τον νόμο του 2011 για τη σταθερή, καταρχήν, θητεία του Κοινοβουλίου (Fixed-term Parliaments Act).
Μπορεί να αποφασίζει, ουσιαστικά μόνος του, την πρόωρη διάλυση της Βουλής με την επίκληση ενός «εξαιρετικής σημασίας εθνικού θέματος», την ύπαρξη και τη σοβαρότητα του οποίου δεν μπορεί να ελέγξει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που λειτουργεί στην περίπτωση αυτή ως διεκπεραιωτής της βούλησης του πρωθυπουργού.
Ετσι, ενώ το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο του κοινοβουλευτικού συστήματος βρίσκεται παντού σε κρίση, στην Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί βασικό πυλώνα της ισχύουσας «μορφής κυβερνήσεως», μεταξύ άλλων και χάρη στο άρθρο 41 παρ. 2 Συντ., το οποίο επιτρέπει στον εκάστοτε πρωθυπουργό να προκαλεί πρόωρες βουλευτικές εκλογές όποτε εκείνος κρίνει σκόπιμο με γνώμονα το πολιτικό συμφέρον του κόμματός του.
Ωστόσο, υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες, ο πρωθυπουργός δεν φαίνεται, ούτε έχει κανέναν λόγο να θέλει πρόωρες εκλογές. Αντίθετα, φαίνεται να ακολουθεί τον κανόνα «wait and see», ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση είναι μάλλον η πιο ορθολογική επιλογή. Ετσι, με τούτα και με κείνα, μπορούμε να φτάσουμε στον Σεπτέμβριο 2019, δηλαδή να έχουμε τακτική διάλυση της Βουλής και διεξαγωγή εκλογών την Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019, ένα ενδεχόμενο που δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανο.
Ανοιχτό βέβαια παραμένει το ενδεχόμενο αποχώρησης των ΑΝ.ΕΛ. από την κυβέρνηση σε περίπτωση που έρθει προς κύρωση στη Βουλή η Συμφωνία των Πρεσπών. Η μεταβολή στη σύνθεση μιας κυβέρνησης συνασπισμού, π.χ. με αποχώρηση ενός εταίρου ή με είσοδο ενός νέου, ισοδυναμεί ουσιαστικά με συγκρότηση νέας κυβέρνησης, αφού η αρχική ή μεταγενέστερη ψήφος εμπιστοσύνης είχε δοθεί σε άλλη κυβέρνηση. Τούτο ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που η κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, όπως συνέβη με την αποχώρηση της ΔΗΜ.ΑΡ. από την τρικομματική κυβέρνηση Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜ.ΑΡ., και κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση που η κυβέρνηση έχει πλέον μόνο τη σχετική πλειοψηφία στη Βουλή, όπως θα συμβεί αν οι ΑΝ.ΕΛ. αποχωρήσουν από τον κυβερνητικό συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.
Κατά τη γνώμη μου, τόσο στην πρώτη και πολύ περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει όχι απλώς πολιτική, αλλά και νομική υποχρέωση της κυβέρνησης να ζητήσει επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης της Βουλής, δηλαδή δεν αρκεί ένας απλός ανασχηματισμός. Για τη νέα έκφραση εμπιστοσύνης της Βουλής δεν χρειάζονται 151 ψήφοι, αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, εφόσον η πρόταση γίνει δεκτή τουλάχιστον από 120.
Με την αποχή των ΑΝ.ΕΛ. από την ψηφοφορία, η κυβέρνηση μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και να παραμείνει στα καθήκοντά της ως κυβέρνηση μειοψηφίας. Εκτός αν οι ΑΝ.ΕΛ. αποσυρθούν από την κυβέρνηση, αλλά παραμείνουν στην κυβερνητική πλειοψηφία, δηλαδή υπερψηφίσουν την πρόταση εμπιστοσύνης. Αλλωστε, είχαμε και άλλα κοινοβουλευτικά παράδοξα κατά την τρέχουσα βουλευτική περίοδο, όπως την εμφάνιση της κυβέρνησης στη Βουλή με δύο διαφορετικές απόψεις στο Μακεδονικό.
Αν μείνουμε στο λογικό σενάριο, ο πρωθυπουργός θα πρέπει τότε να κάνει μια δύσκολη στάθμιση: συνέχιση της κυβερνητικής θητείας με κυβέρνηση μειοψηφίας ή διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, που κατά πάσα πιθανότητα θα διεξαχθούν μαζί με τις ευρωεκλογές και τις εκλογές των ΟΤΑ στις 26 Μαΐου 2019, με όλα τα προβλήματα στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο μας (βλ. Χ. Ανθόπουλου, «Election day», «Πρώτο Θέμα», 22/6/2018).
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου