Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Ελένη Παπαδάκη: Ποιοι την σκοτώνουν ξανά σήμερα

Η μυθιστορηματική ζωή μιας ιέρειας της υποκριτικής τέχνης, το μεγαλείο της οποίας προκάλεσε θαυμασμό στο κοινό, αλλά και μίσος και ζήλια στο σινάφι της, το οποίο
εκμεταλλεύτηκε τις ιδεολογικές εντάσεις της εποχής για να γίνει ηθικός αυτουργός στην εξόντωσή της - Οταν ήρθε η ώρα της δικαίωσης, αυτά τα σκοτεινά πάθη ξύπνησαν υπενθυμίζοντας ότι το φυτώριο της εθνικής διχόνοιας θα διψά πάντα για αλληλοσπαραγμό
Ξαφνικά το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) αντέδρασε με σφοδρότητα κατά της απόφασης του νέου διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη να δοθεί το όνομα μιας εμβληματικής προπολεμικής ηθοποιού σε μια θεατρική σκηνή. Με αφορμή την αντιπαράθεση που ξέσπασε, το λιγότερο που μπορεί να αναρωτηθεί κανείς είναι μέχρι πού φτάνει ο φθόνος, η μικρότητα, η πόλωση και ο διχασμός που πυροδοτεί ακόμη και σήμερα μια μερίδα ανθρώπων για μια γυναίκα όπως η Ελένη Παπαδάκη, η οποία δολοφονήθηκε χωρίς οίκτο πριν από 75 χρόνια.
Δεκέμβρης 1944. Μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας. Εκείνες τις χαοτικές και αιματοβαμμένες μέρες, το μακελειό της «Ματωμένης Κυριακής» της 3ης Δεκέμβρη αφήνει 21 νεκρούς και 140 τραυματίες από πυρά αστυνομικών δυνάμεων εναντίον του πλήθους που διαδηλώνει στο Σύνταγμα. Την επομένη, μετά τις κηδείες των διαδηλωτών, νέο χτύπημα αφήνει 34 νεκρούς και 69 τραυματίες στην Ομόνοια. Τρεις μέρες μετά, βρετανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν συνοικίες της Αθήνας, ενώ ο μπαρουτοκαπνισμένος ένοπλος ΕΛΑΣ επιτίθεται στις γειτονιές που ελέγχει εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων για τον αφοπλισμό της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής. Μόλις ενάμιση μήνα μετά την Απελευθέρωση, συλλογικός παροξυσμός, σχιζοειδής παράνοια, διχαστικό μίσος, ασύμμετρη βία και τρομοκρατικά έκτροπα απλώνονται σαν θανατηφόρα αποφορά πάνω από τις φριχτές βαρβαρότητες και τις σφαγές που πραγματοποίησαν οι δυνάμεις κατοχής. Αυτοκαταστροφική δυσωδία σκεπάζει εξαθλιωμένους πολίτες, θύματα της πείνας, άστεγους πυρπολημένων χωριών, χαροκαμένους συγγενείς των ανατριχιαστικά κρεμασμένων και εκτελεσμένων από τους ναζί και τους ντόπιους συνεργάτες τους στη μέχρι χθες κιόλας υπόδουλη Ελλάδα. Σε μια ρημαγμένη χώρα που μοιάζει να της έχουν στερέψει πλέον τα δάκρυα, ξεκινούν νέα μοιρολόγια σε ένα ζοφερό τοπίο στο οποίο αλωνίζουν η υστεροβουλία, η σκοπιμοθηρία, η μνησικακία, τα αντίποινα. Και αναπόφευκτα, το θερίζει ολέθριος ο θάνατος.










Τα «αμαρτήματα»





Εκείνες τις ώρες η ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών), κομματική οργάνωση του ΚΚΕ, άμεσα υπαγόμενη στην καθοδήγηση του Πολιτικού του Γραφείου, πρωτοστατεί με διάφορα προσχήματα και στυγερό χέρι σε μαζικές εκτελέσεις αντιφρονούντων. Ανάμεσα στα θύματά της η σπουδαία ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία έγινε το πλέον επώνυμο θύμα των Δεκεμβριανών.




Το μόνο βέβαιο στην περίπτωσή της είναι ότι δεν υπήρξε κατάσκοπος, καταδότρια, δωσίλογος, μαυραγορίτισσα, πόρνη των ναζί, ηθική ή φυσική αυτουργός εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ηταν μια γυναίκα που έσωσε ζωές αντιστασιακών και ως ανταπόδοση της πατριωτικής της δράσης εκτελέστηκε με ανελέητη νοσηρότητα. Τα «αμαρτήματά» της για τους εμπαθείς δολοφόνους της συμπυκνώνονταν σε μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού «ανομήματα».




Προερχόταν από εύπορη οικογένεια, ήταν απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, είχε τιμηθεί προπολεμικά με έπαινο από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β’, «διά τας εις το ελληνικόν θέατρον εξαιρέτους αυτής υπηρεσίας» και, το χειρότερο, η οικογένειά της διατηρούσε μακροχρόνια φιλική σχέση με τον εγκάθετο, διορισμένο επί Κατοχής από τους Γερμανούς πρωθυπουργό και μισητό «Κουίσλιγκ», Ιωάννη Ράλλη. Αυτομάτως είχε καταχωρηθεί στην «αντίδραση» της άρχουσας τάξης από τη σκληροπυρηνική μερίδα της Αριστεράς εκείνης της εποχής. Και από τη στιγμή που μπήκε στο στόχαστρό της χαρακτηρισμένη «ταξική εχθρός», έπρεπε να εξοντωθεί σωματικά αφού προηγουμένως σπιλωθεί και ηθικά.




Από το συρτάρι των αστικών αναμνήσεων ο θρύλος της συγκλονιστικής προπολεμικής ηθοποιού ανασύρεται αναπόδραστα χάρτινος. Από φωτογραφίες και μόνο έντυπα προγράμματα θεατρικών παραστάσεων, καθώς και από προφορικές αφηγήσεις και μαρτυρίες που πέρασαν από γενιά σε γενιά. Δεν πρόλαβε στη σύντομη ζωή της να κληροδοτήσει ως ολοκληρωμένη καλλιτέχνις πλούσια οπτικοακουστικά ντοκουμέντα της απαράμιλλης τέχνης της.





Μία και μοναδική φορά, το 1931, η Ελένη Παπαδάκη εμφανίστηκε στον κινηματογράφο πρωταγωνιστώντας στην καλλιτεχνικά μέτρια βωβή ταινία του Ιωάννη Λούμου «Στέλλα Βιολάντη, η ψυχή του πόνου», που βασιζόταν στο ομώνυμο διήγημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Το πάθος της ήταν το θεατρικό σανίδι. Πάνω σε αυτό χάρισε στο κοινό υψηλού επιπέδου ερμηνείες με γήινη αμεσότητα, πολύμορφη εκφραστικότητα, θαυμαστό ένστικτο και αλάνθαστη σκηνική παρουσία. Οι κριτικές την αποθέωναν, το κοινό παραληρούσε στις παραστάσεις.




Γεννημένη πρωταγωνίστρια




Γεννημένη στις 4 Νοεμβρίου του 1908 στην οδό Ιπποκράτους 70 στην Αθήνα, εκεί όπου στεγάζεται σήμερα η Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν». Από την πλευρά της μητέρας της Κατερίνας είναι εγγονή του καθηγητή Πανεπιστημίου Στυλιανού Κωνσταντινίδη ενώ ο πατέρας της Νικόλαος Παπαδάκης είναι ανώτερος υπάλληλος της Ιονικής Τράπεζας.




Από τα 17 της συμμετέχει σε διάφορους θιάσους με αξιοπρόσεκτη παρουσία που κερδίζει αθρόα τα χειροκροτήματα για τις ερμηνείες της σε ρόλους κατά τις συνεργασίες της με την Κυβέλη, την Κοτοπούλη, τον Βεάκη, τον Δενδραμή, τον Παππά. Το 1932 η ταλαντούχα Ελένη προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο που είχε μόλις επανασυσταθεί. Εκεί μέχρι το τέλος της ζωής της αποδίδει συγκλονιστικά πρωταγωνιστικούς ρόλους που αφήνουν εποχή.




Στο Εθνικό έρχεται αντιμέτωπη με ίντριγκες, παρασκήνια και κλίκες που την παραγκωνίζουν αρχικά κατά τη διανομή των πρωταγωνιστικών ρόλων. Η αξιοκρατικά μεγάλη ηθοποιός Κατίνα Παξινού με τη βοήθεια του συζύγου της Αλέξη Μινωτή είναι σκληρή ανταγωνίστριά της για την πρωτοκαθεδρία στο θεατρικό στερέωμα. Η Παπαδάκη αντιμετωπίζει το «πριόνισμα» που υφίσταται με αξιοπρέπεια. Είναι αρκετά φιλάρεσκη και μάλλον ιδιαίτερα σνομπ ώστε να μπλέξει σε καλλιτεχνικές διαμάχες και διαγωνισμούς. Εως ότου, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, με την αναβίωση των παραστάσεων του αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και έπειτα, καταξιώνεται πλέον και ως μεγάλη τραγωδός, ξεχωρίζοντας με τη δύναμη της καλλιεργημένης στο Ωδείο αλλά και ταυτόχρονα πηγαίας κοντράλτο φωνής της.




Δεν αρέσουν καθόλου η επιτυχία της και οι ύμνοι της κριτικής στους εχθρούς της μέσα στον στενό καλλιτεχνικό κύκλο. Διάσημοι ηθοποιοί της εποχής τη ζηλεύουν για το ταλέντο της και ασημαντότητες τη μισούν επειδή κοινό και κριτικοί τη θαυμάζουν. Οταν ξεσπάει πια κατακλυσμιαία ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος και κατόπιν έρχεται η Κατοχή, η ίδια βρίσκεται βομβαρδισμένη από κακοήθειες να ανεβαίνει τον δικό της ιδιότυπο Γολγοθά. Μπαίνει στο στόχαστρο ενός εθνικιστικού, φιλομοναρχικού εντύπου ονόματι «Ελληνικόν Αίμα», το οποίο της επιτίθεται λυσσαλέα. Της χρεώνει ότι είναι ο γεροντικός έρωτας του μισητού στην εξαθλιωμένη ελληνική κοινωνία «Κουίσλιγκ» πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη. Ανακοινώνει, δε, ως τετελεσμένο γεγονός τον τέταρτο γάμο του Ράλλη με την Παπαδάκη!







Με τον επί επτά χρόνια αγαπημένο της, Σαμ Μπράντενμπουργκ









Το ότι ο Ράλλης έχει 27 χρόνια διαφορά με την ηθοποιό είναι επουσιώδες θέμα. Το ότι η τρίτη σύζυγος του επικεφαλής της δωσίλογης κυβέρνησης, μια Ρωσίδα αρτίστα, είναι νεαρή και όμορφη, κρίνεται αδιάφορο. Το ότι η ώριμη, 40χρονη τότε, Παπαδάκη διατηρεί μακροχρόνια σχέση με τον εβραίο αρχιμουσικό της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Σαμ Μπράντενμπουργκ, τον οποίο κρύβει στο πατρικό της καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, αξιολογείται από την έντυπη πατσαβούρα ως ασήμαντη λεπτομέρεια. Δεν πρόκειται για στενοκεφαλιά περιθωριακών συντακτών, αλλά για ύπουλο και προμελετημένο σχέδιο πρώτα ηθικής απαξίωσης και κατόπιν φυσικής εξόντωσης της ηθοποιού. Η ίδια αμέριμνη αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού τις συκοφαντίες δίχως επίγνωση των σοκαριστικών αγριοτήτων που σύντομα θα προκύψουν.




Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, τον Οκτώβριο του 1944, με την ελληνική σημαία να κυματίζει και πάλι στον Παρθενώνα, εκεί που ανέμιζε η απεχθής σβάστικα, τα ανεκτόνωτα ιδεολογικά πάθη και οι αντιπαραθέσεις ξαναφουντώνουν. Μόλις οκτώ μέρες από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, στην οδό Σατωβριάνδου 52Α, ανάμεσα στην πλατεία Βάθη και το κτίριο του Εθνικού Θεάτρου, το διοικητικό συμβούλιο του ΣΕΗ συνεδριάζει εκτάκτως. Θέμα της ημερήσιας διάταξης η «Πρόταση διαγραφής Ελλήνων ηθοποιών που πρόδωσαν τον ιερό εθνικό ελληνικό αγώνα». Την εισήγηση κάνει οπερετικά, πιεσμένος από το Κόμμα, ο αριστερός ηθοποιός του μουσικού θεάτρου Σπύρος Πατρίκιος, πατέρας του γνωστού ποιητή Τίτου Πατρίκιου. Στην πραγματικότητα, το Δ.Σ. πρόκειται να συμφωνήσει πραξικοπηματικά στις προγραφές των «αντιδραστικών», δηλαδή των φημολογούμενων ή υπαρκτών συνεργατών των Γερμανών, που ήδη έχουν καταρτίσει οι ηγεσίες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.




Η απόφαση επικυρώνεται περίπου έναν μήνα αργότερα στη γενική συνέλευση του σωματείου στο παλιό Θέατρο Διονύσια (ιδιοκτησίας του Κώστα Θεοδωρίδη, δεύτερου συζύγου της Κυβέλης) στο Σύνταγμα. Η συνέλευση μετατρέπεται σε λαϊκό δικαστήριο για να διαγραφούν από το σωματείο και να στερηθούν κάθε δικαιώματος να εργάζονται στο ελληνικό θέατρο «οι 14 προδόται ηθοποιοί», όπως τους χαρακτηρίζουν οι εφημερίδες της εποχής. Σε οξυμένο κλίμα έντασης και φανατισμού, μερικοί αφιονισμένοι ιδεολογικά ηθοποιοί -αρκετοί, είναι αλήθεια, έχουν βιώσει με ανιδιοτέλεια και αγωνιστική αυταπάρνηση μαρτυρικά στο πετσί τους τις οδύνες της Κατοχής- παρεκτρέπονται. Φωνάζουν «κρεμάλα στους δωσίλογους» και «θάνατος στην πουτάνα των Γερμανών, Παπαδάκη».




Η καταδίκη




Η ίδια δεν παρευρίσκεται στη συγκέντρωση. Εχει ήδη στείλει ιδιόχειρη επιστολή με μελάνι βυθισμένο μέσα στην αστική αβρότητα, όπου με πολύ σικ στυλ διατυπώνει ότι το «κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της Κατοχής υπήρξεν “αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής” δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι». Ακόμη και οι μη προσκείμενοι φιλικά στην ίδια. Κρατάει, άλλωστε, ντοκουμέντα, σημειώματα και επιστολές σύμφωνα με τις οποίες έχει βοηθήσει πραγματικά και σώσει ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά 32 αντιστασιακούς από το εκτελεστικό απόσπασμα, τα κρατητήρια και τις φυλακές των Γερμανών.




Εχει διαπιστωμένα σώσει κυριολεκτικά από τον θάνατο Ελληνες πατριώτες, εβραίους, κομμουνιστές, όπως ο γιος του βιβλιοπώλη Ελευθερουδάκη και ο γιατρός Γεώργιος Μουστρούφας, μετέπειτα στέλεχος της Κυβέρνησης του Βουνού, υπό τον υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας και Παιδείας, ακαδημαϊκό Πέτρο Κόκκαλη. Εχει κινητοποιήσει γι’ αυτό τον σκοπό κατά τη διάρκεια του κατοχικού ζόφου τις άκρες της όπως ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο δήμαρχος Αθηναίων Αγγελος Γεωργάτος, ο διοικητής της Αστυνομίας, αρχηγός Αγγελος Εβερτ, ζητάει χάρες από τον ίδιο τον δωσίλογο πρωθυπουργό της διορισμένης κυβέρνησης της ναζιστικής «Ελληνικής Πολιτείας» Ιωάννη Ράλλη. Την αχαριστία, πάντως, των σωτήρια ευνοηθέντων από την ίδια συναδέλφων της την αντιλαμβάνεται με πικρία από όσα της μεταφέρθηκαν από εκείνη την αξιοθρήνητη συνέλευση.










Η Κατίνα Παξινού με την Ελένη Παπαδάκη και τον Κωστή Μπαστιά, σε λήψη της αγγλικής τηλεόρασης το 1939
Ο ηθοποιός Γεώργιος Γληνός που γλίτωσε το απόσπασμα χάρη σε μεσολάβησή της ζητάει επίμονα τη διαγραφή της. Ο επίσης αντιστασιακός ηθοποιός Φρίξος Θεοφανίδης ομολογεί μεν ότι «αν είμαι ζωντανός, το οφείλω στην Παπαδάκη», ψηφίζει δε τη διαγραφή της «γιατί δεν είναι άξια Ελληνίδα!». Η Μιράντα Μυράτ, ετεροθαλής αδελφή του Δημήτρη Μυράτ, ο οποίος ήταν γραμματέας του ΕΑΜ Θεάτρου, παρεκτρέπεται σε μοχθηρά εκδικητικό υβρεολόγιο κατά της Παπαδάκη, παρότι, υποτίθεται, ήταν φίλη και γειτόνισσά της.

Αργότερα η φανατικά προσβλητική υβρίστριά της θα μετανοήσει επειδή «παρασύρθηκε» από τους κομμουνιστές, αλλά για την αντιζηλία της με την Παπαδάκη δεν θα ψιθυρίσει ούτε μία κουβέντα. Στην ίδια συνέλευση κάτι ψελλίζουν υπέρ της «κατηγορούμενης» οι προπολεμικοί ζεν πρεμιέ Γιώργος Παππάς και Νίκος Δενδραμής, αλλά οι φωνές τους χάνονται μέσα στη χλαπαταγή ενός πρώιμα θλιβερού εμφυλιοπολεμικού κλίματος. Στη μέση της μισοφωτισμένης σκηνής του θεάτρου, πλάι σε ένα ετοιμόρροπο τραπεζάκι, κάθονται σαν σκοτεινές ιεροεξεταστικές φιγούρες τα βλοσυρά μέλη του προεδρείου Θεόδωρος Μορίδης, Σπύρος Πατρίκιος, Χρήστος Τσαγανέας, Πάνος Καραβουσάνος, άπαντες ΕΑΜίτες. Ξεχωρίζει ανάμεσά τους ο γίγαντας της υποκριτικής τέχνης, Αιμίλιος Βεάκης.
Αυτός ο δημοκράτης, ανθρωπιστής, όπως αυτοαποκαλούνταν, και αναγνωρισμένος ως ολοκληρωμένος ηθοποιός δεν τολμάει να βγάλει μιλιά για τον άδικο στιγματισμό της πρώην συμπρωταγωνίστριάς του στο Εθνικό Θέατρο, την οποία δημοσίως έχει επαινέσει και χειρόγραφα εξομολογηθεί ότι τη θαυμάζει. Αργότερα, μετά τα Δεκεμβριανά, ενόσω η Παπαδάκη θεωρούνταν ακόμη αγνοούμενη, το «ιερό τέρας του θεάτρου» ακολουθώντας στα Δερβενοχώρια την υποχώρηση του ΕΛΑΣ - που έσερνε μαζί του στη χιονισμένη ύπαιθρο εκατοντάδες ομήρους- βασανίζεται από τύψεις για εκείνη τη βουβή στάση του. Ηταν πολύ αργά για μεταμέλειες σε όσα προεικόνιζαν κιόλας ηθική αυτουργία.

Η σύλληψη
Την Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου, ανήμερα των Αγίων Πεντακοσίων Μαρτύρων, νωρίς εκείνο το παγωμένο απόγευμα, η Ελένη Παπαδάκη βγαίνει από το σπίτι της. Είναι παραμονές Χριστουγέννων και η αστική παράδοση απαιτεί επισκέψεις σε φιλικά πρόσωπα. Καλοχτενισμένη, διακριτικά μακιγιαρισμένη, φορώντας το γούνινο παλτό της και μερικά κομψά κοσμήματα επισκέπτεται τη φιλική παραδοσιακά θεατρική οικογένεια των Μυράτ, που μένει σχεδόν δίπλα στο σπίτι της επί της Χρυσοστόμου Σμύρνης. Οι οικοδεσπότες, εντυπωσιασμένοι με την άψογα περιποιημένη εμφάνισή της, ρωτούν με απορία για «πού το ’βαλες;».
Η ίδια, περίπου προφητικά, απαντάει ήρεμα με την κρυστάλλινη φωνή της: «Je suis prête pour toute éventualité» (είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο). Τη συλλαμβάνουν εκεί λίγο αργότερα. Γιατί σε ξένο σπίτι και όχι στο δικό της; Ποιος ειδοποίησε την ΟΠΛΑ ότι η στοχοποιημένη ηθοποιός βρισκόταν εκεί; Μόνο εικασίες παρατίθενται έως σήμερα γι’ αυτό το κρίσιμο περιστατικό με τη θλιβερή κατάληξη.
Λέγεται ότι από αφέλεια η νύφη της Τεό Παπαδάκη υποδεικνύει το σπίτι όπου είχε πάει όταν τη ρώτησαν πού βρίσκεται η Ελένη, ενώ η οικοδέσποινα Χρυσούλα Μυράτ προσπαθεί να τη φυγαδεύσει, προτρέποντάς την να πηδήξει από το παράθυρο και να βγει στον κήπο. Εκείνη παραδίδεται οικειοθελώς.
Στην αυλή του σπιτιού της στην Αθήνα
Συνοδευόμενη από τη στενή φίλη της Αιμιλία Καραβία, τον Σαμ Μπράντενμπουργκ και τον Δημήτρη Μυράτ, οδηγείται αρχικά στα γραφεία της Λαϊκής Επιτροπής του ΕΑΜ, επί της οδού Πατησίων 314. Στη συνέχεια όλοι μαζί μεταφέρονται στην πολιτοφυλακή της γειτονιάς τους, η οποία στεγάζεται στην επιταγμένη έπαυλη Παπαλεονάρδου, οδός Πολυλά και Εδμόνδου Ροστάν. Την Καραβία, τον Σαμ και τον γραμματέα του ΕΑΜ ηθοποιών Δημήτρη Μυράτ τους αφήνουν ελεύθερους.
Το επόμενο μεσημέρι ο τελευταίος θα μεταφερθεί με όχημα του Ερυθρού Σταυρού στο προστατευμένο από ακρότητες Κολωνάκι, υπό τη συμπαράσταση του θείας του Μαρίκας Κοτοπούλη. Αλλη μια κορυφαία θεατρική φωνή, ισάξια του Βεάκη, που σιώπησε όταν η Παπαδάκη διασυρόταν.
Εν τω μεταξύ, ένας 23χρονος λούμπεν πλιατσικολόγος με το ψευδώνυμο «Ορέστης» -καμία σχέση με τον «Καπετάν Ορέστη» της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, κατά κόσμον Ανδρέας Μούντριχας, που αργότερα έγινε φιλομοναρχικός και αντικομμουνιστής- που έχει πρωτοστατήσει στη σύλληψη της ηθοποιού, υποδύεται τον παλικαρά λαϊκό δικαστή. Αποφασίζει να την κρατήσει εκεί χωρίς κατηγορητήριο, χωρίς καταγγελία, δίχως σύννομη διαδικασία και στοιχειωδώς δικαστική μεθοδολογία. Ψιλά γράμματα. Ο υπεύθυνος της ανάκρισης, ένας καρβουνιάρης στο επάγγελμα που της συστήνεται ως «ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης», της ανακοινώνει με στόμφο ότι «υπάρχουν ενοχοποιητικές αποδείξεις ότι είσαι η κυρία Ιωάννου Ράλλη».
Την κρατούν σε ένα αποπνικτικό δωμάτιο, σωστό κελί, που φωτίζεται από ένα καντίλι και γεμίζει ασφυκτικά από συνεχόμενες προσαγωγές αφοπλισμένων αστυνόμων και χωροφυλάκων, καθώς και συγγενών τους που κλαίνε με λυγμούς. Οι δήμιοι ακονίζουν κιόλας τα τσεκούρια τους.

Η εκτέλεση
Γύρω στα μεσάνυχτα η Ελένη Παπαδάκη μαζί με τη συγκρατούμενή της Νιόβη Χαριτάκη, 20 χρόνων και έγκυος 7 μηνών, οδηγούνται από την πολιτοφυλακή στο περίβολο των διυλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ, στο έρημο τότε Γαλάτσι. Σε ένα γυμνό τοπίο, σωστό κρανίου τόπος, με ανοιγμένους λάκκους, ο «Ορέστης» και οι σύντροφοί του προπηλακίζουν και γδύνουν την ηθοποιό. Της σουφρώνουν τη γούνα, το δαχτυλίδι, το ρολόι και τα κοσμήματα, ενώ την παραδίδουν για τα «δέοντα» στον Βλάση Μακαρώνα, τέως μπακάλη από τη Νέα Ιωνία με ειδικότητα στις εκτελέσεις με τσεκούρι.
Οι σφαίρες είναι πολύτιμες και οι ήχοι των πυροβολισμών καρφώνουν τον γεμάτο ουρλιαχτά τόπο της εκτέλεσης. Σε μια κρίση «μεγαθυμίας» ο βάναυσος δήμιος δεν ακρωτηριάζει την Παπαδάκη, αλλά ενώ εκείνη κλαίει γοερά τη σπρώχνει στον ανοιχτό λάκκο του ομαδικού τάφου και της φυτεύει δύο σφαίρες στον αυχένα. Ως φυσικός αυτουργός της δολοφονίας ο δράστης θα εκτελεστεί το 1948.

Οργή και θρήνος
Εν τω μεταξύ, συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι της ηθοποιού, με επικεφαλής τον κατά δύο χρόνια μικρότερο αδελφό της Μιχάλη, την αναζητούν μετά το μοιραίο εκείνο βράδυ της σύλληψής της. Παρότι ακόμη και οι πέτρες βοούν ότι είναι ένα ακόμη θύμα του θανάσιμου μίσους, αυτοί ελπίζουν ότι απλώς αγνοείται. Θα διαψευστούν οικτρά και σοκαριστικά.

Εναν μήνα μετά την άγρια δολοφονία της οι Αρχές θα ξεθάψουν το βάναυσα κακοποιημένο πτώμα της μαζί με άλλες 94 κατακρεουργημένες σορούς, όλες θύματα της δολοφονικής μανίας της ΟΠΛΑ. Την επομένη, στις 26 Ιανουαρίου του 1945, στη συγκινητική κηδεία της ηθοποιού στον Αγιο Γεώργιο Καρύτση, ο θρήνος υποτάσσεται στις εκδηλώσεις οργής και αγανάκτησης του πλήθους που έχει συρρεύσει εν μέσω αναβρασμού.
Παρόντες οι συνάδελφοί της Βασίλης Λογοθετίδης, Δημήτρης Χορν, Αννα Καλουτά, Ανδρέας Φιλιππίδης, Μελίνα Μερκούρη, Κώστας Μουσούρης, Μαρίκα Νέζερ, Μαρίκα Κοτοπούλη, αλλά όχι και ο ανιψιός της Δημήτρης Μυράτ.
Ο ταραγμένος Αλέξης Σολωμός κλείνει τον επικήδειό του με τη φράση «Ελένη, συγχώρεσέ μας!». Ωχρός ο Αχιλλέας Μαμάκης λέει με πένθιμη φωνή: «Είσαι θύμα ενός χυδαίου και απρεπούς καλλιτεχνικού φθόνου... Τους έσβηνες από τη σκηνή και σε σβήσανε από τη ζωή για να μη σ’ έχει το κοινό σου ως μέτρο σύγκρισης και υπεροχής».
Ο Αγγελος Σικελιανός της αφιερώνει τους στίχους: «Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε κι όλος ο θεός της τραγωδίας εφάνη. Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κ’ οι εννιά αδελφές εσκύψαν να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι», οι οποίοι χαράσσονται εν είδει επιγράμματος στο μάρμαρο του μνήματός της. Λίγους μήνες αργότερα ο Φώτης Κόντογλου την εικονογραφεί ως Αγία Ελένη.
Το μετεμφυλιακό κράτος εκμεταλλεύτηκε τη στυγερή δολοφονία της Παπαδάκη την οποία μετέφρασε ως απόδειξη της τυφλής βίας και μανίας της Αριστεράς. Ωστόσο το συντριπτικό σοκ του άδικου και ατιμωτικού θανάτου της ηθοποιού ξεπέρασε βαθμιαία τα όρια του αντικομουνιστικού στρατοπέδου. Οχι επειδή ευαισθητοποίησε τους απανταχού δημοκράτες, αλλά επειδή κατέδειξε ότι οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, οι ανθρώπινες αδυναμίες και οι προσωπικές εμπάθειες, όταν συνδυαστούν με τις δολιότητες και πολιτικές σκοπιμότητες σκοτεινών καιρών, μπορεί να αποβούν θανατηφόρες και για ένοχους και για αθώους.
Η Ελένη Παπαδάκη ήταν τελικά ένα εύκολο και βολικό θύμα ενός εκδικητικού φονταμενταλισμού, ο οποίος, στο πλαίσιο της άρνησής του να κατανοήσει τη διαφορετική γνώμη και στάση, επιβάλλει τιμωρητικούς και παραδειγματικούς σωφρονισμούς. Η ίδια, ιδιαίτερα ραφιναρισμένη, μορφωμένη, πολύγλωσση, κοσμική, απολιτίκ και χορτάτη αστή, συνιστούσε εκείνη την ταραγμένη εποχή της επαναστατικής εμμονής το αντικείμενο του μίσους όσων αποστρέφονταν την καλλιέργεια, τη δικαιοσύνη, τη συνύπαρξη που στεριώνουν την κοινωνία. Γι’ αυτό και μόνο σε πείσμα ανάξιων, μνησίκακων και μοχθηρών ανθρώπων θα έπρεπε από χρόνια να αξιωθεί στο όνομα της μνήμης και της καλλιτεχνικής της αξίας μια ελάχιστη επιβράβευση και τιμή. Εστω και με μια ταμπέλα στο ισόγειο του Θεάτρου Rex.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου