Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Ναυμαχία Σαλαμίνας: Η μεγάλη σύγκρουση και η σημασία της Ελληνικής νίκης

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας: Η μεγάλη σύγκρουση και η σημασία της ελληνικής νίκης
Η εκκένωση της Αθήνας - Η συγκέντρωση του ελληνικού στόλου στη Σαλαμίνα - Η μεγάλη σύγκρουση Ελλήνων και Περσών - Ο ελληνικός θρίαμβος και η τεράστια συμβολή του Θεμιστοκλή σ’ αυτόν
Μία από τις σημαντικότερες ναυμαχίες της αρχαιότητας, η ναυμαχία της Σαλαμίνας, έγινε στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ στα νερά του Σαρωνικού, τρεις ή τέσσερις ημέρες πριν την έκλειψη Ηλίου στις 2 Οκτωβρίου του 480 π.Χ. Με αυτήν θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.




Από το Αρτεμίσιο στη Σαλαμίνα 
Όπως είδαμε στο άρθρο μας για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου( protothema.gr, 19/03/2017), παρά τη νίκη τους στο ευβοϊκό ακρωτήριο, οι Έλληνες αποφάσισαν να υποχωρήσουν προς τα νότια μόλις πληροφορήθηκαν την περσική επικράτηση στις Θερμοπύλες, προκαλώντας μάλιστα έκπληξη στους Πέρσες.

Στα πλαίσια δε της τακτικής ψυχολογικού πολέμου, ο Θεμιστοκλής διέταξε να γραφτούν σε σημεία κοντά στις ακτές, πάνω σε πέτρες, εκκλήσεις προς τους Ίωνες ή να προσχωρήσουν  στους Έλληνες ή να μην πολεμούν με μεγάλο ζήλο και να πείσουν  και τους Κάρες να κάνουν το ίδιο, για να δημιουργήσουν προβλήματα στους Πέρσες.

Ο Ξέρξης, μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, ξεκίνησε για να καταλάβει και τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις. Ο αυτοκρατορικός στόλος κατευθύνθηκε προς την Ιστιαία και εισέβαλλε σε όλες τις παραθαλάσσιες πόλεις της Βόρειας Εύβοιας (Ηρόδοτος,8,23 & Διόδωρος ΙΑ΄,13.5). Παράλληλα, ο περσικός στρατός σκορπούσε πανικό και θάνατο σε όσους δε μήδιζαν. Οι Οπούντιοι Λοκροί, οι Μαλιείς και οι κάτοικοι της Δωρίδας, υποτάχθηκαν χωρίς να αντισταθούν. Οι μόνοι που αντιστάθηκαν ήταν οι Φωκείς, καθώς όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος δεν ήθελαν να γίνουν με τη θέλησή τους προδότες της Ελλάδας. Πολλοί κατέφυγαν στον Παρνασσό. Όσοι δε πρόλαβαν, βρήκαν φρικτό θάνατο, όπως και μερικές γυναίκες που τις βίασαν τόσοι πολλοί ώστε πέθαναν (Ηροδ.8,32).



Κατεβαίνοντας στη Βοιωτία, οι περσικές δυνάμεις, λεηλάτησαν τη χώρα των Θεσπιών και έκαψαν τις Πλαταιές, οι κάτοικοι των οποίων τις είχαν εγκαταλείψει. Οι υπόλοιποι Βοιωτοί, δήλωσαν υποταγή στους Πέρσες, θεωρώντας μάταια οποιαδήποτε αντίσταση. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στα Ηθικά (846 F), η απόσταση από τις Θερμοπύλες ως τη Θήβα, μπορούσε να καλυφθεί σε μιάμιση μέρα, ενώ άλλο τόσο περίπου χρειαζόταν για την απόσταση Θήβας-Αθήνας.

Στο μεταξύ, ο ελληνικός στόλος είχε φθάσει από το Αρτεμίσιο στην Αττική. Μετά από αίτημα των Αθηναίων αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι, είχαν ζητήσει από τους Πελοποννήσιους να τους συνδράμουν, αναμένοντας τις περσικές δυνάμεις στα σύνορα Αττικής-Βοιωτίας. Να σημειώσουμε εδώ, ότι τα βόρεια μεθοριακά φυλάκια της Αττικής, βρίσκονταν κατά μήκος της οροσειράς Πάρνηθας-Κιθαιρώνα.

Όμως η έκκληση των Αθηναίων δεν εισακούστηκε. Ίσως έγινε ένα πολεμικό συμβούλιο στην Κόρινθο, το οποίο αποφάσισε η αμυντική γραμμή να τοποθετηθεί στον Ισθμό της Κορίνθου και όχι στα όρια Αττικής-Βοιωτίας. Έπρεπε μάλιστα να κατασκευαστεί ένα τείχος ή ενισχυμένο ανάχωμα ανάμεσα στα λιμάνια των Κεγχρέων και του Λέχαιου, κατά μήκος του δίολκου του Περίανδρου. Επικεφαλής των 30.000 Πελοποννήσιων στρατιωτών ορίστηκε ο Κλεόμβροτος, νεότερος αδελφός του Λεωνίδα, ο οποίος έλαβε επίσης εντολές να καταστρέψει τη Σκιρωνίδα Οδό (σημ. Κακιά Σκάλα) αποκλείοντας έτσι τη μοναδική χερσαία οδό πρόσβασης στον Ισθμό. Ακάλυπτο έμεινε μόνο ένα δύσβατο ορεινό μονοπάτι μέσω του Τριποδίσκου (αρχαία κώμη στους πρόποδες των Γερανείων που απείχε περίπου τρεις ώρες από τα Μέγαρα).



Αμέσως, ο Κλεόμβροτος με τους Λακεδαιμόνιους, έφυγαν για τον ισθμό, όπου συνάντησαν τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους, οι οποίοι κατά τον Ηρόδοτο (8.72.1), ήταν: «…όλοι οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι Κορίνθιοι και οι Σικυώνιοι, οι Επιδαύριοι και οι Φλιάσιοι, όπως και οι κάτοικοι της Τροιζήνας και της Ερμιόνης». Στη συνέχεια γράφει:
«… ενώ αντίθετα οι υπόλοιποι Πεόποννήσιοι δεν έδειχναν  κανένα ενδιαφέρον, αν και οι γιορτές των Ολυμπίων και των Καρνείων είχαν περάσει». Σημαντικότεροι από αυτούς, ήταν οι Αργείοι και οι Αχαιοί.


Οι άνδρες του Κλεόμβροτου, κατάφεραν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να χτίσουν ένα τείχος 5  μιλίων.

Όμως, η πράξη αυτή των Πελοποννήσιων ήταν για τους Αθηναίους ήταν απαράδεκτη:  « Οργή και θλίψη κυρίευσε τους Αθηναίους για τούτη την προδοσία έτσι που είχαν εγκαταλειφθεί μόνοι». (Πλούταρχου, Θεμιστοκλής,9 ).Μετά από πρόταση του Θεμιστοκλή, η Αθήνα εκκενώθηκε. Ο Θεμιστοκλής, παρουσίασε μία δική του ερμηνεία για τον σιβυλλικό χρησμό των Δελφών, σχετικά με το ξύλινο τείχος. Είπε λοιπόν, ότι αυτό (το ξύλινο τείχος), ήταν τα πολεμικά πλοία και γι’ αυτό ο χρησμός παρουσιάζει τη Σαλαμίνα θεϊκή και όχι δύστυχη:
« Ώ θεία Σαλαμίνα, θα καταστρέψεις, εσύ, παιδιά γυναικών, είτε όταν σπέρνεται ο καρπός της Δήμητρας, είτε όταν θερίζεται». (Ηρόδ.8,141).



Επίσης, με πρωτοβουλία του Θεμιστοκλή (Πλουτ.,Θεμιστ.,10), διαδόθηκε μια φήμη ότι ο «οίκουρος όφις», το φίδι που κατοικούσε στο Ιερό της Αθηνάς εξαφανίστηκε και αυτό ήταν σημάδι ότι η θεά εγκατέλειψε την πόλη, άρα το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι κάτοικοι της. Με το Κήρυγμα του Θεμιστοκλή για άμεση και υποχρεωτική αποχώρηση των πολιτών από την Αθήνα οι περισσότεροι Αθηναίοι, έστειλαν τα γυναικόπαιδα στη Σαλαμίνα και την Τροιζήνα, οι κάτοικοι της οποίας αποδείχθηκαν ιδιαίτερα φιλόξενοι.




«Αποφάσισαν οι Τροιζήνιοι να τρέφουν τα γυναικόπαιδα με έξοδα του κράτους, πληρώνοντας για τον σκοπό αυτό ο καθένας δύο οβολούς. Επίσης να μπορούν τα παιδιά να πηγαίνουν δωρεάν στο σχολείο. Το ψήφισμα αυτό πρότεινε ο Τροιζήνιος Νικαγόρας»(Πλουτ, Θεμιστ.10).
Επίσης, τα πλούσια μέλη του Αρείου Πάγου, πρόσφεραν συνολικά 60 τάλαντα. Έτσι, δόθηκε σε κάθε Αθηναίο του στόλου το ποσό των 8 δραχμών, ένα «μηνιάτικο» της εποχής.
Κάποιοι όμως, δεν εγκατέλειψαν την Αθήνα. Πολλοί, κάτοικοι της αττικής υπαίθρου κυρίως, κατέφυγαν στα γύρω βουνά 500 από αυτούς, αιχμαλωτίστηκαν απ’ τους Πέρσες.
Επίσης, οι πολύ ηλικιωμένοι και οι βαριά άρρωστοι, όπως και όλα τα κατοικίδια, έμειναν στην πόλη. Συγκλονιστική είναι η ιστορία που αναφέρει ο Πλούταρχος : « Ένα από αυτά (ενν. τα κατοικίδια), το σκυλί του Ξανθίππου, τον πατέρα του Περικλέους, δεν άντεξε λένε, να βλέπει τον κύριό του να φεύγει μακριά κα έπεσε στη θάλασσα και κολυμπούσε δίπλα στην τριήρη, έως τη Σαλαμίνα. Εκεί, ολότελα εξαντλημένο πέθανε αμέσως! Δικός του τάφος λέγουν πως είναι το ΄΄Κυνός Σήμα΄΄, που ως τώρα (την εποχή του Πλουτάρχου δηλαδή) υπάρχει και το δείχνουν ακόμα εκεί».



Επίσης, παρέμειναν αρκετοί στην Ακρόπολη. Είτε ως φρουρά ΄΄της περιουσίας των θεών΄΄, είτε γιατί πίστεψαν ότι το ΄΄ξύλινο τείχος΄΄ του χρησμού των Δελφών, αναφερόταν σ’ ένα παλιό φράχτη που βρισκόταν γύρω από την Ακρόπολη: «Οι εν λόγω Αθηναίοι, είχαν περιφράξει την Ακρόπολη με σανίδες και άλλα ξύλα, σίγουροι ότι ΄΄ το ξύλινο τείχος δεν πρόκειται να καταληφθεί», όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος.

Οι Πέρσες στην Αθήνα-Πολεμικά συμβούλια των Ελλήνων και των Περσών.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ οι χερσαίες δυνάμεις του Ξέρξη έφτασαν στην Αθήνα, σχεδόν ταυτόχρονα με τον περσικό στόλο. Οι Πέρσες στρατιώτες, αντίκρυσαν μια πόλη έρημη και επιδόθηκαν σε λεηλασίες και καταστροφές. Προσπάθησαν αρχικά α κάψουν με φλεγόμενα βέλη του ξύλινο τείχος της Ακρόπολης. Τελικά όμως, αναρριχήθηκαν στο ιερό της Αγλαύρου και αφού σκότωσαν τους υπερασπιστές του, πυρπόλησαν τα οικοδομήματα της Ακρόπολης, όπως τον ημιτελή ναό της Αθηνάς. Έκαψαν ακόμα και την ΄΄ιερά ελαία΄΄ το δέντρο που σύμφωνα με την παράδοση πρόσφερε η Αθηνά στους κατοίκους της πόλης, κατά τη φιλονικία τους για το ποιος θα γινόταν πολιούχος της. Αναγνωρίζοντας την ασέβειά του ο Ξέρξης, έστειλε μερικούς Αθηναίους την επόμενη μέρα για να προσφέρουν θυσίες. Κι αυτοί, είδαν « να έχει ξεπεταχτεί ένας βλαστός από τον καμένο κορμό αυτής της ιεράς ελαίας».





Στο μεταξύ, οι Έλληνες, με πρωτοβουλία του ναυάρχου Ευρυβιάδη(Σπαρτιάτης στην καταγωγή θυμίζουμε), συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο. Σ’ αυτό, μετά από θυελλώδεις συζητήσεις αποφασίστηκε οι ελληνικές δυνάμεις να αμυνθούν στον Ισθμό. Έτσι όμως η Αθήνα (και η υπόλοιπη Αττική), η Σαλαμίνα, τα Μέγαρα και η Αίγινα, θα έμεναν απροστάτευτες. Ο Θεμιστοκλής επέμενε να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα και έπεισε τον Ευριβιάδη να συγκαλέσει νέο συμβούλιο. Σ’ αυτό, ο Αθηναίος στρατηγός πήρε το λόγο. Ακολούθησε έντονο φραστικό επεισόδιο του Θεμιστοκλή με τον Κορίνθιο στρατηγό Αδείμαντο. Ο Κορίνθιος, είπε πως ο Θεμιστοκλής είναι «άνθρωπος άπατρις» . Έξαλλος ο τελευταίος απείλησε ότι οι Αθηναίοι, αν οι υπόλοιποι εγκαταλείψουν τη Σαλαμίνα, θα πάρουν τις οικογένειές τους και θα πάνε στη Σίρη, της Ιταλίας για να ιδρύσουν εκεί νέα πατρίδα. Στον Ερετριέα στρατηγό που προσπάθησε να τον επιπλήξει, ο Θεμιστοκλής είπε: « Μιλάτε και σεις για πόλεμο, σαν τα καλαμάρια έχετε ΄΄μαχαίρι΄΄ αλλά δεν έχετε καρδιά;». Τελικά οι Πελοποννήσιοι γνωρίζοντας ότι άμυνα στον Ισθμό χωρίς ναυτική κάλυψη θα ήταν μάταιη, καθώς οι Πέρσες μπορούσαν να αποβιβαστούν στην Αργολίδα ή τη Λακωνία και μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν τη στήριξη του αθηναϊκού στόλου, δέχτηκαν την πρόταση του Θεμιστοκλή.


Πάντως, ο έντονος διάλογος μεταξύ Θεμιστοκλή και Αδείμαντου που αναφέραμε νωρίτερα, τόσο ο Πλούταρχος όσο και οι μεταγενέστεροι ιστορικοί, γράφουν ότι έγινε μεταξύ Ευρυβιάδη και Θεμιστοκλή, ο οποίος τότε είπε και την περίφημη φράση «πάταξον μεν, άκουσον δε».
Ένας ισχυρός σεισμός που έγινε την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος, θεωρήθηκε ως οιωνός από τους Έλληνες, που έσπευσαν να κάνουν επικλήσεις στους θεούς και τους ήρωες της Σαλαμίνας Αίαντα και Τελαμώνα, ενώ έστειλαν κι ένα καράβι στην Αίγινα να φέρει τις ιερές εικόνες του Αιακού και των άλλων Αιακιδών ηρώων.


Και οι Πέρσες όμως έκαναν πολεμικό συμβούλιο. Σ’ αυτό, ο Ξέρξης, ο οποίος βιαζόταν να πετύχει μια θριαμβευτική νίκη επί των Ελλήνων, αποφάσισε να επιτεθεί αιφνιδιαστικά, τη νύχτα, εναντίον τους. Είχε άλλωστε και τη σύμφωνη γνώμη των διοικητών των ναυτικών μοιρών. Μόνο η βασίλισσα της Αλικαρνασσού Αρτεμισία διαφώνησε, προτρέποντας τον Ξέρξη να περιμένει μερικές μέρες ακόμα.

Μετά τη διαταγή του Ξέρξη, ο στόλος απέπλευσε από το Φάληρο και προχώρησε προς τη Σαλαμίνα κλείνοντας και τις δύο πλευρές της Ψυττάλειας.

Σε αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος, Πλούταρχος, Στράβωνας, Κτησίας), γίνεται μνεία σε απόφαση του Ξέρξη να γεφυρωθεί το τμήμα της θάλασσας από το Πέραμα ως τη Σαλαμίνα, στο στενότερο σημείο του. Θα υπήρχαν τρία «στάδια» αυτής της γεφύρωσης. Από το Πέραμα ως τις Φαρμακούσες. Από εκεί στο νησάκι Άγιος Γεώργιος και τελικά στη Σαλαμίνα. Η έγκαιρη κατάληψη όμως από τους Έλληνες της νησίδας Άγιος Γεώργιος και η τοποθέτηση σ’ αυτήν ενός συντάγματος Κρητών τοξοτών, με οδηγίες να εκτοξεύουν βέλη προς τους Πέρσες αν αυτοί επιχειρήσουν να επιχωματώσουν το στενό (τότε είχε πλάτος γύρω στα 365  μέτρα), απέτρεψαν οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια.

Η κίνηση των Περσών και το πλήθος των εχθρικών πλοίων, προκάλεσαν αναστάτωση στους Έλληνες. Οι Πελοποννήσου, τόσο στη Σαλαμίνα όσο και στον Ισθμό, που ενημερώθηκαν για την απόφαση του Ευρυβιάδη, έπνεαν μένεα εναντίον του, επειδή συμφώνησε με τον Θεμιστοκλή. Λέγεται μάλιστα ότι γιουχάρισαν τον Ευριβιάδη και τον Θεμιστοκλή όταν προσπάθησαν να τους μιλήσουν. Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος, συγκάλεσε νέο πολεμικό συμβούλιο. Έξαλλος ο Θεμιστοκλής συνέλαβε ένα ευφυές αλλά και ριψοκίνδυνο σχέδιο.

Η αποστολή του Σίκκινου – Ο Ξέρξης πέφτει στην παγίδα του Θεμιστοκλή

Ο Αθηναίος στρατιωτικός και πολιτικός, έστειλε μέσα στη νυχτερινή ομίχλη, τον δούλο και παιδαγωγό των παιδιών του Σίκκινο, με μια βάρκα, να μεταφέρει ένα μήνυμα στον Ξέρξη. Το μήνυμα, παραδόθηκε σε κάποιον Πέρση αξιωματικό. Σ’ αυτό ο Θεμιστοκλής, έγραφε στον Ξέρξη ότι διάκειται ευνοϊκά απέναντί του και τον ενημερώνει, ότι οι Έλληνες τρομοκρατημένοι ετοιμάζονται να φύγουν, καθώς διαφωνούν και δεν πρόκειται να αντισταθούν.

Ο Ξέρξης, πίστεψε όσα του έγραφε ο Θεμιστοκλής και έστειλε αμέσως 200 πλοία, κυρίως αιγυπτιακά, στο στενό μεταξύ Μεγάρων και Σαλαμίνας για να «περιμένουν» τους Έλληνες που θα υποχωρούσαν. Παράλληλα, έδωσε διαταγή για να αποβιβαστούν Πέρσες πεζοί στην Ψυττάλεια, για να σώζουν τους δικούς τους ναυαγούς, όταν άρχιζε η ναυμαχία και να σκοτώνουν τους Έλληνες. Στο μεταξύ οι Έλληνες στρατηγοί, αγνοώντας ότι οι Πέρσες τους είχαν περικυκλώσει, συνέχιζαν να καβγαδίζουν.

Λίγο πριν ξημερώσει, ο Αριστείδης τους ενημέρωσε για την κυκλωτική ενέργεια των Περσών, αλλά και πάλι δυσπιστούσαν. Τελικά, μια τηνιακή τριήρης με κυβερνήτη τον Παναίτιο που αυτομόλησε από τους Πέρσες, επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του Αριστείδη. Ξαφνικά, αυτοί που πριν λίγο λογομαχούσαν έντονα, έκαναν στροφή 180ο και αποφάσισαν ότι είναι υποχρεωμένοι να πολεμήσουν και να νικήσουν!

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας

Με την αποστολή του Σίκκινου, ο οποίος αργότερα για να ανταμειφθεί, έγινε πολίτης των Θεσπιών, ο Θεμιστοκλής, εξασφάλισε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, ανάγκασε τον αντίπαλο να ναυμαχήσει στο σημείο που αυτός είχε αποφασίσει και δεύτερον, με την «πληροφορία» για τη φυγή του ελληνικού στόλου, έκανε τον Ξέρξη να θέσει σημαντικό μέρος του στόλου του (200 πλοία) εκτός μάχης, για τη φύλαξη του στενού Σαλαμίνας – Μεγάρων.

Λίγο πριν τα χαράματα της 28ης (ή 29ης) Σεπτεμβρίου, ο περσικός στόλος, ήταν αναπτυγμένος με τάξη και πειθαρχία. Οι φοινικικές τριήρεις, από την Τύρο και τη Σιδώνα, οι οποίες προπορεύονταν, είχαν φτάσει στην είσοδο του Κόλπου της Ελευσίνας, ενώ οι τελευταίες, οι καρικές, έπαιρναν θέση κοντά στην Κυνόσουρα. Κατά τον Αισχύλο («Πέρσαι», 341), αυτόπτη μάρτυρα της ναυμαχίας, οι Πέρσες παρέταξαν στη Σαλαμίνα 1.207 πλοία, από τα οποία 207 ήταν εύδρομα («υπέρκοποι τάχει»). Ο Ηρόδοτος, αναφέρει τον ίδιο αριθμό, αλλά στην αρχή της εκστρατείας, στον Δορίσκο της Θράκης. Αν σκεφτούμε όμως ότι ο περσικός στόλος, ως τη Σαλαμίνα έχασε πάνω από 670 πλοία (400 από θύελλα στη Σηπιάδα της Μαγνησίας, 200 από τρικυμία στα Κοίλα της Εύβοιας και 70 τουλάχιστον στο Αρτεμίσιο), παρά τις ενισχύσεις που ήρθαν, δεν πρέπει να ξεπερνούσε σε δύναμη τα 800 πλοία. Ήταν όμως, υπερδιπλάσιος του ελληνικού, ο οποίος σύμφωνα με τον Αισχύλο («Πέρσαι», 339-340), αριθμούσε 310 πλοία, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο 378 και σύμφωνα με τον Θουκυδίδη 400. Πιο κοντά στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι είναι ο Αισχύλος, που πήρε μέρος στη ναυμαχία. Ο περσικός στόλος, είχε πολλά μειονεκτήματα. Κυβερνήτες των πλοίων, ήταν ευγενείς χωρίς πολεμική εμπειρία. Υπήρχε δυσπιστία προς τους Ίωνες, οι οποίοι μαζί με τους Φοίνικες, ήταν οι πιο αξιόμαχοι.


Ο Ξέρξης, ο οποίος να σημειώσουμε ότι μετά την κατάληψη της Ακρόπολης είχε σπεύσει να στείλει αγγελιοφόρο στα Σούσα, την πρωτεύουσά του για να ανακοινώσει τον θρίαμβό του (!), έστησε ένα χρυσό θρόνο στις πλαγιές του όρους Αιγάλεω (στον λόφο όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου, σε ύψος 54  μέτρων, πάνω από τον κυματοθραύστη και το Ηράκλειον όπως αναφέρει ο Πλούταρχος), για να επιθεωρεί τον στόλο του και τη διάταξή του στη μάχη.

Οι Έλληνες, εγκατέλειψαν τα αγκυροβόλια τους και επιβιβάστηκαν στα πλοία τους. Οι Κερκυραίοι έστειλαν 60 ετοιμοπόλεμες τριήρεις, οι οποίες έφτασαν στη νότια Πελοπόννησο και ισχυρίστηκαν ότι δεν μπορούσαν να περιπλεύσουν τον Μαλέα λόγω θαλασσοταραχής. Φαίνεται όμως, ότι περίμεναν να δουν την εξέλιξη της ναυμαχίας, έτσι ώστε «αν νικούσαν οι Πέρσες εκείνοι να δώσουν γη και ύδωρ, αν πάλι κλίνει (ενν. η ναυμαχία) υπέρ των Ελλήνων, να φανούν ότι κινήθηκαν να τους βοηθήσουν» (Διόδωρος ΙΑ’,15,1).

Το αριστερό κέρας, κατέλαβαν οι 180 αθηναϊκές τριήρεις, έχοντας αριστερά τους σαν στήριγμα τη νησίδα του Αγίου Γεωργίου, για να αποφύγουν κυκλωτική κίνηση από τους Φοίνικες. Στο κέντρο, τοποθετήθηκαν οι μοίρες των άλλων πόλεων. Στο δεξιό κέρας, απέναντι από τους Ίωνες, παρατάχθηκαν οι Μεγαρείς με 20 τριήρεις. Έπειτα οι 16 τριήρεις των Λακεδαιμονίων και δίπλα τους 30 αιγινήτικες τριήρεις, έχοντας σαν στήριγμα την Κυνόσουρα.
Ένας αγγελιοφόρος κάλπασε από το αρχηγείο του Ξέρξη κατά μήκος της ακτής (πιθανότατα μέχρι τον Κερατόπυργο), όπου ναυλοχούσαν περιμένοντας οι μονάδες της εμπροσθοφυλακής του στόλου. Δεξιά, τοποθετήθηκαν στην περσική παράταξη, οι Φοίνικες, οι Έλληνες του Ελλησπόντου και της Ιωνίας στα αριστερά, ενώ στο κέντρο τοποθετήθηκαν οι δυνάμεις από την Καρία, την Παμφυλία, τη Λυκία, την Κιλικία και την Κύπρο.

70.000 Έλληνες και 120.000 Πέρσες, που επέβαιναν σε 1.000 περίπου πλοία, ήταν έτοιμοι να εμπλακούν σε μία καθοριστικής σημασίας ναυμαχία.

Από το μέρος του ελληνικού στόλου, ακούστηκε ένας ήχος σαν βοή τραγουδιού. «Της σάλπιγγας ο αχός φλόγιζε», δίνοντας ρυθμό στα ελληνικά πληρώματα και προκαλώντας έκπληξη στους Πέρσες, οι οποίοι με τη σειρά τους άρχισαν να κραυγάζουν τις δικές τους πολεμικές ιαχές και να χτυπάνε με τα ξίφη και τις ασπίδες τους τις κουπαστές των πλοίων. Ξαφνικά, τα ελληνικά πλοία «πρύμνην ανεκρούοντο», φάνηκαν να υποχωρούν προκαλώντας αμηχανία στους εχθρούς, καθώς έβλεπαν ότι οι Έλληνες άρχισαν να συμπτύσσονται προς την ακτή της Σαλαμίνας.


Οι επικεφαλής των Ελλήνων, γνώριζαν πως αν συνέχιζαν, θα συναντούσαν τους εχθρούς στο μέσο του στενού, όπου αυτό είχε το μεγαλύτερο πλάτος. Εκεί οι Πέρσες, θα είχαν το πλεονέκτημα να αναπτυχθούν με άνεση και να επιχειρήσουν κυκλωτική κίνηση, κατά πάσα πιθανότητα. Γι’ αυτό το λόγο, κωπηλάτησαν προς τα πίσω, διατηρώντας τις πλώρες των πλοίων στραμμένες προς τον εχθρό. Ο Θεμιστοκλής φαίνεται ότι είχε υπολογίσει τα πάντα ακόμα και τον άνεμο που θα άρχισε να φυσά εκείνη την ώρα. Όταν αυτό έγινε, δόθηκε το νέο σύνθημα: «Δαιμόνιοι, έως πού τέλος θα υποχωρείτε;». Αυτό ήταν το σύνθημα γενικής αντεπίθεσης. Οι ελληνικές τριήρεις, ανέπτυξαν τη μέγιστη ταχύτητα εμβολισμού. Πρώτα, ένα πλοίο με κυβερνήτη τον Αμεινία από την Παλλήνη, συνέτριψε την κουπαστή ενός φοινικικού. Ακόμα και εδώ υπάρχει διχογνωμία, καθώς την «τιμή» αυτή διεκδικούν μια άλλη αθηναϊκή τριήρης με επικεφαλής τον Λυκομήδη καθώς και η αιγινήτικη τριήρης που είχε μεταφέρει τις ιερές εικόνες του Αιακού και των γιων του από την Αίγινα στη Σαλαμίνα νωρίτερα.

Να σημειώσουμε ότι και ο τριήραρχος Δημόκριτος από τη Νάξο, ήταν ανάμεσα σε αυτούς που διακρίθηκαν. Σύντομα, η σύγκρουση γενικεύτηκε. Ως το μεσημέρι, η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη. Στο δεξιό ελληνικό κέρας, προς τον Πειραιά, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αιγινήτες αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα από τους Ίωνες που μάχονταν λυσσαλέα. Αντίθετα, οι Αθηναίοι, εκμεταλλευόμενοι και τον κλυδωνισμό των φοινικικών πλοίων από τον άνεμο και το κύμα, κατάφεραν να βυθίσουν πολλά από αυτά. Οι προσπάθειες των Φοινίκων να συγκρατήσουν τους μανιασμένους Αθηναίους, ήταν μάταιες. Τότε, συνέβηκε ένα γεγονός που ήταν καθοριστικό για την έκβαση της ναυμαχίας. Ο ναύαρχος Αριαμένης «ανήρ ικανός και άριστος και δικαιότατος εκ των αδελφών του βασιλέως» έπεσε στο πλοίο του Αμεινία και σκοτώθηκε από τον ίδιο και τον υποπλοίαρχό του Σωκλή που τον χτύπησαν με τα δόρατά τους και έριξαν το σώμα του στη θάλασσα.

Ο Ηρόδοτος, αναφέρει ότι αυτός που σκοτώθηκε, ήταν ο Αριαβίγνης, γιος του Δαρείου. Αυτό όμως, δεν φαίνεται να είναι σωστό, καθώς ο Αριαβίγνης ήταν επικεφαλής της ιωνικής και καρικής ναυτικής μοίρας και όχι της φοινικικής.

Μετά τον θάνατο του Αριαμένη, επικράτησε πανικός στους Πέρσες. «Όταν βυθίστηκε το πλοίο του, το ναυτικό των βαρβάρων, καταλήφθηκε από σύγχυση, γιατί οι προστάζοντες ήταν πάρα πολλοί και δεν έδιναν όλοι τις ίδιες διαταγές». Οι συγκρούσεις μεταξύ περσικών πλοίων ήταν συνεχείς. Η πανούργα βασίλισσα Αρτεμισία, για να ξεφύγει από ένα αθηναϊκό πλοίο που την καταδίωκε, εμβόλισε και βύθισε ένα πλοίο των Καλυνδίων(συμμάχων των Περσών) και μάλιστα του βασιλιά τους Δαμασιθύμου! Η αθηναϊκή τριήρης σταμάτησε την καταδίωξη, καθώς θεώρησε ότι το πλοίο της Αρτεμισίας ήταν ελληνικό που αυτομόλησε από τους Πέρσες! Όταν μαθεύτηκε η αλήθεια, ο Αμεινίας, που φέρεται να ήταν πρωταγωνιστής και αυτού του «επεισοδίου», έγινε έξαλλος, γιατί οι Αθηναίοι είχαν επικηρύξει με 10.000 δραχμές την Αρτεμισία και οι τριήραρχοι είχαν πάρει εντολή να τη συλλάβουν ζωντανή. Οι Πέρσες, καθώς μάλιστα δεν διασώθηκε κανείς από τους Καλυνδίους για να την κατηγορήσει, θεώρησαν πως η Αρτεμισία ήταν πολύ γενναία. Εξιστόρησαν μάλιστα το συμβάν στον Ξέρξη, που είπε: «Οι άνδρες μου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες» (Ηρόδ. 8,88).

Σύντομα, τα πλοία των Κιλίκων, των Παμφύλων και των Λυκίων, τράπηκαν κι αυτά σε φυγή. Στη ρότα τους προς το Φάληρο, πολλά συνθλίβηκαν στην είσοδο του στενού της Σαλαμίνας. Μοιραία και οι Ίωνες, που μάχονταν με αξιώσεις απέναντι σε Αθηναίους και Αιγινήτες, δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν περισσότερο. Ως το δειλινό, η ναυμαχία είχε λάβει τέλος. Κατά τον Διόδωρο, 40 ελληνικά και περισσότερα από 200 περσικά καταστράφηκαν. Πολλά ακόμη περσικά πλοία, αιχμαλωτίστηκαν με όλο το πλήρωμά τους.

Όπως γράφει ο Ηρόδοτος, πολλοί από τους άνδρες του Ξέρξη έπεφταν στη θάλασσα και, μην γνωρίζοντας κολύμπι, πνίγηκαν. Αυτό φαίνεται ότι ισχύει κυρίως για τους Πέρσες και τους Σάκες που επέβαιναν στα πλοία και δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη θάλασσα. Ο δυτικός άνεμος, ο πουνέντες, που φύσηξε το απόγευμα, παρέσυρε πολλά περσικά πλοία στον Άγιο Κοσμά (αρχ. Κωλιάς Άκρα). Μερικά, πρόλαβαν και τα ρυμούλκησαν νωρίτερα οι Αθηναίοι στη Σαλαμίνα.
Έμειναν μόνο οι 4.000 περίπου Πέρσες στην Ψυττάλεια. Ο Αριστείδης, συγκρότησε ένα άγημα το οποίο αποβιβάστηκε στη νησίδα και εξόντωσε όλους τους βαρβάρους.

Η σημασία της ελληνικής νίκης στη Σαλαμίνα

Η ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα, ήταν συντριπτική. Ο Ξέρξης, συντετριμμένος από την εξέλιξη της ναυμαχίας, την οποία παρακολουθούσε από τον χρυσό του θρόνο, έδωσε εντολή στα πλοία του να επιστρέψουν στην Ασία. Και ο ίδιος ήταν ένας από τους επιβάτες τους…
Στην ξηρά, άφησε τον Μαρδόνιο επικεφαλής των περσικών δυνάμεων, ο οποίος νικήθηκε στις Πλαταιές τον επόμενο χρόνο (479 π.Χ.), όπως είναι γνωστό.

Η ελληνική νίκη, επέφερε ένα τεράστιο πλήγμα στο γόητρο των Περσών.
Οι βασικοί λόγοι του ελληνικού θριάμβου, ήταν η επιλογή της θέσης για τη ναυμαχία, το απαράμιλλο θάρρος και η εξοικείωση των Ελλήνων με τη θάλασσα και το ότι για όλους, κυρίως για τους Αθηναίους, ήταν μια μάχη χωρίς αύριο. Αν έχαναν, θα εγκατέλειπαν για πάντα την πόλη τους. Αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες, σε περίπτωση ήττας, δεν θα είχαν καλύτερη τύχη καθώς δεν θα μπορούσαν να αμυνθούν στην ξηρά απέναντι στους πολυάριθμους Πέρσες, αφού σίγουρα θα δεχόταν και επιθέσεις από το ναυτικό του Ξέρξη.

Η νίκη στη Σαλαμίνα, έχει τη σφραγίδα ενός μεγάλου αρχαίου Αθηναίου πολιτικού και στρατιωτικού, του Θεμιστοκλή, ο οποίος στα νερά του Σαρωνικού, βύθισε για πάντα το περσικό όνειρο…



Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος Β’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
Peter Green, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ», Εκδόσεις Κωνσταντίνου Τουρίκη, 2004
Δημήτριος Ν. Γαρουφαλής, «ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ, 490-479 π.Χ.», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου