Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Το κόμμα μας, είναι κόμμα αρχών...

 Όπως αντιλαμβάνεστε αγαπητοί αναγνώστες η σημερινή μας ανάρτηση στη νέα επίκαιρη στήλη ΚΑΛΟ ΒΟΛΙ, αναφέρεται στην περίοδο της δεκαετίας του 1930 όταν καταργήθηκαν
πια οι παραδοσιακές ταβέρνες –τόποι κομματικής συγκέντρωσης και προετοιμασίας ή καλύτερα «ψησίματος» των ψηφοφόρων με ρετσίνα και ψητά αρνιά- και αντικατάστασης τους με εκλογικά κέντρα. Θα επισκεφθούμε λοιπόν κάποια από αυτά για να πάρουμε κλίμα...

«Καλό Βόλι» Είναι μια φράση που αρχικά χρησιμοποιούσαν ως ευχή οι αγωνιστές στην επανάσταση του 1821 για εύστοχη βολή κατά του τυράννου. Μετά το 1864 χρησιμοποιείται μεταφορικά ως ευχή για εύστοχη πολιτική επιλογή μπροστά στις εκλογικές κάλπες.

«Ο κ. Νικόλαος ήνοιξε πολιτικόνκέντρον. Τον συνήντησα τυχαίως εις μίαν προαστειακήν πανήγυριν, ενώ εβάδιζε περιστοιχιζόμενος από δύο υπουργούς...

Επροτίμησα, μεταξύ άλλων, να επισκεφθώ τον κ. Νικόλαον εις το πολιτικόνκέντρον του. Προετοίμασα μίαν μικράν αγόρευσιν: Είμαι κάτοχος –θα του έλεγα- εκλογικού βιβλιαρίου και διαθέτω πέντε άλλας ψήφους. Επί 15 έτη δια λόγους, οι οποίοι δεν ενδιαφέρουν την υπόθεσιν, δεν εψήφισα. Και τώρα κάμνω τον γύρον των πολιτικών κέντρων, αρχίζων από το ιδικόν σας, δια να ανακαλύψω το καλλίτερονπολιτικόν πρόγραμμα και προστεθώ και εγώ εις τους άλλους υποστηρικτάς σας δια την εφαρμογήν του. Τι το φυσικώτερον;



***

Επήρα θέσιν εις μίαν από τας δέκα καρέκλας και επερίμενα την σειράν μου. Δια να κατατοπισθώ, εκύτταζα δεξιά και αριστερά μήπως ανακαλύψω κανένα έντυπον του κόμματος, συλλογήν των κατά καιρούς λόγων του αρχηγού, έστω ένα δημοσιογραφικόν όργανον του κόμματος, τέλος κανένα από αυτά τα φυλλάδια, με τα οποία εις τα Ευρωπαϊκά πολιτικά κέντρα γεμίζουν τα θυλάκια των επισκεπτών προς διαφώτησίν των. Δεν είδα τίποτε.

Οι άλλοι επισκέπται εδιάβαζαν ο καθείς την εφημερίδα του και εγώ περιωρίσθην να επαναλαμβάνω νοερώς προς διασκέδασίν μου, ό, τι θα έλεγα εις τον κ. Νικόλαον.



Δεν είχα προφθάσει ν’ αποτελειώσω δια δευτέραν φοράν την μικράν αγόρευσίν μου και το νήμα των ιδεών μου εκόπη. Το διάφραγμα το οποίον μας εχώριζεν από τον κάτοχον του κέντρου ήτο λεπτόν και η συνομιλία έφθανε έως έξω πολύ ευκρινώς. Είχα λοιπόν άλλο θέμα πλέον πρόσφορον δια να περνώ την ώραν μου.

-Το κόμμα μας, έλεγεν ο κ. Νικόλαος, είνε κόμμα αρχών. Είνε κόμμα λευκόν.

Η ανάπτυξιςπεριωρίζετο έως εδώ. Άλλως τε ο επισκέπτης δεν εζητούσε περισσότερα. Τιθέμεθα όλοι παρά το πλευρόν σας –περιωρίζετο να πη- θα σας υποστηρίξωμεν σαν ένας άνθρωπος.

Και έπειτα η συνομιλία διεξήγετο χαμηλοφώνως. Μ’ όλα ταύτα αρκετά λείψανα από τας φράσεις που διημείβοντο, επηδούσαν έως έξω.

¨Ο αναγκαστικός νόμος θα καταργηθή, μην έχετε καμμίαναμφιβολίαν¨.

¨ Η περιφέρεια ολόγυρα εις το εργοστάσιόν σας είνε όλη δική μου...¨.

¨ Έδωκα σημείωμα, απόλυσις αδύνατος¨.

¨Μετά τας εκλογάς ασφαλής ο διορισμός, αλλά την στιγμή αυτή δεν είνε στο χέρι μου...¨.

Αυτά και άλλα παρόμοια διάφορα έφεραν έως τον περίβολον των επισκεπτών τα ηχητικά κύματα δια μέσου του διαφράγματος.

Επί τέλους ήλθε η σειρά μου. Ο κ. Νικόλαος επροθυμοποιήθη να με βεβαιώση ότι θα μου εξηγούσε τας αρχάς του κόμματος με δυό λόγια. Αλλ’ είδε διά μίαν στιγμήν έξω άλλους επισκέπτας, ασφαλώς πλέον ενδιαφέροντας από εμέ, και ανέβαλε την ανάπτυξίν του δια το απόγευμα. Το απόγευμα πάλιν ανέβαλε δια την επομένην το πρωί. Και το πρωί εξέχασε τα πάντα. Δεν επάτησε καν το πόδι εις το κέντρον του.

Περιωρίσθην τότε να ζητήσω ένα έντυπον πρόγραμμα από τον θυρωρόν. Αλλ’ ο άνθρωπος μ’ εκύτταξε με απορίαν. Τον παρεκάλεσα τότε να πληροφορήση τον προϊστάμενόν του ότι είχα φωτισθή επαρκώς και ότι δεν θα ηρχόμην άλλην φοράν. Τον διεβεβαίωσα ακόμη πόσον ελυπούμην φοβερά διότι ήμουν υποχρεωμένος να διαθέσω αλλού τας έξ ψήφους μου...

***

 Και πράγματι έσπευσα χωρίς αναβολήν. Θα ήμουν άραγε τώρα τυχερώτερος εις το πολιτικόνκέντρον του κ. Κωνσταντίνου; Οφείλω να ομολογήσω ότι ούτος μου αφήκε μίαν πολύ βαθείανεντύπωσιν με την οργάνωσιν του κέντρου του.

Σπουδάσας προφανώς εξω της Ελλάδος –εις την Γερμανίαν; Εις την Γαλλίαν; Ποιος ξέρει;- θα εμελέτησε πολύ επισταμένως εκ της Πολιτικής Οικονομίας το κεφάλαιον, το οποίον αναφέρεται εις τα δύο συστήματα της βιομηχανικής εκμεταλλεύσεως: το σύστημα της καθέτου και της οριζοντίου εκμεταλλεύσεως.

Το πρώτον γίνεται αντιληπτόν εις τον επισκέπτην όταν από το ανώγειον πάτωμα ενατενίση την αιωρουμένην ελικοειδή κλίμακα. Πράγματι οι διαβάται ανύποπτοι εισερχόμενοι εις το ισόγειον, διερρυθμισμένον εις καφενείον, καταλαμβάνονται έπειτα μοιραίως από τον πειρασμόν να λάβουν την κάθετονκατεύθυνσιν, χρησιμοποιούντες την κλίμακα.

Ευρισκόμενοι κατόπιν εις το ανώγειον –εις το κυρίως πολιτικόνγραφείον- υπόκεινται αμέσως εις οριζοντίανεκμετάλλευσιν. Πράγματι εις μίαν πινακίδα υπάρχει η ακόλουθος επιγραφή: Γραφείον γενικών υποθέσεων. Και ποιος δεν έχει μίαν από τας γενικάς υποθέσεις; Όχι λοιπόν ειδίκευσις, αλλά μία συνολική εκμετάλλευσις των παντοειδών αναγκών του εκλογέως –εκμετάλλευσις δηλαδή εις οριζόντιονγραμμήν.

***

Και ακόμη και τούτο: εις μίαν θύραν υπάρχει η ακόλουθος επιγραφή: «εις ουδένα μη πρόεδρον επιτρέπεται η είσοδος». Ο κ. Κωνσταντίνος δύναται με την απαγόρευσίν του αυτήν να καυχηθή ότι πρώτος αυτός εφήρμοσεν εις την πολιτικήν το γνωστόν εις την οικονομίαν σύστημα της rationalisation.

Διατί τάχα να ενοχλήται από τους εκλογείς, εμφανιζομένους ενώπιόν του ως μονάδας; Ένας πρόεδρος είνε εκπρόσωπος πλήθους εκλογέων. Αυτός μόνος λοιπόν πρέπει να εισέρχεται εδώ.

Εις το πολιτικόνκέντρον του κ. Κωνσταντίνου υπάρχουν και μερικά κλειστά γραφεία. Αλλ’ η όλη εργασία διεξάγεται εις τα ανοικτά. Ευρισκόμεθα εις εκλογικήνπερίοδον και αυτή ομοιάζει πολύ με την εποχήν των Διονυσίων κατά την οποίαν οτιδήποτε το αισχρόν ήτο επιτετραμμένον, σαν να ήτο ένα συνηθισμένονπεριστατικόν.

Κάθε προϊστάμενος κρατεί από ένα τηλέφωνον και δι’ αυτού επικοινωνεί με την διοίκησιν εις επήκοον όλων των επισκεπτών. Δεν σας πληροφορώ τίποτε το εκπληκτικόν αν σας πω ότι την στιγμήν αυτήν η Ελλάς διοικείται τηλεφωνικώς εκ των πολιτικών κέντρων. Ήκουσα επί παραδείγματι: ¨το υπόμνημα του κ. Χιωτάκη ν’ απορριφθή¨, ¨Διατί δεν έγινεν ακόμη ο διορισμός;¨, ¨μου είπατε ότι θα γίνη η μετάθεσις, διατί αργεί;¨. Και άλλαι ανάλογοι εντολαίεξεκινούσαν απ‘ εδώ εις άγνωστα γραφεία της διοικήσεως.

***

Και τι δεν πληροφορείται ακόμη κανείς εδώ; Τα γράμματα προς υπογραφήν από τον κ. Κωνσταντίνονείνε πεταγμένα στα τραπέζια, σαν να προσφέρωνται προς τους επισκέπτας δια να τα υπογράψουν. Αι υποθέσεις του κ. Κωνσταντίνου θα διεξήγοντο ίσως μυστικώτερα αν τα τραπέζια του γραφείου ήσαν τοποθετημένα και εις αυτά ακόμη τα Αθηναϊκά πεζοδρόμια.

Αλλά και τί άλλα δεν ακούει εδώ κανείς ακόμη... Ένας επισκέπτης μεσολαβεί υπέρ ενός άλλου, ο οποίος γυρεύει μίαν από τας χιλίας παρανομίας –επί το ευσχημότερον ευκολίας. Προσφέρει και το αντάλλαγμά του: ¨Ο άνθρωπος αυτός –λέγει εις τον προϊστάμενον- σέρνει από την μύτη εκατόν τουλάχιστον ανθρώπους. Πρέπει να υποστηριχθή¨.

Ο προϊστάμενος μένει έκπληκτος, φυσικά, όχι διότι τα πράγματα αυτά ανακοινώνονται εις επήκοον όλων, αλλά διότι, ως άνθρωπος πεπειραμένος, ευρίσκει ότι τούτο τεχνικώς –δηλαδή ψηφοθηρικώς- είνε αδύνατον.

¨Πως είνε δυνατόν; Απαντά. Είδαμεν έως τώρα ένα άνθρωπον να κρατά από τη μύτη δέκα πέντε, είκοσι το πολύ άλλους, αλλ’ εκατόν μαζωμένους; Ά! Αυτό δεν είνε δυνατό, δυσκολοπίστευτο... Δυσπιστεί, μ’ όλα ταύτα δεν αρνείται την ευκολίαν.

 Αλλά, παρ’ ολίγον να λησμονήσω τον σκοπόν δια τον οποίον ήλθα εις το πολιτικόνκέντρον του κ. Κωνσταντίνου. Τον εξέθεσα εις δύο πρόσωπα του γραφείου. Αλλ’ αντελήφθην ότι με προσέβλεπαν με κάποιον οίκτον. Ο θυρωρός μου εξήγησεν έπειτα ότι ήτο επιφορτισμένος να παραγγέλη καφέδες δια τους επισκέπτας. Δεν είχε κανένα έντυπονπολιτικόν πρόγραμμα προς διανομήν.

Ένας πολίτης περαστικός από τον δρόμον, που ήκουσε τι εγύρευα, μου ανέλυσεν εις το τέλος το μυστήριον.

-Άδικα κοπιάζετε, μου είπε. Το πολιτικόν πρόγραμμα εις την Ελλάδα δεν είνεέντυπον αλλά φορητόν.

-Δηλαδή;

-Είνεαπεκρυσταλλωμένον εις την κεφαλήν των αρχηγών και εξέρχεται απ’ εκεί κατά τας περιστάσεις υπό μορφήνλογοχειμάρων. Όπου πηγαίνει η κεφαλή πηγαίνει και το πρόγραμμα. Συνεπώς δεν είνε κάτι που υπόκειται εις διανομήν προς τους επισκέπτας. Εχάθη η κεφαλή; Εχάθη και το πρόγραμμα.

Τον ηυχαρίστησα πολύ, διότι μ’ απήλλαξεν από νέας ερεύνας».

(«Εστία», 1935, Κ. Γ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου