Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Μέμος Μπεγνής: Ζεν πρεμιέ ετών 40

Μέσα σε λίγα χρόνια έγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς πρωταγωνιστές της γενιάς του

«Θυμάμαι την πρώτη φορά που ανέβηκα στη σκηνή», μου λέει ο Μέμος Μπεγνής γυρίζοντας ακριβώς 17 χρόνια πίσω, όταν ετοιμαζόταν να κάνει το ντεμπούτο του ως πιανίστας στο πλευρό της Κάτιας Δανδουλάκη στο περιβόητο “Master Class”. «Ηταν στην πρώτη πρόβα», θυμάται. «Ημουν μόνος μου στην αίθουσα και κοίταξα τις κενές θέσεις μπροστά και σκέφτηκα “Αρχίζουμε πρόβες και σε ενάμιση μήνα όλες αυτές οι θέσεις θα είναι γεμάτες! Τι θα κάνω;’»
«Τι γεύση σου έχει αφήσει εκείνη η εποχή;» τον ρωτάω. «Πολύ ωραία χρόνια.
Γνώρισα κάποιους πολύ σημαντικούς ανθρώπους τότε, που με βοήθησαν στα πρώτα μου βήματα και είναι πολύ γλυκό αυτό», μου απαντά, αλλά σπεύδει να μου υπογραμμίσει ότι δεν θα ήθελε να επιστρέψει σε εκείνα τα χρόνια. «Είχα τεράστια αγωνία για το βιοποριστικό κομμάτι. Εγώ καταγόμουν από τη Σαλαμίνα, που υπήρχε η νοοτροπία ότι στα 18 πρέπει να δουλεύεις. Οταν λοιπόν ένα παιδί δεν θέλει να κάνει τη δουλειά που πιστεύει ο μπαμπάς του ότι πρέπει να κάνει και θέλει να γίνει μουσικός και ηθοποιός, η πίεση και οι ανασφάλειες είναι τεράστιες. Είχα πάντα το άγχος αν θα τα καταφέρω, αν θα βγάλω λεφτά από αυτή τη δουλειά».
Τελικά τα κατάφερε. Και με το παραπάνω. Μέσα σε λίγα χρόνια έγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς πρωταγωνιστές της γενιάς του. Μαζί με αυτό κατάφερε και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Να μιλάνε οι συνάδελφοί του γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Οχι μόνο ως ηθοποιό, αλλά και ως άνθρωπο. Κι αυτό σε έναν χώρο άκρως ανταγωνιστικό, όπως του θεάτρου, είναι κατάκτηση.
Φέτος τον χειμώνα δίνει το παρών στη συνέχεια του «Θα σε πάρω να φύγουμε», της ιστορίας της επιθεώρησης μέσα από τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. «Θα περάσει κι αυτό»: μία ακόμα μουσικοθεατρική υπερπαραγωγή στο θέατρο Badminton από τις 31 Οκτωβρίου.
Στο «Θα σε πάρω να φύγουμε» παρακολουθούσαμε τη διαδρομή της επιθεώρησης από τη γέννησή της μέχρι την κατάλυση της δημοκρατίας το 1967. Στο «Θα περάσει κι αυτό» το ταξίδι συνεχίζεται σε εποχές που όλοι λίγο πολύ έχουμε ζήσει. «Η παράσταση αυτή τη φορά είναι πιο σημερινή και πιο αστεία», μου επισημαίνει ο Μέμος. «Από τη μία έχουμε τον Μιχάλη Μαρίνο, το αριστερό αμόρε της Κυρίας Επιθεώρησης, που αρχικά φεύγει στο εξωτερικό για να γλιτώσει και στη συνέχεια γίνεται ΠΑΣΟΚ! Κι από την άλλη είμαι εγώ, που υποδύομαι το δεξιό αμόρε της επιθεώρησης, έναν παραδοσιακό δεξιό, όχι όμως φασίστα, που με την κήρυξη της δικτατορίας γίνεται διευθυντής της ΥΕΝΕΔ.
Είναι λοιπόν η εξουσία, αλλά είναι και λίγο μαλθακός. Βασικά αγαπάει την Κυρία Επιθεώρηση, τη γυναίκα του, και παρότι είναι με το σύστημα, που ασκεί λογοκρισία, εκείνος προσπαθεί να απαλύνει κάπως αυτή την λογοκρισία».
Λίγο πριν από την πτώση της δικτατορίας κάνει την εμφάνισή της και η αποκαλούμενη Μετεπιθεώρηση, η νέα μορφή επιθεώρησης που εδραιώνει το Ελεύθερο Θέατρο. Τη Μετεπιθεώρηση, που στο έργο είναι η κόρη της Κυρίας Επιθεώρησης, ερμηνεύει η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, μία από τους πρωτεργάτες της περίφημης Ελεύθερης Σκηνής. «Ανάμεσα στην Κυρία Επιθεώρηση και τη Μετεπιθεώρηση υπάρχει μία σχέση αγάπης και μίσους. Από τη μία πλευρά υπάρχει ο σνομπισμός και ο φόβος της Επιθεώρησης προς το καινούργιο και από την άλλη πλευρά, της Μετεπιθεώρησης, αυτή η αλαζονεία της νιότης που θέλει να αλλάξει τα πράγματα και να βάλει το μαχαίρι στο κόκκαλο. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και αμοιβαία αγάπη, αφού τις δύο γυναίκες συνδέει μία σχέση εξ αίματος», μου εξηγεί ο Μέμος.
Βρίσκω την ευκαιρία να τον ρωτήσω αν ο ίδιος αγαπάει το είδος της επιθεώρησης. «Δεν είχα την τύχη να την δω στα καλά της. Δεν το πρόλαβα ούτε το Ελεύθερο Θέατρο, ούτε την Ελεύθερη Σκηνή. Ήμουν μικρός και οι γονείς μου δεν με είχαν πάει ποτέ να δω. Μετά ό,τι είδα είχε τις γνωστές βωμολοχίες και τα σεξουαλικά υπονοούμενα. Δεν υπήρχαν ωραία κείμενα, όπως παλιά.» μου λέει σχολιάζοντας ότι ίσως η επιθεώρηση να μην ξαναγίνει ποτέ αυτό που ήταν, αλλά μπορεί πια να έχει αλλάξει μορφή.

Συμφωνεί πάντως ότι σήμερα, με όσα συμβαίνουν γύρω μας, η επιθεώρηση έχει πολύ ψωμί. «Δεν υπάρχει καμία δημοκρατία σήμερα», μου λέει χωρίς να μασά τα λόγια του. «Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι όλα αυτά τα χαράτσια που έχουν επιβληθεί και είναι απολύτως αντισυνταγματικά και όλες αυτές οι συντάξεις που έχουν περικοπεί εντελώς παράνομα», παρατηρεί. «Για να πάρεις σύνταξη πληρώνεις μια ολόκληρη ζωή και δεν τους τα χρωστάς, στα χρωστάνε! Οι άνθρωποι έχουν χάσει οποιοδήποτε δικαίωμα κέρδισαν όλα αυτά τα χρόνια με πολύ αίμα. Και στα παίρνουν με το έτσι θέλω, ψηφίζοντας ό,τι θέλουν στη Βουλή πατώντας στο κεφάλι τον απλό εργαζόμενο. Αν αυτό δεν είναι Χούντα, τότε τι είναι; Νομίζω είναι πιο επικίνδυνη αυτή η κεκαλυμμένη δικτατορία, που υπάρχει σήμερα, παρά η τότε, η φανερή».
Είναι, νομίζω, πολύ σαφής για να ζητήσω διευκρινίσεις, οπότε επιστρέφω τη συζήτηση στα επαγγελματικά του. Μετά το «Θα σε πάρω να φύγουμε» θα βρεθεί στο πλευρό του Γρηγόρη Βαλτινού στην αναβίωση του «Βιολιστή στη Στέγη» μετά το Πάσχα, πάλι στο Badminton. «Το είχα δει στο πρώτο του ανέβασμα το 1997 στο Αθήναιον. Είχα πάθει πλάκα. Ηταν από τα ωραιότερα πράγματα που είχα δει», μου εξομολογείται. Δεκαοκτώ χρόνια μετά, το θρυλικό μιούζικαλ επιστρέφει με έναν θίασο 30 ηθοποιών, ζωντανή ορχήστρα 22 μουσικών και μία πραγματική υπερπαραγωγή υπό τις οδηγίες του βραβευμένου σκηνοθέτη του Μπρόντγουεϊ, Ρομπ Ρουτζιέρο.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν κατέχουμε το είδος του μιούζικαλ, αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Θέλει μία ειδική παιδεία και εκπαίδευση το μιούζικαλ. Δεν μπορείς να κάνεις μιούζικαλ αν δεν τραγουδάς», μου τονίζει ο Μέμος, που αντικειμενικά είναι από τους πολύ λίγους Eλληνες πρωταγωνιστές που έχουν τα προσόντα να κάνουν μιούζικαλ. Παρ’ όλα αυτά σπεύδει να προσθέσει ότι γίνονται καλές προσπάθειες και το ελληνικό κοινό ανταποκρίνεται θερμά.
Συζητώντας για την τηλεόραση σήμερα η κουβέντα μας πηγαίνει αναπόφευκτα στις εξαιρετικές παραγωγές που παρουσιάζονται τα τελευταία χρόνια στην αμερικανική και βρετανική τηλεόραση. «Μόνο ξένες σειρές βλέπω. Παρακολουθώ γύρω στις 25 ταυτόχρονα. Εχω καεί λίγο!» μου λέει και μας πιάνουν τα γέλια. «Μπορεί να συμβεί κάτι αντίστοιχο στην ελληνική τηλεόραση; Οχι σε επίπεδο budget, αυτό το ξεχνάμε.
Αλλά όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό…» αναρωτιέμαι. «Τι να σου πω. Δεν έχω μία ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημά σου, αλλά πώς να γίνει κάτι καινούργιο στην ελληνική τηλεόραση, όταν είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι και δεν υπάρχει χώρος για νέους ανθρώπους; Κι όταν υπάρχει όμως κάποιες φορές χώρος, πληρώνονται οι άνθρωποι μπιρ παρά και βλέπουμε το αποτέλεσμα που βλέπουμε. Είναι μια αλυσίδα όλο αυτό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει σωτηρία προς το παρόν», σχολιάζει ο Μέμος.
«Μετά από τόσα χρόνια σε αυτή τη δουλειά θα μπορούσες να σκεφτείς τον εαυτό σου να κάνεις κάτι άλλο;» τον ρωτάω ξέροντας λίγο πολύ την απάντηση. «Οχι. Αυτό έχω σπουδάσει, αυτό ξέρω. Δεν με εκφράζει κάτι άλλο. Αυτή είναι η ζωή μου. Και η αλήθεια είναι ότι μόνο με ανθρώπους που είναι καλλιτέχνες στην ψυχή μπορώ να συνεννοηθώ. Δεν μπορώ να συνεννοηθώ με ανθρώπους, που δεν συγκινούνται με το όμορφο», μου εξομολογείται.
Για το φινάλε κράτησα μια πιο προσωπική ερώτηση. «Πώς είναι για έναν ζεν πρεμιέ, όπως εσύ, να κλείνει τα 40;» του λέω. «Τέλεια!» μου απαντά χαμογελώντας πλατιά. «Είμαι νομίζω στην πιο δημιουργική ηλικία μου. Νόμιζα ότι τα 30 ήταν αυτή, αλλά όχι, είναι τα 40! Μετά από ένα λούκι που πέρασα οικονομικά και επαγγελματικά, όπως όλος ο κόσμος με την κρίση, έχω αρχίσει και βλέπω αλλιώς τα πράγματα. Εντάξει, δόξα τω Θεώ, μεγαλώνω και ωραία!» Ε, σ’ αυτό το τελευταίο θα συμφωνήσω εκατό τοις εκατό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου