Η αντιμετώπιση του προβλήματος, ανέφερε, «προϋποθέτει την καθολική αναγνώριση και την επίγνωση της βαρύτητάς του, ιδίως τη συνειδητοποίηση ότι δεν πρόκειται για φαινόμενο μακρινό και εξωτικό, αλλά ότι αγγίζει ανθρώπους δίπλα μας, τους πιο ευάλωτους, αδύναμους και άτυχους από εμάς. Γυναίκες και μικρά παιδιά, μετανάστες και άποροι, γίνονται καθημερινά αντικείμενα διακίνησης, με στόχο τη σεξουαλική εκμετάλλευση, την καταναγκαστική εργασία, την εξώθηση στην παρανομία και κάθε άλλη μορφή εργαλειοποίησης».

Μάλιστα, υπογράμμισε ότι «η αδιαφορία μας είναι η πιο σκληρή υποκρισία και απαξίωση και απαξίωση, όχι μόνο της ζωής των ανθρώπων αυτών, αλλά και της δικής μας ελευθερίας».



Αναλυτικά, η ομιλία της Προέδρου της Δημοκρατίας:

Η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων εντάσσεται από τα τέλη της δεκαετίας του 90 στις προτεραιότητες των διεθνών, ευρωπαϊκών και διακυβερνητικών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, με νομικό έρεισμα μία σειρά διεθνών και ευρωπαϊκών συνθηκών.

Η διεθνής κοινότητα, σε στενή συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών, σφυρηλάτησε σταδιακά μία ολιστική και συνεκτική πολιτική κατά της σύγχρονης δουλείας, με βασικό εργαλείο το διεθνές δίκαιο. Η πλειοψηφία των κρατών συμμορφώθηκε στις διεθνείς συμβάσεις και εκπόνησε σχετικά εθνικά σχέδια δράσης. Σύμφωνα με στοιχεία των διεθνών οργανισμών, υπάρχουν σήμερα 27 εκατομμύρια σύγχρονοι σκλάβοι σε ολόκληρο τον κόσμο. Ελάχιστα θύματα, όμως, διασώζονται από τις αρχές, ενώ εξαιρετικά περιορισμένος είναι και ο αριθμός των δουλεμπόρων που διώκονται και καταδικάζονται. Για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο την αποφασιστική αντιμετώπιση μιας διάχυτης «κουλτούρας ατιμωρησίας» απέναντι στο έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων.

Είναι αλήθεια ότι η εμπορία ανθρώπων συνιστά ένα δυσδιάκριτο και δυναμικό φαινόμενο. Η εγκληματική δράση είναι κατακερματισμένη, με τη συμμετοχή και συνενοχή ποικίλλων διαμεσολαβητών. Τα θύματα πωλούνται διαδοχικά σε νέους ιδιοκτήτες, ενώ συχνά αγνοούν το νομικό πλαίσιο και δεν συνειδητοποιούν την κατάσταση εμπορίας τους. Η συνεργασία τους με τις Αρχές είναι προβληματική και η πληροφόρηση της κοινωνίας για το έγκλημα ελλιπής, με αποτέλεσμα να καθίσταται περίπλοκη η ανακάλυψη της αλυσίδας των δραστών και η δίωξή τους, καθώς και ο εντοπισμός των θυμάτων για την αρωγή και την προστασία τους.

Η εμπορία ανθρώπων είναι δυστυχώς μία επιχείρηση υψηλής ζήτησης, τόσο σε υπηρεσίες, όσο και σε παραγόμενα προϊόντα. Οργανωμένα κυκλώματα, αλλά και μεμονωμένοι δράστες, αποκομίζουν τεράστια κέρδη αντιμετωπίζοντας, αναλογικά, ελάχιστο κίνδυνο. Εκτιμάται ότι πρόκειται για την τρίτη πιο επικερδή δραστηριότητα μετά το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων. Εκτείνεται από τις κλειστές πόρτες παράνομων οίκων ανοχής μέχρι τα εργοστάσια ένδυσης και τα χωράφια, από τα οικοδομικά εργοτάξια μέχρι τις βιομηχανίες, τις υπηρεσίες και τον τουρισμό.

Το πρόβλημα της εμπορίας δεν συναρτάται μόνο με τη δυσχέρεια της καταστολής του, αλλά και με τις κοινωνικές ανισότητες και προκαταλήψεις, ιδίως τη δική μας ανοχή. Τα θύματα είναι δίπλα μας. Τα συναντάμε στους δρόμους, τα χωράφια, τις αλυσίδες παραγωγής˙ χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, νοσηλεύονται στα νοσοκομεία. Η ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών φέρνει στη χώρα μας ακόμη περισσότερους ευάλωτους ανθρώπους, ενώ είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στα θύματα εμπορίας ανθρώπων (trafficking) και εκείνα της παράνομης διακίνησης (smuggling). Απέναντι στη δήθεν ενσωμάτωση που προσφέρει στους κατατρεγμένους το οργανωμένο έγκλημα, μέσω της στρατολόγησής τους στην παρανομία και την εργασία σε συνθήκες εξαθλίωσης, η Πολιτεία μας οφείλει να προτάξει την προστασία, την περίθαλψη και την αλληλεγγύη προς τα θύματα, καθώς και τη βιώσιμη κοινωνική ενσωμάτωση των πλέον ευάλωτων, όπως οι πρόσφυγες και ιδιαίτερα οι ασυνόδευτοι ανήλικοι. Πρέπει να καλλιεργήσουμε τη συνείδηση της μηδενικής ανοχής στη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχονται από θύματα εκμετάλλευσης και να εμπλουτίσουμε την πολιτική μας με πολλαπλές συνέργειες σε επίπεδο δημόσιας διοίκησης, αυτοδιοίκησης, ιδιωτικής πρωτοβουλίας και κοινωνίας των πολιτών.

Το εθνικό νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων είναι πλήρως εναρμονισμένο με τις σχετικές διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις και Οδηγίες. Σύμφωνα με την αρχή της παγκόσμιας Δικαιοσύνης, η ελληνική νομοθεσία προβλέπει την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσης της πράξης, ακόμη δηλαδή και αν η πράξη της εμπορίας έλαβε χώρα στην αλλοδαπή. Η Ελλάδα, με βάση την Οδηγία 2011/36 (Ν. 4198/2013), συνέστησε στο Υπουργείο Εξωτερικών το Γραφείο του Εθνικού Εισηγητή για την καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων. Επίσης, μέσω της εθνικής συντονιστικής της Αρχής για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, η χώρα μας συνεργάζεται με όλα τα ευρωπαϊκά όργανα, τους διεθνείς οργανισμούς και υπηρεσίες που εξειδικεύονται στην αντιμετώπιση του ζητήματος.

Η οικονομική κρίση και η πανδημία του κορωνοϊού επιτείνουν τις ανισότητες και δημιουργούν συνθήκες ύφεσης, με αποτέλεσμα την έξαρση της εμπορίας. Σε συνθήκες ανέχειας, τα θύματα συνιστούν παθητικούς δέκτες της εκμετάλλευσής τους. Άνθρωποι που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες, πολέμους και διωγμούς, και βρίσκονται σε καθεστώς ακραίας ένδειας, γίνονται εύκολα έρμαια κάθε επιτήδειου που τους υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον. Η εμπορία ανθρώπων ριζώνει στα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα του κόσμου μας: τις ένοπλες συρράξεις, τις φυσικές καταστροφές και την κλιματική αλλαγή, τη φτώχεια, τους αποκλεισμούς και τους εκτοπισμούς. Παραβιάζει βάναυσα την ηθική υπόσταση και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και προσβάλλει στην καρδιά του τον πολιτισμό μας. Κανείς μας δεν μπορεί να εκπίπτει σε αναλώσιμο πράγμα, ανεξαρτήτως των συνθηκών. Στα θύματα της εμπορίας καθρεφτίζεται η μεγαλύτερη παρακμή της ίδιας της ανθρώπινης συνθήκης μας και μάλιστα σε κοινωνίες που κατοχυρώνουν την προστασία των δικαιωμάτων και περιβάλλουν το άτομο με αυξημένες εγγυήσεις ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης. Η αντιμετώπιση του προβλήματος προϋποθέτει την καθολική αναγνώριση και την επίγνωση της βαρύτητάς του, ιδίως τη συνειδητοποίηση ότι δεν πρόκειται για φαινόμενο μακρινό και εξωτικό, αλλά ότι αγγίζει ανθρώπους δίπλα μας, τους πιο ευάλωτους, αδύναμους και άτυχους από εμάς. Γυναίκες και μικρά παιδιά, μετανάστες και άποροι, γίνονται καθημερινά αντικείμενα διακίνησης, με στόχο τη σεξουαλική εκμετάλλευση, την καταναγκαστική εργασία, την εξώθηση στην παρανομία και κάθε άλλη μορφή εργαλειοποίησης. Η αδιαφορία μας είναι η πιο σκληρή υποκρισία και απαξίωση, όχι μόνο της ζωής των ανθρώπων αυτών, αλλά και της δικής μας ελευθερίας.

Ας σταθεί σήμερα η Παγκόσμια ημέρα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων αφορμή για τη διαρκή επαγρύπνησή και δέσμευσή μας στον αγώνα κατά της απάνθρωπης εκμετάλλευσης. Θεωρώ αυτονόητο, ηθικό, πολιτικό και ανθρώπινο καθήκον μου να συνδράμω, με όλες μου τις δυνάμεις, σε αυτή την προσπάθεια. Θα ήθελα να κλείσω τον χαιρετισμό μου αυτό με τη φράση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: "Στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας, αλλά τη σιωπή των φίλων μας”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου